Η Ιωάννα Μάνδρου υπενθυμίζει στον Ντογιάκο την διαφορά μεταξύ παρακολουθήσεων για εγκλήματα και για…”εθνική ασφάλεια”
Η έμπειρη δικαστική συντάκτρια της “Καθημερινής” Ιωάννα Μάνδρου σχολιάζει τις αναφορές του εισαγγελέα του Αρείου Πάγου Ισίδωρου Ντογιάκου σχετικά με τις παρακολουθήσεις στην περίπτωση του Qatargate και την διάκριση που …ξεχνά με τις επισυνδέσεις μέσω ΕΥΠ.
Γράφει σχετικά στην “Καθημερινή”:
Μιλώντας στους δικαστές και τους εισαγγελείς το περασμένο Σάββατο ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου Ισίδωρος Ντογιάκος, ανάμεσα στα πολλά που ανέφερε, προκαλώντας με ορισμένες αποστροφές του λόγου του και αντιδράσεις, σημείωσε με έμφαση τη δήλωση του Βέλγου εισαγγελέα που χειρίζεται το σκάνδαλο με το Κατάρ, όπου εμπλέκεται και η ευρωβουλευτής Εύα Καϊλή, αλλά και ο σύντροφός της, ιταλικής καταγωγής, Φραντσέσκο Τζόρτζι.
«Χωρίς υποκλοπές δεν αντιμετωπίζεται το έγκλημα», δήλωσε ο εισαγγελέας από το Βέλγιο και ο κ. Ντογιάκος έκρινε σκόπιμο να αναφερθεί στη δήλωσή του, παραπέμποντας κατά πολλούς στην πολιτική συγκυρία με την υπόθεση των παρακολουθήσεων και κατά άλλους στην ουσία της διερεύνησης κρίσιμων και σκοτεινών υποθέσεων.
Σε πολλές περιπτώσεις σοβαρότατων εγκλημάτων, κυρίως με δράσεις οργανωμένου εγκλήματος, οι Αρχές έχουν προβεί σε συντονισμένες παρακολουθήσεις υπόπτων και οι συνομιλίες – αποδείξεις του εγκλήματος, προϊόντα των υποκλοπών, δημοσιεύονται εκτενώς στα μέσα ενημέρωσης, όταν πια οι συμμορίες και τα οργανωμένα κυκλώματα της εγκληματικότητας συλλαμβάνονται.
Το ελληνικό δικαστικό σύστημα αντιμετωπίζει ως υποθέσεις ρουτίνας για χρόνια αιτήματα για παρακολούθηση υπόπτων, που εγκρίνονται με τη διαδικασία της έκδοσης απόφασης από τα αρμόδια δικαστικά συμβούλια.
Η αναφορά Ντογιάκου, λοιπόν, ότι το έγκλημα δεν αντιμετωπίζεται χωρίς υποκλοπές, περιέγραψε την πρακτική που ακολουθούν και στη χώρα μας οι αρμόδιες διωκτικές αρχές, όταν ερευνούν σοβαρά εγκλήματα, για την αποκάλυψη των οποίων η άρση του απορρήτου κρίνεται δικαστικά απαραίτητη.
Οι παρακολουθήσεις των επικοινωνιών για τα σοβαρά εγκλήματα αποτελούν νόμιμη διαδικασία που δεν αμφισβητείται, καθώς πέραν του νόμου που το επιτρέπει, η αναγκαιότητά τους επικυρώνεται πάντα με δικαστική απόφαση.
Ομως, άλλο οι παρακολουθήσεις για τη διακρίβωση σοβαρών εγκλημάτων και την αποκάλυψη της δράσης συμμοριών και οργανωμένων εγκληματικών δράσεων και άλλο η μη νόμιμη παρακολούθηση πολιτών για λόγους που δεν στηρίζονται στη νομιμότητα και πάντως κινούνται στο θολό τοπίο σκοτεινών επιδιώξεων και σκοπιμοτήτων. Για τις παράνομες παρακολουθήσεις πολιτών δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, ότι ισχύει σε όλη την Ευρώπη, όπως και εδώ σε μας, ειδική νομοθεσία που τις απαγορεύει και τιμωρεί τους δράστες τέτοιων εγκλημάτων. Μάλιστα πρόσφατα, πριν από δύο εβδομάδες, στο πλαίσιο της νέας νομοθεσίας που ψηφίστηκε από την κυβέρνηση, τα αδικήματα που σχετίζονται με την παραβίαση του απορρήτου έγιναν –σε σοβαρές περιπτώσεις– κακουργήματα. Οπότε, άλλο οι υποκλοπές και το έγκλημα, όταν οι υποκλοπές είναι προϋπόθεση αντιμετώπισης του εγκλήματος, κι άλλο όταν οι υποκλοπές είναι από μόνες τους έγκλημα και μάλιστα σοβαρό. Απαραίτητες οι διακρίσεις!