Πού ανήκει τελικά η περίφημη Χερσώνα;
Για να δικαιολογήσει την προσάρτηση τεσσάρων ουκρανικών περιοχών, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και η Χερσώνα, η Ρωσία χρησιμοποιεί τα ίδια επιχειρήματα όπως πριν από οκτώ χρόνια, όταν προσάρτησε την Κριμαία.
Στο επίκεντρο των αλλεπάλληλων πολεμικών επιθέσεων και αντεπιθέσεων βρίσκεται η Χερσώνα, η περιφέρεια – κλειδί για την εξέλιξη της πολεμικής σύγκρουσης και του γεωπολιτικού ανάγλυφου. Τυχόν απώλειά της από τους Ουκρανούς θα σημάνει σοβαρή ήττα για τη Ρωσία και, κυρίως, για τον Πούτιν προσωπικά, ο οποίος επενδύει όλες τι ελπίδες του στην πάση διατήρηση αυτής της κομβικής σημασίας που βρίσκεται στα νότια της Ουκρανίας. Ένα πραγματικά στρατηγικό σημείο για τον ρωσικό στρατό.
Για να δικαιολογήσει την προσάρτηση τεσσάρων ουκρανικών περιοχών, μεταξύ των οποίων συμπεριλαμβάνεται και η Χερσώνα, η Ρωσία επικαλείται τα ίδια επιχειρήματα όπως πριν από οκτώ χρόνια, όταν προσάρτησε την Κριμαία, τον Μάρτιο του 2014, τη μονομερή ανακήρυξη της ανεξαρτησίας του Κοσσυφοπεδίου το 2008, αποσπώντας με τρόπο βίαιο και δόλιο τη συγκατάθεση των κατοίκων.
Το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία, ωστόσο, ήταν αντίθετο με το συνταγματικό δίκαιο της Ουκρανίας, το οποίο δεν επιτρέπει τη μονομερή απόσχιση οποιουδήποτε τμήματος της επικράτειάς της.
Οκτώ χρόνια μετά, το σενάριο της Κριμαίας φαίνεται να επαναλαμβάνεται. Η Χερσώνα γίνεται ρωσικό έδαφος με τη διεξαγωγή δημοψηφίσματος, στο πλαίσιο του οποίου οι κάτοικοι αποφαίνονται κατά 87% ότι αποτελεί ρωσικό και όχι ουκρανικό έδαφος.
Με την πρώτη ματιά, θα μπορούσε κανείς να σκεφτεί ότι τα γεγονότα του 2014 και του 2022 διαμορφώνονται στο ίδιο μοντέλο. Εάν, σε στρατηγικό επίπεδο, οι ομοιότητες είναι μεγάλες, αξίζει να σημειωθεί μια σημαντική διαφορά. Πράγματι, σε αντίθεση με την Κριμαία που είχε περάσει στο σύνολό της υπό τον έλεγχο των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων, οι πρόσφατα προσαρτημένες ουκρανικές περιοχές δεν βρίσκονται πλήρως υπό τον έλεγχο της Ρωσικής Ομοσπονδίας.
Ο Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών κινητοποιήθηκε άμεσα και προειδοποίησε για «επικίνδυνη κλιμάκωση». Τονίζοντας τη δέσμευση του ΟΗΕ για την κυριαρχία και την εδαφική ακεραιότητα της Ουκρανίας, είπε ότι τα «λεγόμενα δημοψηφίσματα» – που διεξάγονται κατά τη διάρκεια ενεργού ένοπλης σύγκρουσης, σε κατεχόμενες περιοχές και εκτός του νομικού και συνταγματικού πλαισίου της Ουκρανίας – δεν μπορούν να χαρακτηριστούν γνήσια έκφραση η λαϊκή βούληση.
Είτε στην Κριμαία στο παρελθόν είτε στις περιοχές Ντόνετσκ, Λουχάνσκ, Ζαπορίζια και Χερσώνα στο παρόν, ο λόγος της Ρωσίας βασίζεται στο διεθνές δίκαιο για να δικαιολογήσει τις προσαρτήσεις.
Χθες όπως και σήμερα, επικαλείται την προστασία των ρωσόφωνων πληθυσμών και πιο συγκεκριμένα το δικαίωμα των λαών στην αυτοδιάθεση.
Θεσμικά, αυτή η αιτιολόγηση είναι εξαιρετικά αμφίβολη.
Η αυτοδιάθεση των λαών, που αναγνωρίζεται από τον Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών ως ένας από τους στόχους του ΟΗΕ, έχει στενό πεδίο εφαρμογής. Στο θετικό δίκαιο, αυτό το δικαίωμα μπορεί να το επικαλεστεί ένα κράτος μόνο για τη δημιουργία ενός νέου κράτους.
Επιπλέον, εάν είναι δυνατή η ενσωμάτωση ενός εδάφους σε άλλο έδαφος, είναι ακόμη απαραίτητο οι όροι αυτής της ενσωμάτωσης να μην παραβιάζουν το διεθνές δίκαιο.
Ωστόσο, στην προκειμένη περίπτωση, έχουμε να κάνουμε με τις σοβαρές παραβιάσεις που διαπράχθηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου. Οι παραβιάσεις αυτές έχουν λάβει το χαρακτήρα των εγκλημάτων πολέμου και των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας, τα οποία, μάλιστα, εξετάζονται από το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο.
Η Χερσώνα διαπερνάται, σε κάθε εκατοστό του εδάφους της από τα ρωσικά και τα ουκρανικά στρατεύματα, τα οποία δίνουν τον «υπέρ πάντων αγώνα», με τη διαφορά ότι υπάρχει ένας Ρώσος ιμπεριαλιστής, που «αν χάσει χάνεται», και ένας αμυνόμενος ουκρανικός λαός με αξιοζήλευτα ψυχικά αποθέματα.