ΣτΕ: Παράνομη η κατάργηση δύο μαθημάτων στο Λύκειο από την Κεραμέως
Το Συμβούλιο της Επικρατείας αποφάσισε ότι είναι μη νόμιμη η μείωση και η κατάργηση της διδασκαλίας των μαθημάτων γενικής παιδείας «Πολιτική Παιδεία» στην Α΄ Λυκείου και «Σύγχρονος Κόσμος: Πολίτης και Δημοκρατία» στη Β´ Λυκείου, που έγινε με απόφαση του υπουργείου Παιδείας τον Ιούνιο του 2020.
Σύμφωνα με την απόφαση 1972/2022 απόφαση της επταμελούς σύνθεσης του Γ΄ Τμήματος, τα ωρολόγια προγράμματα, ως προς τα δύο εν λόγω μαθήματα, εκδόθηκαν «μη νομίμως, χωρίς τεκμηρίωση ως προς την τήρηση παιδαγωγικών και επιστημονικών κριτηρίων, παραγνωρίζοντας τα κριτήρια άσκησης της κανονιστικής αρμοδιότητας της διοίκησης».
Παράλληλα έκριναν ότι είναι νόμιμες οι ρυθμίσεις του νόμου 4692/2020, με τις οποίες αντικαταστάθηκε το μάθημα της Κοινωνιολογίας από το μάθημα των Λατινικών ως πανελληνίως εξεταζόμενο μάθημα για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Σύμφωνα με τους συμβούλους Επικρατείας, η επαναφορά της διδασκαλίας του μαθήματος των Λατινικών στο Λύκειο «δικαιολογείται από τη συναγόμενη από τη σχετική διάταξη εκτίμηση του νομοθέτη για τη συμβολή του μαθήματος των Λατινικών στην καλλιέργεια των ανθρωπιστικών σπουδών».
Με αυτό ως δεδομένο, το ΣτΕ έκρινε ότι η νομοθετική πρόβλεψη για την επαναφορά στα ωρολόγια προγράμματα του Γενικού Λυκείου του μαθήματος των Λατινικών στη θέση του μαθήματος «Βασικές Αρχές Κοινωνικών Επιστημών (Κοινωνιολογία, Οικονομική Επιστήμη και Πολιτική Επιστήμη)» έχει έρεισμα τις διατάξεις του νόμου 4692/2020 που όρισαν τα εξεταζόμενα μαθήματα για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση των αποφοίτων Γενικού Λυκείου.
Αναλυτικά η ανακοίνωση του ΣτΕ
Διδασκόμενα μαθήματα και ωρολόγια προγράμματα ημερήσιου και εσπερινού Γενικού Λυκείου: Ενόψει της αντικατάστασης της Κοινωνιολογίας από τα Λατινικά στις εξετάσεις για τις σχολές ανθρωπιστικών σπουδών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, νόμιμη η σχετική τροποποίηση του ωρολόγιου προγράμματος. Μη νόμιμη η κανονιστική απόφαση κατά το μέρος που μειώνει ουσιωδώς τη διδασκαλία μαθημάτων Πολιτικής Παιδείας παραγνωρίζοντας τα επιστημονικά και παιδαγωγικά κριτήρια άσκησης της σχετικής κανονιστικής αρμοδιότητας της Διοίκησης
Από το άρθρο 16 του Συντάγματος συνάγεται η υποχρέωση του Κράτους να λαμβάνει τα κατάλληλα νομοθετικά και διοικητικά μέτρα για την προαγωγή των επιστημών, καθώς και για την οργάνωση και παροχή της εκπαίδευσης των Ελλήνων σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες· δεν μπορεί, ωστόσο, να θεμελιωθεί υποχρέωση του Κράτους για την αναγωγή συγκεκριμένης επιστήμης σε αντικείμενο διδασκαλίας στο πλαίσιο της δημόσιας εκπαίδευσης ή σε αντικείμενο αξιολόγησης για την εισαγωγή των υποψηφίων στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Στον νομοθέτη και την κανονιστικώς δρώσα Διοίκηση εναπόκειται αφενός η επιλογή των επιστημών που θα καταστούν αντικείμενο διδασκαλίας στην πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση και ο τρόπος διδασκαλίας και αξιολόγησης των μαθημάτων και αφετέρου η θέσπιση ή η μεταρρύθμιση του συστήματος επιλογής για τις σχολές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, εφόσον διασφαλίζεται η ισότητα ευκαιριών εισόδου σε αυτήν οποιουδήποτε ενδιαφερομένου και ο αξιοκρατικός τρόπος επιλογής των υποψηφίων.
Η επιλογή, πάντως, των αντικειμένων διδασκαλίας στα ωρολόγια προγράμματα, όπως και η συνολική οργάνωση της πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, θα πρέπει να γίνεται με επιστημονικά και παιδαγωγικά κριτήρια, ώστε να τεκμηριώνεται ότι οι νέες ρυθμίσεις είναι ορθολογικές και όχι περιστασιακές, αποσπασματικές και εξυπηρετικές άλλων σκοπών, μη σχετιζόμενων με τις απορρέουσες από το Σύνταγμα για την ορθολογική οργάνωση της Δημόσιας Διοίκησης αρχές. Κατά την επιλογή δε των αντικειμένων διδασκαλίας δεν θα πρέπει να παραβλέπεται ότι η παιδεία αναγορεύεται από τον συνταγματικό νομοθέτη σε βασική αποστολή του Κράτους, μεταξύ δε των σκοπών της συγκαταλέγονται η ηθική, πνευματική, επαγγελματική και φυσική αγωγή των μαθητών, και ιδίως η διάπλασή τους σε ελεύθερους και υπεύθυνους πολίτες, σκοπός στενά συνυφασμένος με το φιλελεύθερο και δημοκρατικό πολίτευμα που καθιερώνει το Σύνταγμα.
Ενόψει τούτων κρίθηκε ότι καθορισμός των διδασκομένων μαθημάτων και των ωρολόγιων προγραμμάτων συνιστούν ειδικότερο θέμα σε σχέση με το νομοθετικό πλαίσιο οργάνωσης και λειτουργίας του Γενικού Λυκείου που τίθεται με τις διατάξεις του ν. 4186/2013, όπως ισχύουν, οι οποίες, στα πλαίσια και των συνταγματικών προβλέψεων για τους σκοπούς της παιδείας, καθορίζουν τους σκοπούς του Γενικού Λυκείου, (άρθρο 1), τη διάρθρωση των εκπαιδευτικών προγραμμάτων για τις τρεις τάξεις του λυκείου, το σύνολο των διδακτικών ωρών εβδομαδιαίως του κάθε προγράμματος και τις ομάδες προσανατολισμού για τις Β΄ και Γ΄ τάξεις (άρθρο 2 του ν. 4186/2013, όπως ισχύει), καθώς και τα επιστημονικά πεδία, στα οποία κατατάσσονται οι σχολές/τμήματα/κατευθύνσεις των ανώτατων εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, και τον τρόπο πρόσβασης σε αυτά μέσω των ομάδων προσανατολισμού (εξεταστέα μαθήματα) (άρθρο 4 Α του ν. 4186/2013).
Εφόσον δε με τον τρόπο αυτόν διαγράφονται οι βασικές αρχές, στο πλαίσιο των οποίων οφείλει να κινηθεί η Διοίκηση για τον καθορισμό των διδασκόμενων μαθημάτων και των διδακτικών ωρών, εγκύρως κατά το άρθρο 43 παρ. 2 του Συντάγματος παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων να ρυθμίσει τα ζητήματα αυτά.
Περαιτέρω, κρίθηκε ότι οι ρυθμίσεις του άρθρου 7 παρ. 6 του ν. 4692/2020, με τις οποίες αντικαταστάθηκε το μάθημα της Κοινωνιολογίας από το μάθημα των Λατινικών ως πανελληνίως εξεταζόμενο μάθημα για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, δεν υπερβαίνουν τα όρια ευχέρειας που έχει ο νομοθέτης προς καθορισμό του τρόπου αξιολόγησης των υποψηφίων σπουδαστών της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, ούτε αποτελούν ρύθμιση απρόσφορη για την επιλογή, ειδικότερα, των καταλληλότερων υποψηφίων προς εισαγωγή στις σχολές του τριτοβάθμιας εκπαίδευσης του πρώτου Επιστημονικού Πεδίου (Ανθρωπιστικές, Νομικές και Κοινωνικές Επιστήμες).
Και τούτο, διότι η επαναφορά της διδασκαλίας του μαθήματος των Λατινικών στο Λύκειο δικαιολογείται από τη συναγόμενη από τη διάταξη εκτίμηση του νομοθέτη για τη συμβολή του μαθήματος των Λατινικών στην καλλιέργεια των ανθρωπιστικών σπουδών. Το μάθημα αυτό, ως μάθημα κλασικής παιδείας, συμβάλλει θετικά, κατά το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής, στην πολύπλευρη πνευματική ανάπτυξη του ανθρώπου, διδάσκεται στο Ελληνικό Σχολείο αδιαλείπτως από το 1836 και αποτελεί το μοναδικό μη ελληνικό μάθημα αρχαιογνωσίας με σαφή ευρωπαϊκό προσανατολισμό που προάγει τη γνώση των μαθητών για τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, συντελώντας καθοριστικά στην εμπέδωση της ευρωπαϊκής ιδέας, μέσω της γνωριμίας τους με μια γλώσσα και έναν πολιτισμό που αποτελεί βασικό πυλώνα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, με διαρκή και διαχρονική επίδραση.
Με τα ως άνω δεδομένα, οι ρυθμίσεις των προσβαλλόμενων πράξεων περί επαναφοράς στα ωρολόγια προγράμματα του Γενικού Λυκείου του μαθήματος των Λατινικών στη θέση του μαθήματος «Βασικές Αρχές Κοινωνικών Επιστημών (Κοινωνιολογία, Οικονομική Επιστήμη και Πολιτική Επιστήμη)» συνέχονται και έχουν ως έρεισμα τις διατάξεις του άρθρου 7 παρ. 6 του ν. 4692/2020 που όρισαν τα εξεταζόμενα μαθήματα για την εισαγωγή στην τριτοβάθμια εκπαίδευση των αποφοίτων Γενικού Λυκείου.
Με την ίδια απόφαση κρίθηκε, εξάλλου, ότι τα ωρολόγια προγράμματα, κατά το μέρος που περιορίζουν ή καταργούν τη διδασκαλία των μαθημάτων γενικής παιδείας «Πολιτική Παιδεία» στην Α΄ Λυκείου και «Σύγχρονος Κόσμος: Πολίτης και Δημοκρατία» στη Β´ Λυκείου και μάλιστα σε χρόνο κατά τον οποίο και η διδασκαλία της Κοινωνιολογίας έχει αφαιρεθεί εντελώς από τα ωρολόγια προγράμματα του Λυκείου, αφίστανται από τις εκτιμήσεις του νομοθέτη του ν. 4186/2013, ο οποίος, κατά την αιτιολογική έκθεση του νόμου αυτού, είχε θεωρήσει αναγκαία την ενίσχυση της διδασκαλίας μαθημάτων πολιτικής παιδείας, ως μέσο για την προφύλαξη των νέων από φανατισμούς, πολιτικά πάθη και ακρότητες, καθώς και για την προβολή των αξιών της Δημοκρατίας και της κοινωνικής συνοχής που διέρχονται κρίση. Και τούτο χωρίς να προκύπτουν από τα στοιχεία του φακέλου και από τα εκτεθέντα από το Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής στοιχεία τα παιδαγωγικά και επιστημονικά κριτήρια που καθιστούν πρόσφορες τις εν λόγω αλλαγές. Συνεπώς, τα ωρολόγια προγράμματα, κατά το μέρος που αφορά τα εν λόγω μαθήματα, εκδόθηκαν μη νομίμως, χωρίς τεκμηρίωση ως προς την τήρηση παιδαγωγικών και επιστημονικών κριτηρίων, παραγνωρίζοντας τα κριτήρια άσκησης της κανονιστικής αρμοδιότητας της Διοίκησης.