Οι δόσεις επιστρέφουν – Ο υψηλός πληθωρισμός αλλάζει τις καταναλωτικές μας συνήθειες
Με τον πληθωρισμό στα ύψη και το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών να συρρικνώνεται, σε νέο καταναλωτικό trend εξελίσσεται η υπηρεσία «Αγόρασε τώρα – Πλήρωσε αργότερα (Buy Now Pay Later-BNPL) που επιτρέπει στον καταναλωτή να πραγματοποιεί αγορές με δόσεις από το e-commerce και από φυσικά καταστήματα αλλά να πληρώνει για αυτές σε δεύτερο χρόνο, συχνά άτοκα.
Η υπηρεσία BNPL, ανταποκρινόμενη στις νέες αγοραστικές συνήθειες των καταναλωτών, έχει ξεκινήσει να παρέχεται και στην ελληνική αγορά μέσω fintech εταιρειών που υπόσχονται διευκολύνσεις στην αγορά προϊόντων σε συνεργασία με μεγάλους ομίλους λιανικής.
Τον περασμένο Ιούνιο η σουηδική fintech Klarna επεκτάθηκε στην Ελλάδα με την υπηρεσία «Pay in 3». Με την «Πληρωμή σε 3 δόσεις» οι καταναλωτές που επιλέγουν την Klarna στο ταμείο ενός συνεργάτη λιανικής μπορούν να χωρίσουν τις αγορές τους σε τρεις άτοκες δόσεις οι οποίες εξοφλούνται κάθε 30 ημέρες από τη στιγμή της αγοράς. Με αυτόν τον τρόπο, οι καταναλωτές μπορούν να κατανείμουν το κόστος των αγορών τους ομοιόμορφα και να παραλάβουν το προϊόν πριν πληρώσουν ολόκληρο το ποσό. Οι μηνιαίες πληρωμές απλώς χρεώνονται στην κανονική χρεωστική κάρτα του καταναλωτή ενώ δεν υπάρχουν «κρυφές» χρεώσεις.
To Public είναι ο πρώτος omni-retailer στην Ελλάδα που προσφέρει την ευέλικτη επιλογή πληρωμής της Klarna στην Ελλάδα, μαζί με άλλους γνωστούς διεθνείς και Έλληνες λιανέμπορους όπως η H&M, η Cosmos Sport, το Spitishop κ.ά. Επιπλέον, η Public Group εντάχθηκε στον τελευταίο γύρο χρηματοδότησης 800 εκατ. δολ. της Klarna ως στρατηγικός επενδυτής, προωθώντας περαιτέρω την επέκταση της Klarna στην ελληνική αγορά.
Παράλληλα, η Klarna προχώρησε σε συνεργασία με τη Viva Wallet που δίνει τη δυνατότητα ενσωμάτωσης των ευέλικτων μεθόδων πληρωμής της Klarna στα ηλεκτρονικά καταστήματα αλλά και στα POS των φυσικών καταστημάτων στις λιανεμπορικές επιχειρήσεις σε Ελλάδα, ΕΕ και Ηνωμένο Βασίλειο.
Αντίστοιχες υπηρεσίες BNPL προσφέρει στην ελληνική αγορά η βουλγαρική ΤΒΙ Bank, η οποία έχει ήδη προχωρήσει σε συνεργασία με ένα ευρύ δίκτυο φυσικών καταστημάτων, e-shops και marketplaces προσφέροντας στον καταναλωτή τη δυνατότητα πληρωμής σε 4 δόσεις, χωρίς πιστωτική κάρτα και χωρίς επιπλέον χρεώσεις. Συγκεκριμένα, συνεργάζεται με την Electronet, την Hellas Direct το Spotawheel κ.ά . Σημειώνεται ότι η Skroutz μέσω συνεργασίας με την ΤΒΙ Bank, παρέχει στους καταναλωτές τη δυνατότητα να αποκτήσουν άμεσα τα προϊόντα που επιθυμούν, αξίας από 20 έως 300 ευρώ και να αποπληρώσουν αργότερα με 4 δόσεις και 0% επιτόκιο, χωρίς πιστωτική κάρτα και μέσα από μία digital και γρήγορη διαδικασία.
Στο ίδιο πλαίσιο, η ελληνική startup Finloup δίνει την δυνατότητα στους καταναλωτές να πραγματοποιούν τις αγορές τους με δόσεις χωρίς να απαιτείται η χρήση πιστωτικής κάρτας και χωρίς κρυφές χρεώσεις, εύκολα, γρήγορα, ψηφιακά και με ασφάλεια. Η Finloup έχει λανσάρει ήδη από πέρυσι υπηρεσίες BNPL στην ελληνική αγορά παρέχοντας τη δυνατότητα πληρωμής σε 4 άτοκες δόσεις και έχοντας κλείσει συμφωνίες με περισσότερες από 80 αλυσίδες και επιχειρήσεις, μεταξύ των οποίων οι αλυσίδες Admiral Sports και Funky Buddha.
Το νέο προφίλ του Έλληνα καταναλωτή
Πώς έχει αλλάξει όμως ο Έλληνας καταναλωτής και οι αγοραστικές του συνήθειες τα δύο τελευταία χρόνια; Όπως εξηγεί μιλώντας στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Θάνος Μαύρος, Εταίρος, Συμβουλευτικές Υπηρεσίες ΕΥ Ελλάδος, Επικεφαλής Τομέα Καταναλωτικών Προϊόντων και Λιανεμπορίου της EY στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, την τελευταία διετία, βιώσαμε, σε ολόκληρο τον κόσμο, δύο αλλεπάλληλα «σοκ»: Αρχικά την πανδημία, με τα πολύμηνα lockdowns και την κοινωνική αποστασιοποίηση που επέβαλε και στη συνέχεια, την αβεβαιότητα που προκάλεσε ο πόλεμος της Ουκρανίας, σε συνδυασμό με τη ραγδαία αύξηση του πληθωρισμού. Την ίδια ώρα, οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης δεν αποτελούν προβλέψεις για το μέλλον, αλλά ορατή πραγματικότητα. Ο εξελίξεις αυτές αλλάζουν δραστικά τις συνήθειες, τις προτεραιότητες, αλλά και τις αξίες και τις προσδοκίες των καταναλωτών, πράγμα που καταγράφεται με σαφήνεια στην έρευνα της EY «Future Consumer Index Ελλάδα 2022».
«Από τις πολλές, διαφορετικές τάσεις που αναδεικνύει η έρευνα, σημειώνω τις πιο σημαντικές: Η πρωτόγνωρη εμπειρία του COVID, οδηγεί πολλούς καταναλωτές σε έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής. Παράλληλα, η ανησυχία για το μέλλον του πλανήτη δίνει ώθηση σε πιο βιώσιμες επιλογές, αλλά και σε πιο υπεύθυνη καταναλωτική συμπεριφορά. Ωστόσο, η εκτίναξη του κόστους ζωής, οδηγεί σε μια αβεβαιότητα για το μέλλον και στην ανάγκη περιορισμού των δαπανών. Προσθέστε σε αυτά τη μαζική στροφή στο ηλεκτρονικό εμπόριο και την αποστασιοποίηση των καταναλωτών από τα brands και καταλαβαίνετε ότι είμαστε αντιμέτωποι με την τέλεια καταιγίδα» τονίζει ο κ. Μαύρος.
Όπως αναφέρει ο ίδιος, η αύξηση των τιμών, κυρίως της ενέργειας και των τροφίμων, οδηγούν τους καταναλωτές σε περιστολή των δαπανών τους. Για τους Έλληνες, οι οποίοι, εξάλλου, μόλις άφησαν πίσω τους μια δεκαετία λιτότητας, η τάση αυτή είναι έντονη. Ποσοστό 70% των ερωτώμενων, από 60% πέρυσι, αναφέρουν ότι ξοδεύουν λιγότερα χρήματα σε προϊόντα που δεν είναι πρώτης ανάγκης και 51%, από 43% πέρυσι, ότι αγοράζουν μόνο τα απαραίτητα. Την ίδια ώρα, 78% των Ελλήνων καταναλωτών, αναφέρουν ότι η τιμή είναι σήμερα πιο σημαντικό κριτήριο, σε σχέση με την περίοδο πριν την πανδημία. Η τάση προς μειωμένες τιμές είναι εντονότερη στα είδη πολυτελείας και τη διασκέδαση εκτός σπιτιού, έχει επεκταθεί, όμως, και σε είδη για τα οποία οι δαπάνες θεωρούνται πιο ανελαστικές, όπως τρόφιμα, είδη σπιτιού και ατομικής υγιεινής, αλκοολούχα ποτά και καπνικά προϊόντα. Για το μεσοπρόθεσμο μέλλον, η εικόνα διαμορφώνεται κάπως πιο αισιόδοξη, με το ποσοστό όσων προβλέπουν βελτίωση της οικονομικής τους κατάστασης (29%) να συμπίπτει με αυτούς που αναμένουν επιδείνωση.
«Ο Έλληνας καταναλωτής, όπως και οι περισσότεροι καταναλωτές διεθνώς, φαίνεται να υιοθετεί μία συνολική στάση “αναμονής” και “αυτοπεριορισμού”, επιλέγοντας να μειώσει την κατανάλωση, τουλάχιστον προσωρινά, μέχρι να ξεκαθαρίσει το θολό τοπίο και να λήξει η φάση της παγκόσμιας αβεβαιότητας που βιώνει» επισημαίνει ο κ. Μαύρος.
Οι online αγορές ήρθαν για να μείνουν
Εστιάζοντας στο ηλεκτρονικό εμπόριο και τη δυναμική που παρουσιάζει, ο κ. Μαύρος επισημαίνει ότι παρότι υπάρχει μία σταδιακή επιστροφή στα φυσικά καταστήματα (το ποσοστό όσων επισκέπτονται λιγότερο συχνά τα φυσικά καταστήματα μειώθηκε στο 36% από 59% το 2021), είναι σαφές ότι οι online αγορές ήρθαν για να μείνουν. Στη φετινή έρευνα, πάνω από τους μισούς (57%) τοποθετούνται θετικά απέναντι στις διαδικτυακές αγορές, και είναι σημαντικό ότι το ποσοστό αυτό δεν αφορά μόνο τους νέους, αλλά όλες τις ηλικιακές ομάδες και κοινωνικές τάξεις. Όταν ρωτήθηκαν πώς θα κάνουν τις αγορές τους ή θα αναζητήσουν προσφορές κατά το επόμενο μεγάλο εκπτωτικό γεγονός, μόλις 7% απάντησαν «κυρίως ή μόνο σε φυσικά καταστήματα». Ωστόσο, μια ισχυρή μειοψηφία παραμένει επιφυλακτική απέναντι στις διαδικτυακές αγορές, περισσότερο στα τρόφιμα και είδη σουπερμάρκετ και σε μικρότερο βαθμό, στα αγαθά διαρκείας. Είναι θετικό ότι, μετά την απότομη προσαρμογή του 2020-2021, η αγορά φαίνεται να ξεπερνά πολλά από τα αρχικά προβλήματα που προβλημάτιζαν τους καταναλωτές σε σχέση με τις online αγορές. Ιδιαίτερα, οι αργοί χρόνοι παράδοσης και η ασφάλεια των προσωπικών δεδομένων που προβλημάτιζαν πέρσι το 49% και 37% των καταναλωτών αντίστοιχα, ανησυχούν σήμερα μόλις έναν στους πέντε. Εξακολουθούν, όμως, να λειτουργούν αποτρεπτικά το υψηλό κόστος παράδοσης (42%) και η δυσκολία στην αλλαγή προϊόντων (29%).
Από την ίδια έρευνα προκύπτει ότι το 55% των καταναλωτών δηλώνουν ότι περνούν περισσότερο χρόνο στο σπίτι. Τα ζητήματα της υγείας εξακολουθούν να προβληματίζουν τους Έλληνες καταναλωτές, οι ανησυχίες, όμως, έχουν υποχωρήσει σε σχέση με πέρσι, καθώς επισκιάζονται σε μεγάλο βαθμό από τα οικονομικά προβλήματα. Οι ανησυχίες για την υγεία βρίσκονται πλέον στην τρίτη θέση, μετά το κόστος διαβίωσης και τα οικονομικά, ενώ, είναι ενδιαφέρον, ότι η ψυχική υγεία ανησυχεί εξίσου με τη σωματική.
Επίσης, η στάση των Ελλήνων απέναντι στα ζητήματα βιώσιμης ανάπτυξης είναι πιο περίπλοκη. Ένας στους τρεις ερωτώμενους (38%) θεωρεί τη βιώσιμη ανάπτυξη σημαντικό παράγοντα κατά τη λήψη αγοραστικών αποφάσεων σήμερα, ενώ, μακροπρόθεσμα, μέσω των επιλογών τους, δύο στους τρεις (64%) δείχνουν να τους απασχολεί ο περιβαλλοντικός αντίκτυπος των αγορών τους. Δηλώνουν, επίσης, ότι προσπαθούν να εφαρμόσουν οι ίδιοι έναν πιο βιώσιμο τρόπο ζωής, σε αντίστοιχα ποσοστά με το παγκόσμιο δείγμα, αν και αρκετές από τις απαντήσεις τους δε φαίνεται να επιβεβαιώνονται από τα διαθέσιμα στατιστικά στοιχεία. Προβληματίζονται, όμως, για μια σειρά από παράγοντες που τους αποτρέπουν από την αγορά βιώσιμων προϊόντων, όπως – κυρίως – η υψηλή τιμή (74%), αλλά και η αξιοπιστία των πληροφοριών και ισχυρισμών που προβάλλουν σχετικά οι επιχειρήσεις.
Την ίδια στιγμή, η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τους ισχυρισμούς των επιχειρήσεων για τη βιωσιμότητα των προϊόντων τους είναι μία μόνο εκδήλωση της γενικότερης αποδυνάμωσης της σχέσης των καταναλωτών με τις μάρκες, στην οποία οι επιχειρήσεις οφείλουν να δώσουν ιδιαίτερη προσοχή. Σχεδόν οι μισοί συμμετέχοντες στην έρευνα (47%) δηλώνουν, ότι οι μάρκες αποτελούν σήμερα λιγότερο σημαντικό κριτήριο κατά τις αγοραστικές τους αποφάσεις, ενώ το 56% των ερωτώμενων, από 41% πριν έναν χρόνο, αναφέρουν ότι έχουν αλλάξει τα brands που αγοράζουν, είτε για να μειώσουν τα έξοδά τους, είτε γιατί επιλέγουν προϊόντα ιδιωτικής ετικέτας, είτε για να υποστηρίξουν την τοπική οικονομία ή καταστήματα της γειτονιάς τους. Παράλληλα, αλλάζουν δραστικά οι προσδοκίες από τα brands. Οι καταναλωτές δεν απαιτούν, πλέον, μόνο προσιτή τιμή, καλή ποιότητα και εξυπηρέτηση, αλλά και κοινωνικά και περιβαλλοντικά υπεύθυνη συμπεριφορά. Χαρακτηριστικά, το 72% των ερωτώμενων πιστεύουν ότι τα brands πρέπει να συμπεριφέρονται με ηθικό τρόπο και σύμφωνα με τις προσδοκίες της κοινωνίας, ενώ, το 69% θεωρούν ότι η συμπεριφορά μίας επιχείρησης είναι τόσο σημαντική, όσο και τα προϊόντα και οι υπηρεσίες που προσφέρει. Επιπλέον, οι καταναλωτές εμφανίζονται έτοιμοι να «τιμωρήσουν» τα brands που δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες τους, διακόπτοντας ή μειώνοντας τις αγορές τους, ή δημοσιοποιώντας το παράπονό τους, στους φίλους τους, τα social media ή τα ΜΜΕ.