Ανάλυση/ Επτά παράμετροι για την (διπλή) εξίσωση των εκλογών- Τι εκτιμούν σε Μαξίμου και Κουμουνδούρου
Αυτή τη φορά -σε αντίθεση με τις δημοσκοπικές ψευδαισθήσεις πριν τις εκλογές του 2019- στο επιτελείο του Αλέξη Τσίπρα στην Κουμουνδούρου φαίνεται πως διατυπώνονται με μεγαλύτερη φειδώ οι προβλέψεις για τις διπλές κάλπες της άνοιξης. Παρότι σχεδόν όλοι συμφωνούν πως υπάρχουν οι προϋποθέσεις να καταγράψει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ υψηλό ποσοστό –“που να έχει το 3 μπροστά”, όπως λένε- στην πρώτη αναμέτρηση της απλής αναλογικής, κρατούν μικρό καλάθι για το ποσοστό που μπορεί να επιτύχει η Ν.Δ και για την έκβαση της σύγκρουσης στις δεύτερες εκλογές.
Είναι αλήθεια πως η προεκλογική καμπάνια έχει σχεδιαστεί με επαγγελματισμό και τεχνοκρατική προσέγγιση που δεν ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένα χαρακτηριστικά κατά το παρελθόν, το βασικό ατού, ωστόσο, παραμένει το ίδιο και είναι η χαρισματικότητα του Αλέξη Τσίπρα και η ικανότητά του να συσπειρώνει το εκλογικό ακροατήριο στο “ντεμαράζ” των τελευταίων εβδομάδων πριν τις κάλπες. Η γενική αντίληψη εστιάζεται στην (αυτο)πεποίθηση πως, υπό τις συνθήκες μιας “τόσο κακής διακυβέρνησης” και με ανοιχτά μεγάλα κοινωνικά (πλειστηριασμοί), οικονομικά (ακρίβεια, αισχροκέρδεια), και θεσμικά (υποκλοπές, διαφθορά), είναι μάλλον απίθανο να χάσει ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφους από το ποσοστό (31,6%) που συγκέντρωσε, σε συγκυρία μεγάλης φθοράς και υπό το φάσμα της ήττας, στην αναμέτρηση του Ιουλίου του 2019.
Το ερώτημα, ωστόσο, αφορά ποιά θα είναι η συμπεριφορά του εκλογικού σώματος υπό τις άγνωστες και απρόβλεπτες συνθήκες που διαμορφώνει η απλή αναλογική και, έτσι, κατά πόσο είναι εφικτός ένας τέτοιος στόχος (έστω με μικρή απόκλιση). Η πιθανότητα να είναι πρώτο κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ στην πρώτη κάλπη δεν αποκλείεται, ωστόσο κανείς δεν στοιχηματίζει εύκολα σε κάτι τέτοιο. Τα στοιχεία που λαμβάνονται σοβαρά υπόψη του εκλογικού επιτελείου είναι τα εξής:
–Ποιό θα είναι το ποσοστό της Ν.Δ, εφόσον είναι πρώτο κόμμα στην κάλπη της απλής αναλογικής. Επισημαίνουν πως εάν ο Κυριάκος Μητσοτάκης φθάσει (οροφή) μέχρι το 33%, το παιχνίδι ανοίγει και γίνεται απρόβλεπτο. Εάν, από την άλλη, φθάσει κοντά στο 35%, αποκτά εκ των πραγμάτων παράσταση αυτοδυναμίας και -βοηθούντος του αθροίσματος των εκτός Βουλής κομμάτων που μάλλον θα είναι αρκετά μεγάλο- είναι πολύ πιθανό να την κατακτήσει στην δεύτερη εκλογική αναμέτρηση.
–Ποιά θα είναι η διαφορά μεταξύ Ν.Δ και ΣΥΡΙΖΑ (εάν είναι πρώτο κόμμα η Ν.Δ). Μία μικρή διαφορά (2-3%) και μάλιστα με συσπειρωμένες τις βάσεις τους και σε ποσοστά πάνω από 30%, δημιουργεί συνθήκες ντέρμπυ και όλα θα θεωρηθούν πιθανά. Τότε εκτιμάται πως μπορεί να απελευθερωθούν δυνάμεις και πρόσωπα με ευρύτερη επιρροή να κληθούν να πάρουν θέση.
–Ποιά θα είναι η στάση του ΠΑΣΟΚ, εφόσον συμβεί το παραπάνω; Η ενοχοποίηση της “κυβέρνησης των ηττημένων” από την προεκλογική τακτική της κυβέρνησης δεν είναι τυχαία και αφορά αυτήν ακριβώς την περίπτωση. Εάν, για παράδειγμα, ο Νίκος Ανδρουλάκης συγκεντρώσει ποσοστό κοντά στο 12% (που θεωρείται πολιτικά κρίσιμο) και η διαφορά μεταξύ των δύο μεγαλυτέρων κομμάτων είναι μικρή, μπορεί να μην σταθεί εφικτό για κυβέρνηση συνεργασίας από την πρώτη κάλπη, ενεργοποιούνται, ωστόσο, δυναμικές που δεν πρέπει να υποτιμηθούν. Είναι πάντως μάλλον δεδομένο πως σε καμία εξίσωση, είτε στην Κουμουνδούρου, είτε στην Χαριλάου Τρικούπη, δεν υπάρχει η “παράμετρος Βαρουφάκης”. Πέραν του ότι ο ίδιος ο επικεφαλής του Μερα25 έχει αποκλείσει μετεκλογικού τύπου συνεργασίες και του ό,τι επί της ουσίας δεν θεωρείται αξιόπιστος ως πιθανός εταίρος, και στον ΣΥΡΙΖΑ, και στο ΠΑΣΟΚ, η συνεργασία του με την ΛΑΕ του Δημήτρη Στρατούλη και των στελεχών που αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ το 2015 (και έκτοτε του επιτίθενται με σφοδρότητα που δεν επιφυλάσσουν ούτε για τη Ν.Δ), καθιστά απίθανο κάθε σενάριο σύμπραξης.
–Το ΠΑΣΟΚ, για να αποφύγει να πάρει την ευθύνη προσχώρησης σε κυβέρνηση συνεργασίας με το ένα ή το άλλο κόμμα, είναι πολύ πιθανό να καταθέσει πρόταση για τον σχηματισμό κυβέρνησης ειδικού σκοπού με την επίκληση των προβλημάτων που θα ενσκήψουν στην οικονομία από το δεύτερο εξάμηνο της χρονιάς. Μία τέτοια πρόταση θα απορριφθεί κατηγορηματικά από τον Κυριάκο Μητσοτάκη, και πιο …ευγενικά και από τον Αλέξη Τσίπρα. Ως προς αυτό έχει σημασία η αναφορά του Ευάγγελου Βενιζέλου στα μετεκλογικά σενάρια. Ο κ. Βενιζέλος -που εκ του παρασκηνίου συμβουλεύει και έως ένα βαθμό επηρεάζει την ηγετική ομάδα της Χαριλάου Τρικούπη- είπε για τον Κυριάκο Μητσοτάκη: “πώς είναι δυνατόν να προτείνει συνεργασία (με το ΠΑΣΟΚ) μετά την δεύτερη κάλπη, όταν θα την έχει απορρίψει στην πρώτη;”. Πιθανώς να δείχνει ένα δρόμο, ή να αποκαλύπτει τις προθέσεις του Νίκου Ανδρουλάκη, αν και θεωρείται σχεδόν βέβαιο πως θα εξαντλήσει κάθε δυνατότητα ώστε να μην συμμετάσχει σε κυβερνητικό σχήμα με κορμό ένα από τα δύο μεγάλα κόμματα γνωρίζοντας τις συνέπειες.
–Στον ΣΥΡΙΖΑ, εάν δεν κερδίσουν στις πρώτες κάλπες, γνωρίζουν πως το “απόθεμα” της Ν.Δ είναι σαφώς μεγαλύτερο από το δικό τους. Εν μέσω ακραίας πόλωσης και κλίματος “αγριότητας” στις 4 εβδομάδες που θα ακολουθήσουν η Ν.Δ θα συνθλίψει όλα τα μικρά κόμματα που βρίσκονται στα δεξιά της (Τζήμερος-Φαήλος, Μπογδάνος, Εμφιετζόγλου κ.ά), ίσως αφαιρέσει ένα μικρό ποσοστό από το αρκετά υψηλό που θα έχει συγκεντρώσει η Ελληνική Λύση του Κυριάκου Βελόπουλου, θα προκαλέσει μικρές αλλά όχι αμελητέες ροές από τις ακροδεξιές ψήφους που θα έχουν κρυφτεί στην αποχή (μετά τον αποκλεισμό του κόμματος Κασιδιάρη- εφόσον αυτή θα είναι η τελική απόφαση του Αρείου Πάγου), και φυσικά θα πάρει ένα μέρος των φηφοφόρων του ΠΑΣΟΚ. Αντιστοίχως, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει να πάρει, επίσης από το ΠΑΣΟΚ, ένα μεγάλο μέρος των ψηφοφόρων του Μερα25, πιθανώς και κάποιους από το ΚΚΕ και άλλα μικρά κόμματα της αριστεράς. Σε κάθε περίπτωση, η Ν.Δ μπορεί να “αλιεύσει” από μία αρκετά μεγαλύτερη δεξαμενή και αυτό της δίνει προβάδισμα.
–Τέλος, στην Κουμουνδούρου εκτιμούν πως ακόμα και εάν τελικά η Ν.Δ συγκεντρώσει μία οριακή ή έστω περιορισμένη αυτοδυναμία (151-155 έδρες), ή εάν συνεργαστεί με το ΠΑΣΟΚ (το οποίο προφανώς θα διασπαστεί), η επόμενη διακυβέρνηση θα είναι βραχύβια, συγκρουσιακή και θα έχει μπροστά της τεράστια κοινωνικά, οικονομικά και εθνικά ζητήματα (ελληνοτουρκικά). Ουσιαστικά, όπως λένε, εφόσον το ΣΥΡΙΖΑ έχει συγκεντρώσει στις δεύτερες κάλπες ποσοστό αισθητά μεγαλύτερο από αυτό του 2019, θα παραμείνει σε τροχιά σκληρής (αξιωματικής) αντιπολίτευσης που εκτιμάται πως θα τον φέρει στην εξουσία σε πρόωρες εκλογές που θα προκληθούν από τις ραγδαίες εξελίξεις και τις αναμετρήσεις για την τοπική αυτοδιοίκηση (Οκτώβριο), τις ευρωεκλογές (Μάϊος 2024) και την εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας (2025).