Ευθεία σύγκρουση Βενιζέλου – Μαξίμου: Σκληρή απάντηση στις ειρωνικές αιχμές Γεραπετρίτη
Σε ευθεία σύγκρουση με το Μέγαρο Μαξίμου και προσωπικά με τον Γ.Γεραπετρίτη ήρθε ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Ευ.Βενιζέλος με αφορμή το σκάνδαλο των παρακολουθήσεων.
Το Μέγαρο Μαξίμου αποφάσισε να σηκώσει το γάντι που έριξε με την δριμεία κριτική του για την υπόθεση της “νόμιμης συνακρόασης” του κινητού του Νίκου Ανδρουλάκη, ο πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ και συνταγματολόγος Ευάγγελος Βενιζέλος, πρόσωπο που μόλις πρόσφατα πρότεινε ο ίδιος ο πρωθυπουργός για την Επιτροπή Σοφών του Συμβουλίου της Ευρώπης.
Με μάλλον ειρωνικό τρόπο ο υπουργός Επικρατείας και επίσης καθηγητής πανεπιστημίου Γιώργος Γεραπετρίτης απαντά στον Ευάγγελο Βενιζέλο, με αφορμή τοποθέτηση του τελευταίου, γεγονός που προκάλεσε νέα τοποθέτηση -σκληρότερη- του πρώην υπουργού.
Η θέση Βενιζέλου
Για “Μεγάλων διαστάσεων σφάλμα” κάνει συγκεκριμένα λόγο ο πρώην υπουργός και πρώην πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ, Ευάγγελος Βενιζέλος αναφερόμενος στην δήλωση του Κυριάκου Μητσοτάκη, με την οποία χαρακτήρισε “νόμιμη” την παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη.
Ο κ. Βενιζέλος, τον οποίο και πρότεινε ο Πρωθυπουργός να συμμετέχει στο Συμβούλιο της Ευρώπης ως μέλος της επταμελούς ομάδας υψηλού επιπέδου, άσκησε σφοδρότατη κριτική κατά του κ. Μητσοτάκη, ο οποίος, αν και χαρακτήρισε νόμιμη την παρακολούθηση του προέδρου του ΠΑΣΟΚ, δήλωσε απόλυτος ότι “δεν θα το επέτρεπε”
Ο πρώην υπουργός τόνισε την ανάγκη “να κινηθούν αμέσως τα αρμόδια όργανα της ποινικής δικαιοσύνης”, καθώς πρόκειται για μια “αξιόποινη πράξη”.
Την άποψη ότι χρειάζεται μεν βελτιώσεις το πλαίσιο για τις νόμιμες επισυνδέσεις, χωρίς πολιτικούς συμψηφισμούς και προκρούστεια θεώρηση του Συντάγματος υπερασπίζεται με άρθρο του στο Protagon.gr ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, αποκρούοντας ωστόσο την άποψη του Βαγγέλη Βενιζέλου ότι η παρακολούθηση του κινητού τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη ήταν παράνομη επειδή απαγορεύεται εκ του Συντάγματος.
Το άρθρο του κ. Γεραπετρίτη
Το Σύνταγμα και η άρση απορρήτου των επικοινωνιών
Το θεσμικό πλαίσιο της νόμιμης άρσης απορρήτου θα πρέπει να βελτιωθεί ακολουθώντας τις βέλτιστες πρακτικές αλλοδαπών εννόμων τάξεων. Σε μια εύλογη ισορροπία μεταξύ της διασφάλισης των δικαιωμάτων των πολιτών και της αποτελεσματικής υποστήριξης της εθνικής ασφάλειας. Στη δύσκολη αυτή εξίσωση απαιτείται δημιουργικό και καθαρό πνεύμα. Και σε καμία περίπτωση πολιτικοί συμψηφισμοί και προκρούστεια θεώρηση του Συντάγματος.
Σε κείμενο που ανήρτησε ο καθηγητής Ευάγγελος Βενιζέλος χαρακτήρισε αντισυνταγματική την άρση απορρήτου του κινητού τηλεφώνου του Νίκου Ανδρουλάκη, η οποία έγινε από την Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών για λόγους εθνικής ασφάλειας. Για την πλήρη κατανόηση, επισημαίνω ότι ο κ. Βενιζέλος δεν χαρακτήρισε παράνομη την επισύνδεση επειδή δεν ακολουθήθηκε η προβλεπόμενη διαδικασία ή επειδή δεν συνέτρεχαν εν προκειμένω οι ουσιαστικές προϋποθέσεις εθνικής ασφάλειας. Επικαλέστηκε ότι βουλευτές και ευρωβουλευτές απαγορεύεται εκ του Συντάγματος γενικά και καθ’ ολοκληρίαν να παρακολουθούνται για οποιονδήποτε λόγο.
Με τον τρόπο αυτό αποκλείεται η συζήτηση για τις (αναγκαίες) πρόσθετες ασφαλιστικές δικλείδες, πέρα από την εισαγγελική έγκριση και τον έλεγχο της αρμόδιας συνταγματικής αρχής. Αν κάτι δεν επιτρέπεται γενικά, καμία ασφαλιστική δικλείδα δεν μπορεί να νομιμοποιήσει μια αντισυνταγματική ενέργεια. Ας απομονώσουμε, όμως, τη συζήτηση από τα πολιτικά της χαρακτηριστικά και ας δούμε μόνο τα τεχνικά νομικά. Ο κ. Βενιζέλος στηρίζει το επιχείρημα του περί καθολικής εξαίρεσης βουλευτών (και κατ’ επέκταση ευρωβουλευτών λόγω της ενωσιακής διάταξης του άρθρου 343 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ενωσης σε συνδυασμό με το άρθρο 9 του Πρωτοκόλλου 7) στον συνδυασμό δύο συνταγματικών διατάξεων.
Διάταξη πρώτη: Ο βουλευτής δεν έχει υποχρέωση μαρτυρίας για πληροφορίες που έλαβε κατά την άσκηση των καθηκόντων του (άρθρο 61 παρ. 3).
Διάταξη δεύτερη: Νόμος ορίζει τις εγγυήσεις υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο για λόγους εθνικής ασφάλειας (άρθρο 19 παρ. 1).
Στον συλλογισμό ελλοχεύουν, κατά την άποψη μου, λογικά και ερμηνευτικά σφάλματα που καθιστούν το συμπέρασμα μη υποστηρίξιμο.
Πρώτον, υφίσταται ερμηνευτικό άλμα από την εξαίρεση βουλευτών από την υποχρέωση μαρτυρίας στην καθ’ ολοκληρίαν εξαίρεση από τη νόμιμη άρση απορρήτου. Η σύνδεση των δύο είναι εντελώς αυθαίρετη: η εξαίρεση από την υποχρέωση μαρτυρίας είναι ένα υποκειμενικό/προσωπικό δικαίωμα περιορισμένης έκτασης και αφορά, κατά τη γραμματική της διατύπωση, αποκλειστικά και μόνο τη μαρτυρία. Η επέκταση ώστε να καταλάβει οποιαδήποτε άρση απορρήτου είναι πέρα από κάθε έννοια αιτιώδους συνάφειας. Και, επιπλέον, ενόσω το Σύνταγμα θέλει η προστασία από τη μαρτυρία να αφορά μόνο πληροφορίες που περιήλθαν σ’ αυτόν ή δόθηκαν από αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων του, δηλαδή στο πλαίσιο της πολιτικής και δημόσιας δραστηριότητάς του σύμφωνα με τον ίδιο τον κ. Βενιζέλο, με την αναιτιώδη επέκταση θα φτάναμε στην απόλυτη στεγανοποίηση για οποιαδήποτε πληροφορία, την οποία όμως το Σύνταγμα δεν ήθελε να προστατεύσει.
Δεύτερον, υφίσταται ερμηνευτικό άλμα στην καθολική απαγόρευση μιας ολόκληρης κατηγορίας πολιτών από την άρση απορρήτου για λόγους εθνικής ασφάλειας. Το άρθρο 19 παρ. 1, το οποίο είναι αυτονοήτως ειδικό ως προς την άρση απορρήτου έναντι οποιασδήποτε άλλης διάταξης, δεν εξουσιοδοτεί τον νόμο να εξαιρέσει υποκείμενα αλλά μόνο να θέσει τις «εγγυήσεις» υπό τις οποίες η δικαστική αρχή δεν δεσμεύεται από το απόρρητο. Οι εγγυήσεις αυτές μπορεί να είναι διαβαθμισμένες ανά κατηγορία (για παράδειγμα να προβλέπονται πρόσθετες εγγυήσεις για κρατικούς λειτουργούς), αλλά δεν μπορεί να συνεπάγονται την παροχή καθολικής εξαίρεσης. Αυτό θα ήταν εκτός του γράμματος του Συντάγματος και θα συνιστούσε παρέκκλιση από την αρχή της ίσης μεταχείρισης χωρίς συνταγματικό έρεισμα, παρέχοντας μια αδικαιολόγητη προνομία έναντι των υπολοίπων πολιτών.
Τρίτον, καταγράφεται η λανθάνουσα παραδοχή ότι εξ ορισμού ένας βουλευτής ή ευρωβουλευτής δεν μπορεί να λειτουργεί επί ζημία της εθνικής ασφάλειας και άρα δεν πληρούται η τελολογία της συνταγματικής πρόβλεψης για την άρση του απορρήτου. Πιστεύω ότι αυτή η σκέψη δεν μπορεί με κανένα τρόπο να περάσει τη συνταγματική δοκιμασία. Οχι μόνο διότι θα έπληττε ουσιωδώς το ωφέλιμο αποτέλεσμα της άρσης του απορρήτου αλλά κυρίως διότι οι προνομίες που χορηγεί το Σύνταγμα στο πολιτικό προσωπικό δεν διευρύνονται κατά βούληση για να επιφέρουν μια αενάως ανοιχτή προστασία. Ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Εξαιρέσεις από γενικώς ισχύοντες συνταγματικούς κανόνες, κατεξοχήν υπέρ μελών της εκτελεστικής και της νομοθετικής λειτουργίας, θα πρέπει να ερμηνεύονται στενά. Αυτό δεν συνιστά μόνο ερμηνευτική αρχή του Συντάγματος αλλά και δικαιοπολιτική ανάγκη. Διαφορετικά δημιουργείται ένας χώρος απόλυτης έλλειψης λογοδοσίας και ευθύνης. Και, όπως δυστυχώς απέδειξε η πράξη στο πρόσφατο παρελθόν, η ιδιότητα του βουλευτή δεν σημαίνει άνευ ετέρου και πίστη στη δημοκρατία και τους θεσμούς.
Τέταρτον, λανθάνει επίσης η παραδοχή ότι το νομικό ερώτημα εάν βουλευτές και ευρωβουλευτές απολαύουν απόλυτης προστασίας απορρήτου υπό οποιανδήποτε συνθήκη προέκυψε το πρώτον σήμερα. Οι δύο συνταγματικές διατάξεις περί άρσης απορρήτου και προστασίας βουλευτών από μαρτυρία ισχύουν αυτούσιες από το 1975. Εάν πράγματι υπήρχε η αντίληψη ότι υφίσταται ασάφεια ως προς το εύρος της προστασίας του πολιτικού προσωπικού, ο νομοθέτης θα το είχε επιλύσει, όπως πάντοτε συμβαίνει σε κάθε συνταγματική αμφισημία. Εντούτοις, ο εκτελεστικός νόμος 2225/1994 προβλέπει ειδικά στο άρθρο 3 τις εγγυήσεις για την άρση του απόρρητου των επικοινωνιών χωρίς να διαλαμβάνει καμία απολύτως εξαίρεση για οποιαδήποτε κατηγορία πολιτών.
Ο νόμος αυτός, τον οποίο υπέγραψε ως συναρμόδιος υπουργός ο κ. Βενιζέλος, ισχύει περίπου με το ίδιο περιεχόμενο έως σήμερα. Ούτε, βεβαίως, στο σύγγραμμά του αναφέρει οτιδήποτε σχετικά με την επέκταση της προστασίας των βουλευτών πέρα από την μη υποχρεωτική μαρτυρία. Εάν, όπως διατείνεται ο κ. Βενιζέλος, δεν υπάρχει καν νομιμοφάνεια στην άρση απορρήτου ενός βουλευτή επειδή αυτός αυτονοήτως προστατεύεται συνολικά, είναι απορίας άξιο πως δεν είχε μνημονευθεί η εξαίρεση αυτή στον νόμο και στο σύγγραμμα του. Το θεσμικό πλαίσιο της νόμιμης άρσης απορρήτου θα πρέπει να βελτιωθεί ακολουθώντας τις βέλτιστες πρακτικές αλλοδαπών εννόμων τάξεων. Σε μια εύλογη ισορροπία μεταξύ της διασφάλισης των δικαιωμάτων των πολιτών και της αποτελεσματικής υποστήριξης της εθνικής ασφάλειας. Στη δύσκολη αυτή εξίσωση απαιτείται δημιουργικό και καθαρό πνεύμα. Και σε καμία περίπτωση πολιτικοί συμψηφισμοί και προκρούστεια θεώρηση του Συντάγματος.
Η απάντηση Βενιζέλου
Στη δήλωσή του της 8ης Αυγούστου 2022 ο κ. Μητσοτάκης ανέφερε επί λέξει τα εξής: «Παρότι όλα έγιναν νόμιμα, η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών υποτίμησε την πολιτική διάσταση της συγκεκριμένης ενέργειας. Ήταν τυπικά επαρκής, όμως πολιτικά μη αποδεκτή. Δεν θα έπρεπε να έχει συμβεί, προκαλώντας ρωγμές στην εμπιστοσύνη των πολιτών στις Υπηρεσίες Εθνικής Ασφάλειας. Γιατί αν και αφορούσε προβεβλημένο πολιτικό πρόσωπο, ο χειρισμός της υπήρξε ελλιπής. Ακριβώς γι’ αυτό απομακρύνθηκε αμέσως ο Διοικητής της ΕΥΠ. Ενώ και ο Γενικός Γραμματέας του Γραφείου του Πρωθυπουργού ανέλαβε την αντικειμενική πολιτική ευθύνη.»
Η θέση του κ. Μητσοτάκη είναι λοιπόν ότι η ΕΥΠ παρακολουθώντας τις τηλεφωνικές συνομιλίες του κ. Ανδρουλάκη, ενήργησε «νόμιμα», για την ακρίβεια ότι η ενέργειά της ήταν «τυπικά επαρκής». Όμως, κατά τον Πρωθυπουργό, η ΕΥΠ «υποτίμησε την πολιτική διάσταση της συγκεκριμένης ενέργειας» που ήταν «πολιτικά μη αποδεκτή».
Στη δήλωσή μου της ίδιας ημέρας έθεσα πολλά θεμελιώδη πολιτικά και νομικά ζητήματα, ένα από τα οποία ήταν το κανονιστικό περιεχόμενο του άρθρου 61 παρ. 3 Συντ. που κατοχυρώνει το βουλευτικό απόρρητο. Είπα, για την ακρίβεια τα εξής: «Το βουλευτικό απόρρητο του άρθρου 61 παρ. 3 ως ειδικότερη διάταξη θέτει, απευθείας εκ του Συντάγματος, πρόσθετα ειδικότερα όρια στις κάμψεις του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου που προβλέπονται στο άρθρο 19 παρ.1. Τα άρθρα 8 της ΕΣΔΑ και 7 του ΧΘΔ της ΕΕ, ενισχύουν και δεν απομειώνουν τις εγγυήσεις. Δεν μπορεί να παρακολουθείται βουλευτής ή ευρωβουλευτής και κατά μείζονα λόγο αρχηγός κόμματος για λόγους «εθνικής ασφαλείας» ενδογενείς ή πολύ περισσότερο «εισαγόμενους». Τέτοιες δικαιολογίες είναι εξίσου κακές και βλαπτικές με την πράξη καθεαυτήν. Η θέση του Πρωθυπουργού ότι η παρακολούθηση ήταν τυπικά νόμιμη αλλά πολιτικά εσφαλμένη είναι μεγάλων διαστάσεων σφάλμα. Μπορούν άραγε να παρακολουθούνται πολιτικά πρόσωπα, βουλευτές και αρχηγοί κομμάτων, για λόγους «εθνικής ασφάλειας» εάν το σταθμίσει ο εκάστοτε πρωθυπουργός και το εγκρίνει ένας εισαγγελέας εφετών; Όχι βέβαια. Περιμένω ο Πρωθυπουργός να επανέλθει με σχετική διευκρίνηση.»
Αντί όμως να επανέλθει ο κ. Μητσοτάκης για διευκρίνηση παρεμβαίνει ο (συνάδελφος στο Πανεπιστήμιο και εκλεκτός φίλος) υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, υποστηρίζοντας την άποψη ότι το άρθρο 61 παρ. 3 και το εκεί προστατευόμενο βουλευτικό απόρρητο δεν αποκλείει την παρακολούθηση των επικοινωνιών βουλευτή ( αρχηγού κόμματος, υπουργού, πρωθυπουργού, γιατί όχι του Προέδρου της Δημοκρατίας) για λόγους εθνικής ασφαλείας.
Το επιχείρημά του είναι ότι η εξαίρεση από το καθήκον μαρτυρίας και την υποχρέωση αποκάλυψης των πηγών δεν σημαίνει εξαίρεση του βουλευτή από τη δυνατότητα παρακολούθησής του. Άλλωστε, λέει, τέτοια εξαίρεση δεν προβλέπεται στο ν. 2225/1994 που θέτει το γενικό νομοθετικό πλαίσιο για τις παρακολουθήσεις για λόγους εθνικής ασφαλείας. Μάλιστα υπογράφω και εγώ ως Υπουργός Τύπου τότε μαζί με πολλά μέλη της τελευταίας κυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου το νόμο του 1994.
Προφανώς ο νόμος δεν επαναλαμβάνει τις συνταγματικά προβλεπόμενες εξαιρέσεις. Δεν εξαιρεί, ας το επαναλάβω, ούτε την ΠτΔ, ούτε τον Πρωθυπουργό και τα μέλη της Κυβέρνησης, ούτε τον Εισαγγελέα του ΑΠ. Κατά τη λογική του κ. Γεραπετρίτη ο κ. Κοντολέων με την έγκριση της εισαγγελέως κυρίας Βλάχου θα μπορούσε να παρακολουθεί «νομίμως» όλο το πολιτικό, δικαστικό και επικοινωνιακό σύστημα της χώρας!
Οφείλω για ιστορικούς λόγους να θυμίσω ότι τον Δεκέμβριο του 1994, λίγο μετά την ψήφιση του ν. 2225/1994, ήμουν μεταξύ αυτών που εισηγήθηκαν στον Ανδρέα Παπανδρέου την αναστολή της ποινικής δίωξης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη ενώπιον του Ειδικού Δικαστηρίου περί ευθύνης υπουργών για τις τηλεφωνικές υποκλοπές της υπόθεσης Γρυλλάκη / Μαυρίκη. Πράγματι με διαγγέλματά του την παραμονή της πρωτοχρονιάς του 1995 ο Ανδρέας Παπανδρέου εξήγγειλε την αναστολή της δίωξης του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και την έναρξη της διαδικασίας αναθεώρησης του Συντάγματος.
Στο επιχείρημα λοιπόν αυτό του Γ. Γεραπετρίτη (που κάλυψε δυστυχώς εκ μέρους της κυβέρνησης τον αποπεμφθέντα διοικητή της ΕΥΠ ενώπιον της Επιτροπής Θεσμών και Διαφάνειας) έχει απαντήσει εκ προοιμίου ο ίδιος ο κ. Μητσοτάκης στη χθεσινή δήλωση του στην οποία είπε, δημόσια και επίσημα, ότι αν είχε ερωτηθεί θα ήταν αντίθετος προς την παρακολούθηση των τηλεφωνικών επικοινωνιών ενός ευρωβουλευτή / υποψηφίου αρχηγού του κόμματός του. Γιατί άραγε, θα ήταν αντίθετος ο Πρωθυπουργός; Και για να εκφραστώ νομικά: Θα ήταν νόμιμη η εντολή του Πρωθυπουργού να μη διενεργηθεί παρακολούθηση παρότι η ΕΥΠ προτείνει κάτι τέτοιο για λόγους εθνικής ασφαλείας;
Η δική μου απάντηση είναι ότι η αντίθεση του Πρωθυπουργού θα ήταν νόμιμη λόγω του ειδικού καθεστώτος του βουλευτή, αλλά αυτό η κυβέρνηση δεν θέλει να το αντιληφθεί. Γιατί πρέπει στη συνέχεια να παραδεχθεί ότι αν ήταν νόμιμη η εντολή του Πρωθυπουργού να μη διενεργηθεί παρακολούθηση, είναι παράνομη η απόφαση του διοικητή της ΕΥΠ να τη διενεργήσει και η έγκριση της με εισαγγελική διάταξη.
Ο κ. Μητσοτάκης, δεν αποδέχθηκε ότι εξαιρούνται πλήρως των παρακολουθήσεων για λόγους εθνικής ασφάλειας οι βουλευτές (υπουργοί, πρωθυπουργοί κλπ), αποδέχθηκε όμως ρητά και κατηγορηματικά ότι, όταν στόχος μιας παρακολούθησης είναι πολιτικό πρόσωπο και μάλιστα ευρωβουλευτής ή βουλευτής, πρέπει να γίνει πολύ σοβαρός και προσεκτικός έλεγχος των δεδομένων και πολύ διστακτική στάθμιση από τον ίδιο τον Πρωθυπουργό που στην προκειμένη περίπτωση θα κατέληγε στη μη παρακολούθηση. Όμως τέτοιος σοβαρός και προσεκτικός έλεγχος πρέπει να γίνεται πάντα προκειμένου να διαπιστώνεται η συνδρομή των ουσιαστικών προϋποθέσεων του νόμου για την επιβολή του δυσμενούς μέτρου της παραβίασης του απορρήτου των επικοινωνιών.
Ο έλεγχος αυτός, με κριτήριο την αρχή της αναλογικότητας, συνιστά προϋπόθεση για την επιβολή οποιουδήποτε περιορισμού θεμελιωδών δικαιωμάτων μεταξύ των οποίων και το απόρρητο των επικοινωνιών. Αν δεν συντρέχουν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση οι ουσιαστικές προϋποθέσεις και δεν τηρείται η αρχή της αναλογικότητας, ο περιορισμός του θεμελιώδους δικαιώματος είναι αντισυνταγματικός γιατί παραβιάζει το άρθρο 19 παρ. 1 του Συντάγματος και επιπλέον είναι αντίθετος προς την ΕΣΔΑ (άρθρο 8) και τον Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της ΕΕ (άρθρο 7).
Στην περίπτωση του βουλευτή προστίθεται σε αυτά και η συρροή του άρθρου 61 παρ. 3 που, όπως είπα στη χθεσινή δήλωση μου, «ως ειδικότερη διάταξη θέτει, απευθείας εκ του Συντάγματος, πρόσθετα ειδικότερα όρια στις κάμψεις του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου που προβλέπονται στο άρθρο 19 παρ.1.».
Φαίνεται ότι ο κ. Μητσοτάκης υπερέβη τις αντιρρήσεις του κ. Γεραπετρίτη και αυτό που λέω, επί της ουσίας το αποδέχθηκε χθες. Διάφοροι ακτιβιστές θιασώτες του θεσμικού εξισωτισμού που λένε ότι δεν επιτρέπεται ειδική μεταχείριση των πολιτικών προσώπων όταν πρόκειται για ζήτημα εθνικής ασφάλειας, έχουν άραγε αντιληφθεί ότι ο κ. Μητσοτάκης έθεσε προς συζήτηση τους ειδικούς κανόνες που πρέπει να ισχύουν για πολιτικά πρόσωπα; Ακόμη συνεπώς και χωρίς συνεκτίμηση του βουλευτικού απορρήτου η κυβερνητική θέση είναι αθεράπευτα αντιφατική.
Η ενέργεια της ΕΥΠ ή ήταν νόμιμη επειδή πληρούσε τις διαδικαστικές και ουσιαστικές προϋποθέσεις και άρα κακώς απελύθη ο διοικητής της, ή ήταν παράνομη επειδή δεν συνέτρεχαν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις. Η αντίφαση οφείλεται στο ότι ο Πρωθυπουργός αποδίδει προδήλως ιδιαίτερη σημασία στην πολιτική και μάλιστα κοινοβουλευτική ιδιότητα του κ. Ανδρουλάκη λόγω της οποίας εκτιμά ότι δεν έπρεπε να καταστεί στόχος παρακολούθησης των τηλεφωνικών του επικοινωνιών και λόγω της οποίας με «προνομιακό» τρόπο καλείται για εκ των υστέρων ενημέρωση όχι από την ΑΔΑΕ αλλά από το νέο διοικητή της ΕΥΠ. Τι συμβαίνει εν προκειμένω;
Ποια είναι επιτέλους η θέση της Κυβέρνησης; Ο κ. Μητσοτάκης εισάγει αυθαίρετα μια προνομιακή μεταχείριση των πολιτικών προσώπων χωρίς να λαμβάνει υπόψη ούτε το Σύνταγμα, ούτε τον νόμο, ούτε τις ανάγκες της εθνικής ασφάλειας; Τα υποτάσσει όλα στην ανάγκη περιορισμού της πολιτικής ζημιάς που αναγνωρίζει ότι έχει επέλθει από μια δήθεν νόμιμη (που είδαμε ότι ήταν παράνομη) αλλά «εσφαλμένη» ενέργεια της ΕΥΠ υπό την εποπτεία του την οποία αποδέχεται ότι δεν ασκούσε αποτελεσματικά;
Αυτό που διαισθάνεται ο κ. Μητσοτάκης αλλά δυστυχώς δεν αποδέχεται ρητά είναι η ύπαρξη ενός ιδιαίτερου νομικού καθεστώτος των βουλευτών (και των ευρωβουλευτών που εξομοιώνονται με τους βουλευτές στη χώρα τους). Αυτό θεμελιώνεται, ούτως ή άλλως στον δημοκρατικό και κοινοβουλευτικό χαρακτήρα του πολιτεύματος, αλλά πρωτίστως στη ρητή και ειδική διάταξη του άρθρου 61 παρ. 3 Συντάγματος σύμφωνα με το οποίο: «O βουλευτής δεν έχει υποχρέωση μαρτυρίας για πληροφορίες που περιήλθαν σ’ αυτόν ή δόθηκαν από αυτόν κατά την άσκηση των καθηκόντων του, ούτε για τα πρόσωπα που του εμπιστεύθηκαν τις πληροφορίες ή στα οποία αυτός τις έδωσε».
Ας δούμε δυο χαρακτηριστικά παραδείγματα: Αν βουλευτής εφάπτεται με υπάλληλο της ΕΥΠ που τον εφοδιάζει με πληροφορίες και στοιχεία για υποκλοπές, ο βουλευτής μπορεί να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία και καλύπτεται από το απόρρητο. Αν βουλευτής εφάπτεται με πράκτορα ξένης μυστικής υπηρεσίας που τον εφοδιάζει με στοιχεία για ψεύδη της ελληνικής κυβέρνησης σε σχέση με την εξωτερική ή την αμυντική πολιτική, ο βουλευτής μπορεί να χρησιμοποιήσει τα στοιχεία και καλύπτεται από το απόρρητο.
Αν η ΕΥΠ θέλει να παρακολουθήσει τις τηλεφωνικές συνομιλίες του βουλευτή αυτού για λόγους εθνικής ασφάλειας (που κατά την άποψη της είναι «προφανείς»), δεν μπορεί να το κάνει γιατί αν το έκανε θα εξουδετέρωνε την ειδική προνομιακή προστασία του βουλευτικού απορρήτου. Θα καταστρατηγούσε το ρητό συνταγματικό δικαίωμα του βουλευτή να μη αποκαλύψει τις πηγές του και τους συνομιλητές του. Ανάλογα ζητήματα τίθενται στη νομολογία του ΕΔΔΑ με το δικηγορικό και το δημοσιογραφικό απόρρητο, παρότι αυτά δεν έχουν την εθνική συνταγματική κατοχύρωση του βουλευτικού απορρήτου.
Προβάλλεται καλόπιστα το ερώτημα: Και τι γίνεται με την ανάγκη παρακολούθησης ενός βουλευτή της «Χρυσής Αυγής» που κρίθηκε δικαστικά ότι ως κόμμα στέγαζε εγκληματική οργάνωση ή ενός βουλευτή που μετέχει σε τρομοκρατική οργάνωση. Στις περιπτώσεις αυτές το ζητούμενο είναι η άρση του τηλεπικοινωνιακού απορρήτου για τη διακρίβωση ιδιαιτέρως σοβαρού εγκλήματος που γίνεται με βούλευμα του Συμβουλίου Εφετών και όχι για επίκληση λόγων εθνικής ασφάλειας, άνευ εγκλήματος, δηλαδή για λόγους αντικατασκοπείας που οδηγεί σε άρση απορρήτου με απλή εισαγγελική διάταξη.
Ο βουλευτής υπέχει ποινική ευθύνη και υπόκειται στην ποινική προδικασία, όπως προβλέπει το Σύνταγμα που μάλιστα αναθεωρήθηκε σχετικά το 2019 για να περιορίσει τη βουλευτική ασυλία.
Το συμπέρασμα μου είναι ότι η κυβερνητική γραμμή σύμφωνα με την οποία η παρακολούθηση των τηλεφωνικών επικοινωνιών του κ. Ανδρουλάκη ήταν «τυπικά επαρκής» και άρα «νόμιμη» αλλά «πολιτικά εσφαλμένη και μη αποδεκτή», είναι μίζερη, αδιέξοδη και μάταιη. Υπήρξε μείζον ατόπημα. Βαριά προσβολή του Συντάγματος και αυτή οφείλεται στον συγκεντρωτικό τρόπο οργάνωσης και άσκησης της πρωθυπουργικής εξουσίας. Η εικόνα ενός πρωθυπουργού που ανακαλύπτει εκ των υστέρων κρίσιμες κινήσεις του διοικητή της ΕΥΠ με τις οποίες διαφωνεί ριζικά, δεν είναι καλή και ασφαλής για τη δημοκρατία και το κράτος δικαίου.
Αυτή η κατάσταση απαιτεί ειλικρινή, θαρραλέα και ριζική αντιμετώπιση. Πραγματική ανάληψη ευθύνης χωρίς υπεκφυγές και αδιέξοδες διακρίσεις μεταξύ «τυπικά επαρκών» και «πολιτικά μη αποδεκτών» ενεργειών. Αυτό επαναφέρει την άτυχη διάκριση μεταξύ «νόμιμου» και «ηθικού» που δεν πήγε καθόλου καλά.