100 χρόνια από την ίδρυση της ΕΣΣΔ – Το γεγονός που καθόρισε αποφασιστικά την ιστορία του 20ου αιώνα
Στις 30 Δεκεμβρίου συμπληρώθηκε ένας αιώνας από την ίδρυση της Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών το 1922, ένα γεγονός που καθόρισε αποφασιστικά την ιστορία του 20ου αιώνα.
Στη σοβιετική Ρωσία και εν συνεχεία στην ΕΣΣΔ επιχειρήθηκε το πρώτο πείραμα μιας μη καπιταλιστικής σχεδιασμένης οικονομικής ανάπτυξης στην ιστορία, δημιουργήθηκε το πρώτο κοινωνικό κράτος παγκοσμίως, με φροντίδα «από τη γέννηση μέχρι τον θάνατο» και με καθιέρωση της δωρεάν περίθαλψης και εκπαίδευσης όλων των πολιτών και του δικαιώματός τους στην εργασία, ενώ αναγνωρίστηκε για πρώτη φορά στην ιστορία η πλήρης ισοτιμία των γυναικών (και το δικαίωμα στην έκτρωση) όπως και το δικαίωμα των εθνών στην αυτοδιάθεση.
Η Ρωσική Επανάσταση και το δημιούργημά της, η Σοβιετική Ένωση, έβαλε επίσης τη βάση για την εκβιομηχάνιση (σε χρόνο ρεκόρ, αλλά και με μεγάλες διαστρεβλώσεις, παραμορφώσεις και σπατάλες) μιας εν πολλοίς αγροτικής χώρας, αλλά και για την εκπαίδευση ενός πληθυσμού, που ήταν στη συντριπτική του πλειοψηφία αγράμματος το 1917.
Δημιούργησε έτσι τις προϋποθέσεις για τη νίκη επί της ναζιστικής Γερμανίας και διευκόλυνε αντικειμενικά (αν και δεν ενεθάρρυνε, άλλη ήταν η συμβουλή της Μόσχας) την επανάσταση του Μάο στην Κίνα και τις επαναστάσεις των αποικιών μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, συγκρατώντας και σπάζοντας το μονοπώλιο της αμερικανικής ισχύος, περιλαμβανομένης και της κατάκτησης της πυρηνικής ισοτιμίας με τις ΗΠΑ, που υπήρξε ένα τεράστιο κατόρθωμα. Εμπόδισε και συνεχίζει να εμποδίζει την Ουάσινγκτον να πραγματοποιήσει την αληθινή της επιδίωξη, που είναι η επιβολή μιας αμερικανικής δικτατορίας σε όλη την υφήλιο.
(Ας το σημειώσουμε γιατί αφορά τους Έλληνες: ο υπερδεξιών, αντικομμουνιστικών κατά τα άλλα απόψεων στρατηγός Γρίβας, στρατιωτικός ηγέτης της ΕΟΚΑ, αναγνωρίζει στα απομνημονεύματά του ότι μόνο η ΕΣΣΔ και οι σοσιαλιστικές χώρες στήριξαν τον αγώνα των Κυπρίων για την αυτοδιάθεσή τους).
Για τον ηγέτη της Επανάστασης και εν συνεχεία της ΕΣΣΔ Βλαδίμηρο Λένιν, η Ρωσική Επανάσταση ήταν στην ουσία της μια δημοκρατική επανάσταση, μια προσπάθεια δηλαδή να γίνουν κυρίαρχες οι υποτελείς τάξεις των εργατών και αγροτών, που παρήγαγαν τον εθνικό πλούτο και είχε νόημα, δεδομένου μάλιστα του καθυστερημένου χαρακτήρα της χώρας, μόνο στο πλαίσιο ενός παγκόσμιου κινήματος για τον σοσιαλισμό, κάτι που ο ιδρυτής της ΕΣΣΔ υπογραμμίζει σε όλα τα γραπτά του από το 1917, όταν ήρθε από την εξορία στη Ρωσία, μέχρι τον θάνατό του. Οι διάδοχοί του βέβαια εγκατέλειψαν στη θεωρία και στην πράξη αυτή την άποψη, λανσάροντας το σύνθημα «Σοσιαλισμός σε μια και μόνη χώρα» με αποτελέσματα πολύ δυσάρεστα στη Γερμανία το 1933, στην Κίνα το 1927, στην Ισπανία το 1936-39 και αργότερα.
Η Ρωσική Επανάσταση έθεσε μεγάλα παγκόσμιας σημασίας ερωτήματα και προβλήματα, που δεν μπορούσε όμως και να λύσει στο στενό εθνικό πλαίσιο που κινούνταν. Η οικονομική και πολιτιστική καθυστέρηση της ΕΣΣΔ σε συνδυασμό με την απομόνωσή της, αλλά και την απειρία των Μπολσεβίκων με τα αναπόφευκτα λάθη τους, αφού πρώτοι στην ιστορία προσπαθούσαν να ανοίξουν έναν τέτοιο δρόμο, μεταξύ των οποίων η υπερεξιδανίκευση του κόμματος, ιδίως ενός κόμματος στην εξουσία, υπήρξαν οι βασικοί συντελεστές για την εμφάνιση του φαινομένου του Σταλινισμού, που έφτασε στο απόγειό του την περίοδο της Μεγάλης Τρομοκρατίας (1936-39), εξοντώνοντας όλη την παλιά φρουρά των Μπολσεβίκων, αυτών που έκαναν την Επανάσταση, περιλαμβανομένης και της ηγεσίας του Κόκκινου Στρατού και των υπηρεσιών ασφαλείας, αμαυρώνοντας την ιδέα του σοσιαλισμού, προκαλώντας μια τεράστια ηθική και «ανθρωπολογική» – αν μας επιτρέπεται να εισάγουμε ένα τέτοιο όρο – ζημιά και θέτοντας τις βάσεις της κατάρρευσης του 1991.
Με την έννοια ότι το φαινομενικά πανίσχυρο σοβιετικό κράτος συνοδευόταν από μια πολύ αδύνατη κοινωνία, από την κατάργηση της πολιτικής, από μια πλήρως αλλοτριωμένη κοινωνία, εντελώς αποξενωμένη από τη διαχείριση της εξουσίας, που ήταν το πραγματικό νόημα του σοσιαλισμού κατά τους κλασικούς του Μαρξισμού, του ίδιου του Λένιν περιλαμβανομένου. Η σοβιετική έννοια του σοσιαλισμού ταυτίστηκε απλώς με την έννοια της κρατικής παντοδυναμίας και της κρατικής διαχείρισης της οικονομίας και της κοινωνίας, μια ιδέα που δεν έχει μεγάλη σχέση με τις αντιλήψεις του μαρξισμού. Και σήμερα ακόμα, στον πρώην σοβιετικό χώρο, οι δυνάμεις που αναφέρονται στον σοσιαλισμό, τείνουν να τον αντιληφθούν συχνά ως απλά και μόνο κρατισμό.
Έτσι, το 1991, από τη μια έχουμε την εμφάνιση μιας ηγεσίας που δεν έχει καμία έμμεση ή άμεση βιωματική σχέση με την περίοδο της Επανάστασης, αλλά και συνείδηση των ίδιων των λόγων ύπαρξης της ΕΣΣΔ (ίσως ο Αντρόποφ απετέλεσε την τελευταία ευκαιρία για μια σοσιαλιστική μεταρρύθμιση της ΕΣΣΔ), με ένα Κομμουνιστικό Κόμμα του οποίου ο μηχανισμός της Κεντρικής Επιτροπής (κατά την ομολογία ενός στελέχους του) είναι το πιο αντικομμουνιστικό τμήμα όλης της ΕΣΣΔ και εκφράζει την επιθυμία ενός τμήματος των διοικούντων να γίνουν καπιταλιστές και την έλξη που τους ασκεί η καπιταλιστική Αμερική.
Όσο για τη σοβιετική κοινωνία δεν είχε κάν συνείδηση των βασικών διακυβευμάτων: το επίπεδο της πολιτικής της συνείδησης μπορούμε όχι άδικα να το χαρακτηρίσουμε ως τραγικό, εξ ού και δεν μπόρεσε να προτάξει σοβαρή, άξια λόγου αντίσταση στην κατεδάφιση όλων των κοινωνικών και άλλων επιτευγμάτων της Επανάστασης και της σοβιετικής εποχής, στη διάλυση της χώρας και στη λεηλασία της από μια συμμαχία με τη Δύση του τμήματος της γραφειοκρατίας και του υπόκοσμου που απέβλεπαν στη μετατροπή τους σε ιδιοκτήτρια τάξη. Στο τέλος του βίου της ΕΣΣΔ, τον Δεκέμβριο του 1991, μαζεύτηκαν καμιά εκατοστή διαδηλωτές να διαμαρτυρηθούν στην Κόκκινη Πλατεία. Η Σοβιετική Ένωση είχε ηττηθεί πολύ προτού πέσει και ήταν η ίδια η ηγεσία της που την είχε νικήσει.
Μετά, ήρθε η ώρα του Γέλτσιν (επίσης πρώην μέλους του Πολιτικού Γραφείου του ΚΚΣΕ) να ολοκληρώσει την καταστροφή. Ο ρόλος της Ρωσίας ήταν πρωταγωνιστικός στη διάλυση της ΕΣΣΔ, σοβαρότερος από τους περιφερειακούς εθνικισμούς. Αλλά η εχθρότητα των λεγόμενων «Δημοκρατών» προς την ΕΣΣΔ έβρισκε απήχηση και στους υποτιθέμενους αντιπάλους τους, τους σκληροπυρηνικούς Ρώσους εθνικιστές της Σοβιέτσκαγια Ρασία και της Ντεν, που διαμαρτύρονταν, γιατί η Ρωσία πλήρωνε για τις περιφερειακές δημοκρατίες.
Η αντίθεση των τελευταίων προς τον φιλοδυτικό προσανατολισμό των Δημοκρατών, περιείχε όλο και λιγότερο κοινωνικό στοιχείο, στηριζόταν κυρίως, αν όχι αποκλειστικά, στον ρωσικό εθνικισμό. Μόνο που η ΕΣΣΔ και η Ρωσία δια της ΕΣΣΔ, υπήρξαν και μεγαλούργησαν, γιατί συνέδεσαν το κοινωνικό στοιχείο (τον σοσιαλισμό) με το εθνικό, με την αναβαθμισμένη θέση του όλου σοβιετικού χώρου στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας, τουλάχιστον συγκρινόμενου με την περιφέρεια της ανθρωπότητας, που αποτελεί και τη μεγάλη πλειοψηφία της.
Στις συνθήκες αυτές, και παρόλο που η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού αντιτάχθηκε, στο δημοψήφισμα του Μαρτίου 1991, στη διάλυση της ΕΣΣΔ, αυτή πραγματοποιήθηκε τελικά τον Δεκέμβριο εκείνης της χρονιάς, περίπου με ένα πραξικόπημα των Προέδρων της Ρωσίας, της Ουκρανίας και της Λευκορωσίας και, δεν έχω καμία αμφιβολία, υπό τη γενική επίβλεψη των δυτικών μυστικών υπηρεσιών.
Το 1917 και τα χρόνια που ακολούθησαν ο Λένιν κατάφερε να συγκρατήσει σε μια ενιαία κρατική δομή το μεγαλύτερο μέρος της τότε Ρωσικής Αυτοκρατορίας (σε αντίθεση π.χ. με ότι έγινε με την Αυστροουγγρική και την Οθωμανική Αυτοκρατορία). Το πέτυχε γιατί – παρά τα όποια σφάλματα των Μπολσεβίκων – συνδύασε ένα νέο όραμα κοινωνικής ισότητας -επανέκδοση και «επικαιροποίηση» σε μεγάλο βαθμό του κλασικού τρίπτυχου της Γαλλικής Επανάστασης «Ελευθερία, Ισότητα, Αδελφότητα» – με την υπόσχεση ελευθερίας και αυτοδιάθεσης στις περιφερειακές εθνότητες της Αυτοκρατορίας, που τις κατέστησε συμμάχους και όχι αντιπάλους της Ρωσίας. Αυτά ενοποίησαν τον χώρο, του έδωσαν ένα όραμα συσπείρωσης, αλλά και προσέφεραν στην ΕΣΣΔ ένα κολοσσιαίο διεθνές πολιτικό κεφάλαιο, αφού, για εκατομμύρια ανθρώπων σε όλο τον κόσμο απετέλεσε πηγή ελπίδας, τη δική τους τρόπον τινά πατρίδα. Αυτό το κύρος διατηρήθηκε και στη Δύση έως τις επεμβάσεις στην Ουγγαρία (1956) και την Τσεχοσλοβακία (1968), και στον Τρίτο Κόσμο μέχρι το τέλος, αφού γι’ αυτόν και για τα προβλήματά του το σοβιετικό καθεστώς αντιπροσώπευε πάντα μια σχετική, αλλά πολύ πραγματική πρόοδο και ένα δυνητικό στήριγμα απέναντι στη δυτική αποικιοκρατία και νεοαποικιοκρατία.
Το 1917 όμως ήταν μια επανάσταση, το 1989-91 ήταν μια αντεπανάσταση που μεταμφιέστηκε σε επανάσταση. Η ιθύνουσα σοβιετική νομενκλατούρα – ή τουλάχιστο ένα κρίσιμο μέρος της – πρωταγωνίστησε στην κατεδάφιση, στο «πάμε στη Δύση όσο πιο γρήγορα μπορούμε», λεηλατώντας στο μεταξύ μια γιγαντιαία δημόσια περιουσία και κατεδαφίζοντας ένα από τα πρώτα κοινωνικά κράτη, κράτος πρόνοιας, που φτιάχτηκαν στον κόσμο.
Ο τωρινός πόλεμος στην Ουκρανία είναι, υπό μία έννοια, η συνέχεια, το σχεδόν αναπότρεπτο αποτέλεσμα της διάλυσης της ΕΣΣΔ, του τρόπου που αυτή έγινε και της κατεύθυνσης προς την οποία έγινε το 1991. Καθιστά τόσο αυτός, όσο και τα μεγάλα ανοιχτά ζητήματα στις σχέσεις των πρώην σοβιετικών Δημοκρατιών, αλλά και αυτών με τις μειονότητές τους (π.χ. Ναγκόρνο-Καραμπάχ, Υπερδνειστερία) εξαιρετικά επίκαιρους τους προβληματισμούς για την ΕΣΣΔ, τη δημιουργία και τη διάλυσή της, που δίνουν και παίρνουν τώρα και στη Ρωσία και εκτός αυτής.
Άλλωστε, και το σύνολο των προβλημάτων που έθεσαν στον καιρό τους οι Ρώσοι Μπολσεβίκοι και η Οκτωβριανή Επανάσταση παραμένουν επίκαιρα, ίσως ακόμα περισσότερο στον κόσμο μας. Κι αυτό εξηγεί τον φανατικό χαρακτήρα των συζητήσεων για το σοβιετικό παρελθόν, αφού αυτό χρησιμοποιείται, στη μία ή την άλλη ερμηνεία του, ως εργαλείο έντονης πολιτικής πάλης, που δεν αφορά το παρελθόν, αλλά το μέλλον.
«Η ιστορία είναι απρόβλεπτη», έλεγαν στον καιρό της περεστρόικα και της γκλάσνοστ, εννοώντας όχι την ίδια την ιστορία της, αλλά τις ερμηνείες και τις εκδοχές της, καθώς ανά έξη μήνες τότε άλλαζε η επίσημη εκδοχή της σοβιετικής ιστορίας, καθιστώντας αδύνατες τις εξετάσεις στα σχολεία.
Στην πραγματικότητα, το τι έγινε στην ΕΣΣΔ είναι βασικά γνωστό και λίγα πράγματα προσέθεσαν ακόμα και όσα αρχεία άνοιξαν. Εξετάζοντας όμως τις ιδέες που διατυπώνονται για την ΕΣΣΔ, καταλαβαίνουμε καλύτερα τη στρατηγική των προσώπων και των δυνάμεων που της εκφέρουν.