Η οργή του να είσαι 22 ετών- Πώς είναι να βιώνεις από τα εννιά σου τις χρεοκοπίες των άλλων;
Τι έχει ζήσει ένας νέος ή μία νέα 22 χρονών; Το ερώτημα προκύπτει αυθόρμητα και “υπονομευτικά” καθώς βλέπουμε δεκάδες χιλιάδες 20άρηδες και 25άρηδες να γεμίζουν τις συγκεντρώσεις της οργής μετά την εθνική τραγωδία, όπου χάθηκαν -ως επί το πλείστον- συνομίληκοί τους.
Ήταν μόλις 9 ετών όταν η χώρα βυθίστηκε στα μνημόνια και την διεθνή απαξίωση. Δεν συνειδητοποιούσε, προφανώς, τι σημαίνουν πρόγραμμα εξυγίανσης και PSI, άκουγε ή έστω αισθανόταν, ωστόσο, ότι κάτι δεν πήγαινε καλά στο σπίτι. Ο πατέρας φοβόταν μην χάσει τη δουλειά του, η μητέρα ίσως είχε ήδη απολυθεί, οι μισθοί μειωνόταν σημαντικά και οι περιορισμοί αυξανόταν μέρα με την μέρα. Η ζωή που είχε μάθει, ή που έβλεπε την οικογένειά του να κάνει, είχε ήδη αλλάξει δραματικά. Ακόμα και ο παππούς ή η γιαγιά που του έδινε κρυφά κάποιο χαρτζιλίκι σε κάθε επίσκεψη, έπαυε να το κάνει, και αισθανόταν, ίσως, εκείνη την θλίψη στο βλέμμα τους. “Δεν έχω πια, παιδί μου, μου έκοψαν την σύνταξη”…
Περνούσαν τα χρόνια, αυτός/αυτή περνούσε από το δημοτικό στο γυμνάσιο, κι από εκεί στο λύκειο, παράλληλα, λες, με την ίδια τη χώρα που περνούσε από το πρώτο, στο δεύτερο και μετά στο τρίτο μνημόνιο. Τα παιδιά μάθαιναν γράμματα και η χώρα προγράμματα…
Ένοιωθε πως κάτι κακό συνέβαινε τριγύρω, πως συσωρρευόταν εκνευρισμός και οργή. Άκουγε και έβλεπε να γεμίζουν οι πλατείες, συνειδητοποιούσε πως νέοι, λίγο μεγαλύτεροι από αυτόν/αυτήν, ήταν όσοι έβγαιναν στους δρόμους. Φοβόταν από τις φωτιές, την ίδια ώρα που πύκνωναν και ψήλωναν οι απορίες του. Ψήλωναν, όπως ψήλωνε και ο ίδιος/ίδια.
Έφτασε στα 19, όταν όρθωσε μπροστά του ένα τείχος η πανδημία. Εκεί που είχε τελειώσει το λύκειο, που έκοβε εισιτήριο για την ελευθερία της φοιτητικής ζωής, για τα όνειρα του ενήλικα, για την αυτονομία, ακόμα και τις μικρές αυθαιρεσίες που δικαιολογεί η νιότη, του/της είπαν πως πρέπει να κλειστεί στο σπίτι. Να περιορίσει την ορμή του/της στο webex, την τηλεργασία και τα video games. Η ελευθερία κλείστηκε στο FIFA2020…
Έχει ένα -δυο χρόνια που άρχισε να αναπνέει. Γύρισε στο πανεπιστήμιο ή ψάχνει δουλειά –με τον κατώτατο. Μαθαίνει, ή του λένε πως η αριστεία φέρνει προκοπή, ωστόσο εξακολουθεί να αισθάνεται την πνιγηρή πίεση των κλειστών οριζόντων. Οι μεγαλύτεροι απ΄ αυτόν/ αυτήν που είχαν φύγει στο εξωτερικό, μέσα στην κρίση, του/της λένε πως δεν έχουν σκοπό να επιστρέψουν, κι όσοι/όσες θέλουν να το κάνουν επειδή είναι “βαρύ” το Λονδίνο, το Βερολίνο, η Στοκχόλμη, νοιώθουν πως δεν τους μένει κάτι άλλο από το να στριμωχθούν στο παιδικό δωμάτιο που άφησαν εκπέμποντας την ωδή προς την ελευθερία. Η ωδή έγινε μπλουζ, το φως γκρίζος καιρός, πιο “βαρύς” από αυτόν εκεί στα βόρεια που ξενιτεύτηκε στο brain drain…
Τώρα, βλέπει τα άψυχα κορμιά των συνομιλήκων του να σκεπάζονται με τα λευκά σεντόνια των διασωστών. Δώδεκα φοιτητές του ΑΠΘ και του ΠΑΜΑΚ, νεκροί. Είκοσι έξι τραυματισμένοι, Εξήντα δύο ήταν στο τρένο κι έζησαν τον εφιάλτη. Είναι πολλαπλασιαστική η δύναμη του μυνήματος, είναι πολλαπλασιαστική η δύναμη του θυμού.
Είναι ντόμινο η οργή μιας γενιάς που ξεσπάει ή έχει ανάγκη να ξεσπάσει γιατί νοιώθει πως της στέρησαν την προεφηβική ανεμελιά, την αυταρέσκεια της εφηβείας, της αμφισβήτησαν το δικαίωμα στο μέλλον, και τώρα απειλούν να της στερήσουν την ίδια την ζωή.
Γι αυτό φωνάζουν για την …κακιά την (χ)ώρα! Γι αυτό μας φτύνουν στο πρόσωπο και λένε πως “οι ζωές τους μετράνε”.
Όποιος δεν καταλαβαίνει πόση αμφισβήτηση κοχλάζει εκεί έξω είναι σαν να προσβάλλει τα παιδιά τα δικά του, σαν να προσβάλλει τον εαυτό του. Δεν αμφισβητούν μόνο το (ανίκανο και εν προκειμένω δολοφονικό) κράτος, δεν αμφισβητούν μόνο την ή τις κυβερνήσεις, αμφισβητούν τις γενιές πριν απ΄ αυτούς, αμφισβητούν εμάς τους γονείς τους ως κρίκους στην αλυσίδα της εγκατάλλειψής τους. Η οργή που βιώνουν, η οργή που εκδηλώνουν είναι το εδώλιο. Και δεν πιστεύουν πως το ίδιο κράτος που έστειλε το τρένο στον θάνατο μπορεί να εγγυηθεί δικαιοσύνη και δικαίωση.
Δεν είναι “αντισυστημική στάση”, όπως λένε οι αφελείς, οι βιαστικοί, οι άφρονες και βολεμένοι στην παραλυσία.
Και εν τέλει δεν είναι η ψήφος τους που πρέπει να μας τρομάζει. Μακάρι να πάνε να ψηφίσουν κι ας εκφράσουν την οργή τους, όπως εκείνοι νομίζουν καλύτερα. Εκείνο που θα έπρεπε να μας τρομάζει περισσότερο είναι η αποχή τους. Διότι αυτό ίσως δηλώνει πως δεν έχουν πιά τίποτε καλύτερο να περιμένουν. Κι αυτό θα είναι το δεύτερο “έγκλημα” που θα έχουμε κάνει σε βάρος τους…