Ρουπακιώτης στο libre: Ενδεκάτη Εντολή: Ου ψευδογνωμοδοτήσεις
Ι. Είναι μοναδική η περίπτωση που η νομική κοινότητα στο σύνολό της συμφωνεί ότι η 1/2023 γνωμοδότηση του Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισιδ. Ντογιάκου είναι αντίθετη προς το Σύνταγμα (άρθρ. 19 παρ. 2, άλλως και ΕΣΔΑ), αλλά και απόμακρη από την ερμηνεία των σχετικών με τη διασφάλιση του απορρήτου των επικοινωνιών διατάξεων.
Υπάρχουν και εξαιρέσεις. Αναμένουμε ακόμη και τις απόψεις των δικαστικών ενώσεων, που μένουν άλαλες – όπως συνήθως επιλέγουν – ακόμη και στο μέγιστο αυτό θεσμικό ζήτημα.
Έτσι από τις στιβαρές δηλώσεις του Καθηγητή Γ. Σωτηρέλη (η γνωμοδότηση είναι για τον κάλαθο των αχρήστων) και του Ακ. Καϊδατζή (είναι κείμενο άνευ νομικής αξίας, ή πρέπει δε να παραιτηθεί ο Ισιδ. Ντογιάκος…) μέχρι την κοινή δήλωση πλείστων όσων συνταγματολόγων (Π.Παυλόπουλος, Ν.Αλιβιζάτος, Ε.Βενιζέλος, Ι.Δρόσος, κ.ά.) καθώς και του Δ.Σ.Α., ότι πρόκειται για ατόπημα του Εισαγγελέα η γνωμοδότηση του αυτή, γι’ αυτό κατά Ε.Βενιζέλο πρέπει να ανακληθεί, ένα είναι το συμπέρασμα: Το κείμενο του Εισαγγελέα Ισιδ. Ντογιάκου στερείται από την παραμικρή νομική αξία. Ή δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια ψευδογνωμοδότηση, παράδειγμα προς αποφυγή για τους σημερινούς ή επομένους εισαγγελείς όποιας ιεραρχικής θέσης.
ΙΙ. Ο Ισιδ.Ντογιάκος είναι έμπειρος Εισαγγελέας και, όπως λένε οι γνωρίζοντες, πρέπει να είναι και καλός νομικός, κατά συνέπεια δεν είναι δυνατό να μην γνώριζε μεταξύ άλλων: α. ότι το Σύνταγμα είναι αυτό που δίνει νομική ενάργεια στον κοινό νόμο και όχι το αντίθετο, β. ότι το δικαίωμα διασφάλισης του απορρήτου των επικοινωνιών προικοδοτείται από το Σύνταγμα ως απόλυτο, γι’ αυτό και η ανεξάρτητη αρχή, ΑΔΑΕ, δίνοντας μόνο λόγο στη Βουλή, έχει καθοριστικό για την προστασία του προορισμό και με αυξημένες αρμοδιότητες, που κατισχύουν και των όποιων εισαγγελικών παραγγελιών, όχι όμως των δικαστικών αποφάσεων, γ. ότι και με τον πρόσφατο νόμο 5002/2022, δεν καταργήθηκε το αποκλειστικό δικαίωμα της ΑΔΑΕ να ελέγχει τους παρόχους για την διαπίστωση τήρησης της νομιμότητας κατά την άρση του απορρήτου των επικοινωνιών (βλ. άρθρο 6 Ν. 3115/2003) και ότι άλλο ζήτημα είναι η δέσμευσή της να μην πληροφορεί τους ενδιαφερόμενους για τα στοιχεία παρακολούθησής τους, μέχρι να κριθεί η συνταγματικότητά πρόσφατου νόμου, δ. ότι η ΑΔΑΕ έλεγχε θεσμικά την ΕΥΠ, η οποία δεν είναι ανεξέλεγκτη βέβαια, ε. ότι η κυβέρνηση σκοπίμως δεν εκδίδει την ΚΥΑ Υπουργών Τσιάρα και Πιερρακάκη για την παραχώρηση ηλεκτρονικών αρχείων στην ΑΔΑΕ, για να έχει τη δυνατότητα ελέγχου και παρακολουθήσεων, στ. ότι ο Εισαγγελέας ΑΠ δεν δικαιούται να γνωμοδοτεί, όταν, ακόμη και εάν πρόκειται για γενικότερου ενδιαφέροντος ζήτημα, έχουν ήδη επιληφθεί οι αρμόδιες αρχές, ζ. ότι οι πάροχοι είναι υποχρεωμένοι να χορηγήσουν τα στοιχεία παρακολουθήσεων στην ΑΔΑΕ, αν δε αρνηθούν αυτοί την χορήγηση των στοιχείων, η ΑΔΑΕ μπορεί να επιβάλει πρόστιμα με απόφασή της, κατά των οποίων αυτοί μπορούν να προσφύγουν στο Σ.τ.Ε.
Δεν δικαιούμαι να ισχυριστώ ότι αυτά αγνοούσε ο Εισαγγελέας του Α.Π.. Για το λόγο αυτόν η συναξιολόγηση της γνωμοδότησής του αυτής με την πρόσφατη ομιλία του στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, κατά την οποία συνέστησε να υποστούν φορολογικό έλεγχο εκείνοι οι εκδότες – ή εκείνος;- που αποκάλυψαν την συνταγματική παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών, αντί, ως όφειλε, να προβεί στις αναγκαίες και κατά τις θεσμικές δυνατότητές του ενέργειες για αποκάλυψη των υπαιτίων για την παραβίαση του απορρήτου των επικοινωνιών, ή ότι μέχρι σήμερα δεν έχει ανατεθεί η σχετική έρευνα σε ανώτατο εισαγγελικό λειτουργό, αλλά υπάρχει διασπορά των περιπτώσεων σε διάφορους εισαγγελείς, νομίζω ότι μας υποχρεώνει να εντάξουμε και την γνωμοδότηση του Ισιδ. Ντογιάκου στη συνολική συνδρομή που παρέχεται στην πρωθυπουργική – κυβερνητική πολιτική ως προς την κάλυψη ευθυνών και όχι την αποκάλυψη των υπαιτίων.
Έτσι με άλλα λόγια ο λόγος του Εισαγγελέα Α.Π. δεν αποτελεί τίποτε άλλο από συμφραζόμενο του ιδεολογικού – πολιτικού λόγου του κυβερνώντος κόμματος, όπως αυτό εννοιοποιείται από τον Πρωθυπουργό.
Το σημαντικότερο ζήτημα είναι ότι σε αντίθεση με κάποιους – ελάχιστους – που ισχυρίζονται, για να προσφέρουν τη συνδρομή τους στην κυβέρνηση, ότι το ζήτημα είναι δήθεν νομικό, πιστεύω ότι με τη γνωμοδότηση του Ισιδ. Ντογιάκου προκλήθηκε ένα ακόμη πλήγμα σε βάρος της δημοκρατίας. Πλήγμα σε βάρος της αξιοπιστίας της δικαστικής εξουσίας, σαν να μην έφτανε η πρωτοφανής δήλωση του Υπουργού Δικαιοσύνης, ότι η υπόθεση NOVARTIS πρέπει να τεθεί στο αρχείο, ενώ βρισκόταν σε δικαστική διερεύνηση, ή η δήλωση του Υπουργού Ανάπτυξης, ότι ήταν λάθος το βούλευμα του Ειδικού Δικαστικού Συμβουλίου που έκρινε αθώα την Εισαγγελέα Ελ.Τουλουπάκη, ή ο καταιγισμός καταγγελιών, ύβρεων κατά της ίδιας και των επίκουρων εισαγγελέων Ντζούμα και Μανώλη, ή η κατηγορία από το Βήμα της Βουλής από τον Πρωθυπουργό της χώρας για συμμορίτες δημοσιογράφους- ενώ αυτοί κρίνονταν ακόμη από τις αρμόδιες δικαστικές αρχές.
Πέραν αυτών με την ψευδογνωμοδότηση του Ισιδ. Ντογιάκου, επιχειρείται να πληγούν οι ανεξάρτητες διοικητικές αρχές, που χαρακτηρίζονται ως αντίβαρα στην άσκηση της κεντρικής εξουσίας, στο μέτρο βέβαια που και αυτές αποδεικνύουν τον θεσμικό τους προορισμό (αρνητικό παράδειγμα το ΕΣΡ) και παρά την παντί τρόπω απόπειρα της κυβέρνησης να τις απαξιώσει (π.χ. μεθοδεύσεις σε βάρος της ΑΔΑΕ).
Τέλος, ίσως η γνωμοδότηση του Ισιδ. Ντογιάκου αναδεικνύει μια πραγματικότητα. Ότι ο αυταρχισμός στην άσκηση εξουσίας ενισχύεται. Το κράτος δικαίου, η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης προβάλλονται για να επικαλύψουν τις επιβουλές σε βάρος τους.
Αντώνης Ρουπακιώτης – Δικηγόρος