Γιατί η Γερμανία μπλοκάρει το πλαφόν- Η “οδηγία” του Ινστιτούτου Bruegel
Kατά οποιουδήποτε είδους πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου τάσσεται με μελέτη του -που παρουσιάζει το KREPORT- το Ινστιτούτο Bruegel, υποστηρίζοντας ότι όλες οι εκδοχές εγκυμονούν σημαντικούς κινδύνους.
Το πλαφόν μόνο στο ρωσικό αέριο θα μπορούσε να οδηγήσει σε πλήρες κλείσιμο των στροφίγγων από το Κρεμλίνο. Το πλαφόν στο φυσικό αέριο για ηλεκτροπαραγωγή θα μπορούσε να αυξήσει τη ζήτηση του καυσίμου για ηλεκτροπαραγωγή. Και το γενικό πλαφόν –για το οποίο πιέζουν 15 χώρες προεξαρχούσης της Ελλάδας- θα αύξανε τη ζήτηση για φυσικό αέριο γενικά, υπονομεύοντας ταυτόχρονα την ικανότητα της Ευρώπης να προσελκύει τις ποσότητες που χρειάζεται. Αντί πλαφόν, το Bruegel προτείνει η ΕΕ να προχωρήσει σε «δημιουργικές διαπραγματεύσεις» με τους αξιόπιστους προμηθευτές της, με αντικείμενο νέα μακροπρόθεσμα συμβόλαια που θα περιορίζουν τη μεταβλητότητα των τιμών.
Τονίζει επίσης ότι όλες οι επείγουσες παρεμβάσεις στις αγορές ενέργειας πρέπει να πληρούν τρεις όρους: Πρώτον, η προσφορά να καλύπτει τη ζήτηση σε τιμές που δεν καταστρέφουν την ευρωπαϊκή οικονομία. Δεύτερον, να εξασφαλίζεται η προστασία των πιο ευάλωτων καταναλωτών. Και τρίτον, τα μέτρα να μην υπονομεύουν τις επενδύσεις προς την πράσινη μετάβαση, ώστε να μην τεθεί εν αμφιβόλω η ικανότητα της ΕΕ για «διαρθρωτική απεξάρτηση» από τα ορυκτά καύσιμα.
Το Ινστιτούτο θεωρεί ότι τα μέτρα που αποφασίστηκαν στη Σύνοδο των Υπουργών Ενέργειας την περασμένη Παρασκευή (ανάκτηση των εσόδων των ηλεκτροπαραγωγών, έκτακτη εισφορά αλληλεγγύης στους ομίλους ορυκτών καυσίμων, υποχρεωτική μείωση ζήτησης ρεύματος στις ώρες αιχμής) είναι μεν θετικά, αλλά όχι επαρκή. «Ζητούμενο είναι ένα πιο ολοκληρωμένο σχέδιο που θα διασφαλίζει ότι όλες οι χώρες αξιοποιούν στο μέγιστο βαθμό την ευελιξία από την πλευρά της προσφοράς, καταβάλουν ουσιαστικές προσπάθειες να μειώσουν τη ζήτηση για ρεύμα και φυσικό αέριο, κρατούν ανοιχτές τις ενεργειακές τους αγορές και θα «συνενώνουν» τη ζήτηση για φυσικό αέριο ώστε να εξασφαλίσουν καλύτερους όρους από τους προμηθευτές τους. Σε πιο μακροπρόθεσμη βάση, πρέπει να εξεταστούν μέτρα που θα διαχωρίζουν την ενέργεια που παράγεται από ΑΠΕ από αυτή που παράγεται από ορυκτά καύσιμα», καταλήγει η μελέτη. Ανάλογη πρόταση έχει ήδη κατατεθεί –πάλι- από την ελληνική πλευρά, αλλά συνάντησε αντιστάσεις, καθώς αμφισβητεί την αρχιτεκτονική και τη φιλοσοφία του Target Model.
H περίληψη της μελέτης (ολόκληρη εδώ)
Από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, οι τιμές χονδρικής για την ηλεκτρική ενέργεια και το φυσικό αέριο στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχουν αυξηθεί πέντε έως δεκαπέντε φορές, με σοβαρές επιπτώσεις για τα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις. Η κρίση δημιουργεί επίσης προβλήματα ρευστότητας στις ενεργειακές εταιρείες, με κινδύνους μετάδοσης για τον χρηματοπιστωτικό τομέα.
Σε απάντηση, οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν λάβει μια σειρά από ενέργειες. Ορισμένοι έχουν θεσπίσει μέτρα σε επίπεδο λιανικής, ενώ άλλοι έχουν εισαγάγει φόρους απροσδόκητου κέρδους στις εταιρείες ενέργειας. Ορισμένες χώρες έχουν παράσχει ρευστότητα έκτακτης ανάγκης σε ενεργειακές εταιρείες που αντιμετωπίζουν αυξανόμενα κόστη εξασφαλίσεων. Ορισμένες εταιρείες ενέργειας έχουν ακόμη και κρατικοποιηθεί.
Οι προτάσεις επείγουσας επέμβασης θα πρέπει να αξιολογούνται βάσει τριών αρχών. Πρώτον, ο ενεργειακός εφοδιασμός πρέπει να ανταποκρίνεται στη ζήτηση σε τιμές που δεν προκαλούν μεγάλη ζημιά στην ευρωπαϊκή οικονομία. Δεύτερον, οι πιο ευάλωτοι καταναλωτές πρέπει να προστατεύονται. Τρίτον, τα μέτρα πρέπει να συνάδουν με την περίπτωση των επενδύσεων σε ένα βιώσιμο ενεργειακό σύστημα, προκειμένου να διασφαλιστεί η ικανότητα της Ευρώπης να αποσυνδεθεί δομικά από τις εισαγωγές ορυκτών καυσίμων.
Τα ανώτατα όρια της τιμής του φυσικού αερίου έχουν προταθεί ως μέτρο έκτακτης ανάγκης με διάφορες μορφές: ανώτατο όριο μόνο για το ρωσικό φυσικό αέριο, ανώτατο όριο για το φυσικό αέριο που χρησιμοποιείται στην παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, ανώτατο όριο για το σύνολο του φυσικού αερίου χονδρικής. Όλα συνεπάγονται σημαντικούς κινδύνους. Το πρώτο μπορεί να οδηγήσει σε πλήρη διακοπή του ρωσικού φυσικού αερίου στην ΕΕ. Το δεύτερο ενδέχεται να αυξήσει τη ζήτηση φυσικού αερίου από τον τομέα της ηλεκτρικής ενέργειας. Το τρίτο θα μπορούσε να αυξήσει τη ζήτηση φυσικού αερίου και επίσης να υπονομεύσει την ικανότητα της Ευρώπης να προσελκύει τις τόσο αναγκαίες προμήθειες φυσικού αερίου. Αντί να περιορίσει τις τιμές του φυσικού αερίου, η ΕΕ θα πρέπει να συνεργαστεί συλλογικά με εξωτερικούς προμηθευτές φυσικού αερίου και να διαπραγματευτεί νέες μακροπρόθεσμες συμβάσεις με διατάξεις για τον περιορισμό της αστάθειας των τιμών.
Μια πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής του Σεπτεμβρίου 2022 που περιλαμβάνει μείωση της ζήτησης ηλεκτρικής ενέργειας, ανώτατο όριο εσόδων για την υποπεριθωριακή παραγωγή, πληρωμές αλληλεγγύης από εταιρείες ορυκτών καυσίμων και μέτρα στήριξης των καταναλωτών, είναι γενικά θετική, ιδίως επειδή δίνει έμφαση στη μείωση της ζήτησης. Ωστόσο, δεν είναι αρκετό. Ένα πιο ολοκληρωμένο σχέδιο πρέπει να διασφαλίσει ότι όλες οι χώρες θα προωθήσουν κάθε διαθέσιμη ευελιξία από την πλευρά της προσφοράς, θα καταβάλουν πραγματικές προσπάθειες για να μειώσουν τη ζήτηση φυσικού αερίου και ηλεκτρικής ενέργειας, να διατηρήσουν ανοιχτές τις ενεργειακές τους αγορές και να συγκεντρώσουν τη ζήτηση για να επιτύχουν καλύτερη συμφωνία από εξωτερικούς προμηθευτές φυσικού αερίου. Μακροπρόθεσμα, θα πρέπει να εξεταστούν μέτρα για τον διαχωρισμό των αγορών ενέργειας που παράγεται από ανανεώσιμες πηγές και ορυκτά καύσιμα.
Πηγή: K-Report