Η απαξίωση των δικαστών και η υπονόμευση των θεσμών…

 Η απαξίωση των δικαστών και η υπονόμευση των θεσμών…

Το δικαστικό σώμα “συνεισφέρει” συχνά στελέχη του στην πολιτική. Δικαστές από τις υψηλότατες βαθμίδες προσχώρησαν αρκετές φορές στα πολιτικά κόμματα και αναδείχθηκαν σε ανώτερες και ανώτατες θέσεις, κυβερνητικές και πολιτειακές, άλλοτε με λαμπρή διαδρομή, άλλοτε με “γκρίζες” στιγμές. Είναι άδικο, άλλωστε, να απαιτεί κανείς από τους πρώην δικαστές που εντάσσονται στο πολιτικό σύστημα όσα συνήθως δεν επιζητά από τους ίδιους του πολιτικούς. Ίσως μόνο να αντιλαμβάνονται περισσότερο απ΄ ότι άλλοι την αξία των θεσμών και της πιστής τήρησης του Συντάγματος.

Σταχυολογώ μόνο ελάχιστους από την πρόσφατη ιστορία μας, όπως η Βασιλική Θάνου, ο Χαράλαμπος Αθανασίου, ο Παναγιώτης Πικραμμένος, ο Γιώργος Κώτσηρας κ.ά.

Άλλοι πάλι έχουν συνεισφέρει στην στελέχωση των ανεξάρτητων αρχών, είτε προέρχονται από το δικαστικό σώμα, είτε από την ιεραρχία των ίδιων αυτών των αρχών. Από τον πρώτο “όμπουτσμαν” Νικηφόρο Διαμαντούρο (που συνέχισε στους ευρωπαϊκούς θεσμούς), μέχρι τον Γιώργο Καμίνη, τον τωρινό “Συνήγορο του Πολίτη” Ανδρέα Ποττάκη, τον Κωνσταντίνο Μενουδάκο (Αρχή Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων), και τον Χρήστο Ράμμο. Εξέχουσα περίπτωση σε αυτή την παράθεση, φυσικά, η Πρόεδρος της Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελαροπούλου, πρώην πρόεδρος του ΣτΕ, στενή φίλη και συνεργάτης του προέδρου της ΑΔΑΕ επί δεκαετίες.

Το γεγονός ότι η επαγγελματική τους διαδρομή και η τοποθέτησή τους σε ανεξάρτητες αρχές επιβάλλει την τήρηση των θεσμικών κανόνων και την απόσταση από την πολιτική καθημερινότητα, δεν σημαίνει πως προήλθαν από κάποιο “κενό” πολιτικής ή ιδεολογικής προσέγγισης. Όλοι και όλες τους, και πολιτική, και ιδεολογική αντίληψη των πραγμάτων είχαν. Το ζητούμενο θα έπρεπε να είναι πάντοτε εάν υπηρετούν το Σύνταγμα, τους θεσμούς, και την κοινωνία, και όχι εάν είναι δεξιοί, κεντρώοι,κεντροαριστεροί, ή αριστεροί. Και η κριτική που πρέπει να τους γίνεται είναι επί του πρακτέου και όχι στη βάση κάποιας υποψίας, ή εικασίας. Αυτή η πολύ απλή προσέγγιση θα μας γλύτωνε από ακραίες απόψεις, μομφές και λιβέλλους που έχουν ακουστεί κατά καιρούς και εντάθηκαν εσχάτως με τις προσωπικές επιθέσεις που δέχθηκε ο πρόεδρος της ΑΔΑΕ.

Διότι, το “ο Ράμμος είναι ΣΥΡΙΖΑ” που προκλητικά λένε κάποιοι θα μπορούσε να διαχυθεί τοξικά σε όλο το εύρος των επιλογών που έχουν γίνει. Θα τεθούν εν αμφιβόλω, για παράδειγμα, μείζονες δικαστικές αποφάσεις του κ. Αθανασίου πριν μεταπηδήσει στη Ν.Δ, θα χαρακτηρισθεί “σημιτικός” ο κ. Μενουδάκος επειδή ήταν επικεφαλής του νομικού γραφείου του πρωθυπουργού (τότε) Κώστα Σημίτη, θα κατηγορηθεί ο κ. Καμίνης για την θητεία του στον “Συνήγορο του Πολίτη” επειδή -θα πουν- την χρησιμοποίησε ως εφαλτήριο για να προσχωρήσει στο ΠΑΣΟΚ και να γίνει δήμαρχος και πάει λέγοντας. Ή, μήπως, η “απουσία” της Προέδρου της Δημοκρατίας σε αρκετά θεσμικώς πολύ σοβαρά που συνέβησαν κατά την θητεία της την καθιστά “νεοδημοκράτισσα”; Βαρέλι χωρίς πάτο…

Ο Χρήστος Ράμμος υπήρξε πρόταση του Ευάγγελου Βενιζέλου (το αποκάλυψε ο ίδιος) στον πρώην πρόεδρο της Βουλής Νίκο Βούτση για την ανάληψη της θέσης του επικεφαλής της ΑΔΑΕ, τον Ιούνιο του 2019. Κάτι που έγινε ομόφωνα, με την πλήρη συνηγορία των βουλευτών της Ν.Δ στην διάσκεψη των προέδρων. Πόσο πιθανό είναι μία πρόταση του πρώην αντιπροέδρου της κυβέρνησης Σαμαρά και ενός εκ των πρωταγωνιστών του αντι-ΣΥΡΙΖΑ μετώπου τα προηγούμενα χρόνια να κατέληξε “συριζαίος” την περίοδο μιας πανίσχυρης διακυβέρνησης της Ν.Δ και με την αξιωματική αντιπολίτευση να ασθμαίνει -όπως λεγόταν- δημοσκοπικά; Εάν είχε άγνοια (προσωπικού) κινδύνου, ίσως θα μπορούσε να συμβεί; Μήπως, όμως, είναι πιθανότερο να έχουμε να κάνουμε με έναν επίμονο ως προς το Σύνταγμα, τους θεσμούς, και τον ρόλο του πρώην δικαστή;

Εν κατακλείδι, υπεράνω κριτικής ουδείς. Είτε είναι η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, είτε υπουργοί που ήταν δικαστές, είτε δικαστές που έγιναν πρόεδροι ανεξαρτήτων αρχών. Προέχει, όμως, η υπεράσπιση των θεσμών και της λειτουργίας του Συντάγματος, όχι όποτε αυτό δεν συμφέρει να εξαπολύουμε επιθέσεις αποδόμησης χαρακτήρα και να απαξιώνουμε πρόσωπα και μέσω αυτού τους ίδιους τους θεσμούς με ένα υπονομευτικό “ε, αυτός είναι ΣΥΡΙΖΑ”, ή “ποιός τον/την πιστεύει, είναι της Ν.Δ”

Σχετικά Άρθρα