Ανάλυση Guardian: ”Γιατί καταρρέουν οι τράπεζες – Πόσο πιθανή είναι μία παγκόσμια κρίση;”
Silicon Valley Bank, Signature Bank, First Republic Bank και Credit Suisse ήταν οι «βόμβες» που έσκασαν στο τραπεζικό σύστημα τις προηγούμενες ημέρες, πυροδοτώντας φόβους στις αγορές και ανησυχία στους επενδυτές. Είναι τα προεόρτια μιας παγκόσμιας τραπεζικής κρίσης, είναι το ερώτημα που πλανάται το τελευταίο διάστημα.
Στην αρχή ήταν κατάρρευση της Silicon Valley Bank στην Καλιφόρνια των ΗΠΑ. Οι σοβαρές πιέσεις στο παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα έγιναν εμφανείς την περασμένη εβδομάδα σε Αμερική και Ευρώπη. Στις ΗΠΑ, η κατάρρευση της Silicon Valley Bank ήταν η πρώτη στο ντόμινο που ακολούθησε, με την Signature Bank της Νέας Υόρκης να παίρνει σειρά. Τα μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της Wall Street συνεργάζονται για να σώσουν την First Republic Bank μετά την κατάρρευση των μετοχών της, αντλώντας 25 δισ. ευρώ.
Στην άλλη όχθη του Ατλαντικού, στην Ευρώπη, η Κεντρική Τράπεζα της Ελβετίας αναγκάστηκε να προσφέρει ένα σωσίβιο 44,5 δισ. λιρών στην Credit Suisse. Αν και υπήρχαν συγκεκριμένα προβλήματα στην SVB και την Credit Suisse, υπάρχουν ενδείξεις ευρύτερης δυσφορίας.
Κάθε εβδομάδα, η Federal Reserve, η κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ, ανακοινώνει τις λεπτομέρειες για την επείγουσα βοήθεια που παρείχε στις αμερικανικές τράπεζες τις τελευταίες ημέρες. Την τελευταία εβδομάδα, η βοήθεια αυξήθηκε από 15 δισεκατομμύρια δολάρια σε 318 δισεκατομμύρια δολάρια. Ποσό πολύ πιο πάνω από τα 130 δισεκατομμύρια δολάρια στην αρχή της πανδημίας του Covid-19 και όχι πολύ μακριά από τα 437 δισεκατομμύρια δολάρια, στο αποκορύφωμα της τραπεζικής κρίσης μετά την πτώχευση της Lehman Brothers το 2008.
Μήπως, λοιπόν, έχουμε μια επανάληψη της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης του 2008; O Guardian, σε ανάλυσή του, επιχειρεί να δώσει απαντήσεις σύμφωνα με τα μέχρι τώρα δεδομένα.
Όπως σημειώνεται στην ανάλυση, είναι πολύ νωρίς για να μιλήσουμε για κρίση όπως αυτή του 2008. Ωστόσο, υπάρχουν λόγοι να ελπίζουμε ότι μια επανάληψη μπορεί να αποφευχθεί. Γιατί;
Πρώτον, γιατί οι τράπεζες βρίσκονται σε καλύτερη οικονομική κατάσταση από ό,τι ήταν το 2008. Τότε, πολλές τράπεζες λειτουργούσαν μόνο με μικρά κεφάλαια για να καλύψουν τις ζημίες που προέκυψαν από την κατάρρευση της αγοράς ενυπόθηκων δανείων στις ΗΠΑ.
Δεύτερον, το 2008 ολόκληρο το παγκόσμιο χρηματοπιστωτικό σύστημα πάγωσε επειδή κανείς δεν γνώριζε πόσο μεγάλες ήταν οι ζημιές και ποιες τράπεζες ήταν πιο εκτεθειμένες. Προς το παρόν, δεν υπάρχει κανένα σημάδι γι’ αυτό, και οι τράπεζες αναγκάζονται να αναφέρουν τακτικά ποια είναι η ποιότητα των χαρτοφυλακίων τους. Υποβάλλοντας επίσης σε αυστηρά stress tests.
Τέλος, κεντρικές τράπεζες όπως η Federal Reserve και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχουν δημιουργήσει πιστωτικές γραμμές. Είναι έτσι σχεδιασμένες ώστε να παρέχουν βοήθεια σε τράπεζες που αντιμετωπίζουν προβλήματα στις ταμειακές ροές. Τότε, η παγκόσμια οικονομική κρίση ξεκίνησε σε μικρή κλίμακα και γρήγορα κλιμακώθηκε. Πλέον, γνωρίζουμε ότι οι τράπεζες – και άλλα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα – έχουν σε τέτοιες περιπτώσεςι σοβαρές απώλειες. Και το μάθημα από την κρίση του 2008 είναι ότι η εμπιστοσύνη μπορεί να «εξατμιστεί» γρήγορα.
Στο ερώτημα γιατί οι τράπεζες έχουν ζημιές, στην ανάλυση του Guardian σημειώνεται:
Οι κεντρικές τράπεζες απάντησαν στην κρίση του 2008 με δύο τρόπους: Μείωσαν τα επιτόκια και διοχέτευσαν χρήματα στο τραπεζικό σύστημα μέσω της διαδικασίας που είναι γνωστή ως ποσοτική χαλάρωση (QE). Στην πραγματικότητα, οι κεντρικές τράπεζες αγόρασαν ομόλογα – κυρίως εκδόθηκαν από κυβερνήσεις – και τα αντάλλαξαν με μετρητά που βρήκαν στην πορεία από την οικονομία. Ένας ακόμη γύρος περικοπών επιτοκίων και QE σημειώθηκε στην αρχή της πανδημίας του Covid.
Σήμερα, οι κεντρικές τράπεζες έχουν αντιστρέψει την πρακτική τους, λόγω του αυξανόμενου πληθωρισμού. Αύξησαν τα επιτόκια και άρχισαν να πουλάνε ομόλογα. Οι τιμές των ομολόγων αυξήθηκαν ως αποτέλεσμα των προγραμμάτων QE, αλλά μειώθηκαν απότομα τον περασμένο χρόνο καθώς το QE εξαντλήθηκε.
Η επιθετική ενέργεια των κεντρικών τραπεζών έχει αφήσει τις εμπορικές τράπεζες να υποστούν μεγάλες και απροσδόκητες ζημίες. Η SVB είχε επενδύσει πολλά σε μακροχρόνια κρατικά ομόλογα των ΗΠΑ, αλλά καθώς τα επιτόκια αυξάνονταν απότομα, η αξία των τιμών των ομολόγων της μειώθηκε. Όταν οι πελάτες άρχισαν να ζητούν τα μετρητά τους πίσω, αυτό ανάγκασε την SVB να πουλήσει ομόλογα με μεγάλη ζημία, ανοίγοντας μια τεράστια τρύπα στον ισολογισμό της.
Τι συμβαίνει, λοιπόν, μετά από αυτή την κατάσταση; Οι κεντρικές τράπεζες βρίσκονται σε πίεση υπάρχει «ένταση» μεταξύ των δύο βασικών λειτουργιών τους: Να διατηρήσουν τον πληθωρισμό σε χαμηλά επίπεδα και να διατηρήσουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα.
Η αύξηση των επιτοκίων και η αντιστροφή της ποσοτικής χαλάρωσης έχουν σχεδιαστεί για να επιβραδύνουν την ανάπτυξη και έτσι να μειώσουν τον πληθωρισμό. Αλλά, παρόλο που η ΕΚΤ προχώρησε σε προγραμματισμένη αύξηση των επιτοκίων την Πέμπτη (16/3), το κόστος είναι ότι ορισμένες τράπεζες αγωνίζονται να αντιμετωπίσουν πλέον τη λειτουργία τους υπό πιο δύσκολες συνθήκες.
Οι χρηματοπιστωτικές αγορές προεξοφλούν τώρα ότι τα επιτόκια θα κορυφωθούν νωρίτερα και σε χαμηλότερο επίπεδο από ό,τι πριν από την έκρηξη της κρίσης στην SVB. Επίσης, θα περιμένουν να δουν πώς θα αντιδράσουν η Fed και η Τράπεζα της Αγγλίας με τις αποφάσεις τους για τα επιτόκια την ερχόμενη εβδομάδα.
Η περίπτωση να μην αυξηθεί περαιτέρω το κόστος δανεισμού, είναι ότι μόνο ένα κλάσμα της επίδρασης των υψηλότερων επιτοκίων του περασμένου έτους. Έχει γίνει αισθητό στην αγορά μέχρι στιγμής ότι οι εμπορικές τράπεζες ήδη ανταποκρίνονται στα προβλήματα που ανέκυψαν με την SVB και αλλού, μειώνοντας τον δανεισμό τους. Αυτά είναι τα μέχρι στιγμής στοιχεία που συνθέτουν το σκηνικό της νέας κρίσης στον τραπεζικό τομέα.
Στοιχεία, που σε κάθε περίπτωση, αυξάνουν σύμφωνα με όλες τις «αναγνώσεις», τους κινδύνους ύφεσης της οικονομίας από την περασμένη εβδομάδα.