Από το γεύμα του Μπερλουσκόνι στην ιταλική καταστροφή- Η άνοδος του νεοφασιστικού μορφώματος της Μελόνι και η “τέλεια καταιγίδα” στην Ευρώπη- Ανάλυση Κρούγκμαν
Την περασμένη Τρίτη, σε ένα μεσημεριανό γεύμα στη Βίλα Γκράντε του Μπερλουσκόνι, στην Αππία Οδό της Ρώμης, σφραγίστηκε το τέλος της κυβέρνησης εθνικής ενότητας του Μάριο Ντράγκι. Στο τραπέζι μαζί με τον Μπερλουσκόνι ήταν ο ηγέτης της ξενοφοβικής Λέγκας, Ματέο Σαλβίνι. Τρώγοντας ξιφία και σαλάτα είχαν πει ότι θα συζητούσαν την «πολύ ανησυχητική και ανεξήγητη στάση των 5 Αστεριών» που την προηγούμενη εβδομάδα είχαν προκαλέσει την κυβερνητική κρίση. Πολύ γρήγορα η συζήτηση πέρασε στο «ψητό»: Ένα πλήρες προεκλογικό πρόγραμμα 20 σημείων.
Το απόγευμα, το Νο2 της Φόρτσα Ιτάλια και ο Σαλβίνι πήγαν στο σπίτι του Μάριο Ντράγκι και έθεσαν τις απαιτήσεις τους: Κυβερνητικός ανασχηματισμός και ριζική αλλαγή του κυβερνητικού προγράμματος. Το πρωί της Τετάρτης ο Ντράγκι -που είχε απορρίψει τις απαιτήσεις – έκανε την ομιλία του στο κοινοβούλιο, ξέροντας ήδη ότι η Φόρτσα Ιτάλια, η Λέγκα και τα 5 Αστέρια δεν θα στήριζαν την κυβέρνηση.
Η παρέα της δεξιάς επέστρεψε στη Βίλα Γκράντε και με την αρχηγό του ακροδεξιού κόμματος Ιταλοί Αδελφοί, Τζόρτζια Μελόνι, σε ανοιχτή τηλεφωνική γραμμή, επιβεβαίωσε την απόφασή της για πρόωρες εκλογές. Ο Ντράγκι πήρε ψήφο εμπιστοσύνης αλλά όχι την οικουμενική στήριξη που ζητούσε ως μη εκλεγμένος πρωθυπουργός και παραιτήθηκε, παραμένοντας ως υπηρεσιακός μέχρι τις εκλογές, στις 25 Σεπτεμβρίου.
Στις δημοσκοπήσεις οι Ιταλοί Αδελφοί έρχονται πρώτοι με 23% και μαζί με τα άλλα κόμματα συνδαιτημόνες στη βίλα του Μπερλουσκόνι φτάνουν στο 46% των ψήφων και φαίνεται να αποσπούν το 60% των εδρών της Βουλής. Η Ιταλία κινδυνεύει να πληρώσει πολύ ακριβά τον ξιφία με σαλάτα στη Βίλα Γκράντε.
Η ανάλυση του Πολ Κρούγκμαν στους N.Y Times:
Ως πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, ο Μάριο Ντράγκι έσωσε το ευρώ. Κατά την εκτίμησή μου, αυτό τον καθιστά τον μεγαλύτερο κεντρικό τραπεζίτη στην ιστορία, ξεπερνώντας ακόμη και τους πρώην προέδρους της Fed, Paul Volcker, που έθεσε υπό έλεγχο τον πληθωρισμό, και τον Ben Bernanke, που βοήθησε να αποφευχθεί μια δεύτερη Μεγάλη Ύφεση.
Κατά κάποιο τρόπο, λοιπόν, δεν ήταν περίεργο το γεγονός ότι πέρυσι ο Ντράγκι εισήχθη για να ηγηθεί της νέας κυβέρνησης συνασπισμού της Ιταλίας — που συχνά χαρακτηρίζεται «τεχνοκρατική», αλλά στην πραγματικότητα περισσότερο μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας που δημιουργήθηκε για να αντιμετωπίσει τις συνέπειες του Covid-19 πανδημία. Σε μια δημοκρατία που λειτουργεί σωστά, κανείς δεν πρέπει να είναι απαραίτητος, αλλά ο Ντράγκι ήταν αναμφισβήτητα, το μόνο άτομο με το κύρος να κρατά τα πράγματα μαζί.
Αλλά ούτε εκείνος δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα. Αντιμετωπίζοντας αυτό που ισοδυναμούσε με δολιοφθορά από τους εταίρους του στο συνασπισμό, ο Ντράγκι απλώς παραιτήθηκε , δημιουργώντας φόβους ότι οι επερχόμενες εκλογές θα βάλουν στην εξουσία αντιδημοκρατικούς δεξιούς λαϊκιστές.
Δεν έχω ιδέα τι θα γίνει. Η Ιταλία, όπως κάθε έθνος, είναι μοναδική από πολλές απόψεις, αλλά όχι με μερικούς από τους τρόπους που φαντάζονται πολλοί άνθρωποι. Όχι, δεν είναι δημοσιονομικά ανεύθυνη. Όχι, δεν είναι ανίκανη να διαχειριστεί τις εσωτερικές της υποθέσεις. Και η απειλή της εξαγοράς από την αυταρχική δεξιά δεν είναι ιδιαίτερη για την Ιταλία. αν δεν σας τρομάζει αυτή η προοπτική εδώ στην Αμερική, δεν έχετε δώσει την πρέπουσα σημασία.
Είναι αλήθεια ότι η Ιταλία έχει πρόβλημα με την οικονομική στασιμότητα. Ακόμη και πριν χτυπήσει η πανδημία, η Ιταλία είχε βιώσει δύο δεκαετίες χωρίς αύξηση του πραγματικού κατά κεφαλήν Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος:
Τι γίνεται με τη φήμη της Ιταλίας για δημοσιονομική ανευθυνότητα; Υπήρξε μια εποχή που αυτή η φήμη ήταν δικαιολογημένη, και η απερισκεψία του παρελθόντος άφησε την Ιταλία με σχετικά υψηλό χρέος (αν και όχι σε σχέση με κάποια άλλα ευρωπαϊκά έθνη, την Ιαπωνία ή τη Βρετανία για μεγάλο μέρος του 20ου αιώνα .) Αλλά τα τελευταία χρόνια, η Ιταλία ήταν αρκετά πειθαρχημένη στις δαπάνες της.
Μέχρι το χτύπημα της πανδημίας, η Ιταλία είχε στην πραγματικότητα σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα, λίγο μεγαλύτερα από την υπόλοιπη Ευρώπη ως μερίδιο του ΑΕΠ, και σε έντονη αντίθεση με τα ελλείμματα των ΗΠΑ.
Το 2010-2012 η Ιταλία, μαζί με άλλα έθνη της Νότιας Ευρώπης, βίωσε μια κρίση χρέους, με το « lo spread » – τη διαφορά μεταξύ ιταλικών και γερμανικών επιτοκίων – να εκτοξεύεται. Όμως, αυτή η κρίση φαινόταν να οδηγείται λιγότερο από θεμελιώδη αφερεγγυότητα παρά από αυτοεκπληρούμενο πανικό. Ουσιαστικά, οι επενδυτές επιδόθηκαν στα χρέη των χωρών της Νότιας Ευρώπης, δημιουργώντας μια έλλειψη μετρητών που αυτές οι χώρες, που δεν είχαν δικά τους νομίσματα και ως εκ τούτου δεν μπορούσαν να εκτυπώσουν περισσότερα χρήματα, δεν μπόρεσαν να επιλύσουν.
Εκεί μπήκε ο Ντράγκι. Τον Ιούλιο του 2012, ως πρόεδρος της ΕΚΤ, είπε τις λέξεις (what ever it takes)- « ό,τι χρειαστεί » – που θεωρήθηκαν ως υπόσχεση ότι η τράπεζα θα προμήθευε μετρητά όπως χρειαζόταν σε χώρες σε κρίση. Και η υπόσχεση ήταν αρκετή. Οι διαδόσεις έπεσαν και η κρίση έφυγε:
Τώρα, όμως, η εξάπλωση επέστρεψε. Όχι στα επίπεδα του 2012 μέχρι στιγμής: από σήμερα (χθες) το πρωί τα 10ετή ιταλικά ομόλογα απέδιδαν «μόνο» 2,3 ποσοστιαίες μονάδες περισσότερο από τα γερμανικά. Αλλά αυτή τη φορά η κρίση της Ιταλίας μπορεί να αποδειχθεί πιο δυσεπίλυτη από την κρίση του ευρώ στις αρχές της δεκαετίας του 2010.
Γιατί; Είναι αλήθεια ότι η ΕΚΤ στην πραγματικότητα προσπαθεί για άλλη μια φορά να τραβήξει τον δρόμο του Ντράγκι: Εισήγαγε ένα νέο σχέδιο αγοράς ομολόγων που υποτίθεται ότι θα αποτρέψει τον κατακερματισμό της αγοράς που σχεδόν σκότωσε το ευρώ πριν από μια δεκαετία. Όμως, ενώ η Κριστίν Λαγκάρντ, η σημερινή πρόεδρος της ΕΚΤ, είναι έξυπνη και εντυπωσιακή, δεν είναι σαφές αν μπορεί κανείς να τραβήξει έναν δρόμο του Ντράγκι χωρίς τον ίδιο τον Ντράγκι.
Πιο σημαντικό, αυτό που συμβαίνει τώρα φαίνεται πιο συγκεκριμένα ιταλικό και λιγότερο θέμα αυτοεκπληρούμενου πανικού από την τελευταία κρίση. Τα spread για το ισπανικό και το πορτογαλικό χρέος, που γενικά παρακολουθούσαν την Ιταλία την τελευταία φορά, είναι σε κάποιο βαθμό, αλλά πολύ λιγότερα από αυτά της Ιταλίας. Αυτό μπορεί να οφείλεται στο ότι ο κινητήριος παράγοντας τώρα δεν είναι τόσο απλός οικονομικός κίνδυνος όσο το πολιτικό άγχος.
…Από την άλλη, πόσο διαφορετική είναι η Ιταλία από εμάς τους υπόλοιπους; Η ιταλική κρίση έχει πολύ μικρή σχέση με τη δημοσιονομική σπατάλη ή τη γενική ανικανότητα. Όπως είπα, όλα έχουν να κάνουν με την άνοδο των αντιδημοκρατικών δυνάμεων, που συμβαίνει σε όλη τη Δύση.
Ο πολιτικός κατακερματισμός της Ιταλίας —και η προφανής αδυναμία της κεντροαριστεράς να συνεννοηθεί παρά τον σαφή κίνδυνο από τη δεξιά— μπορεί να φέρει στην εξουσία τα αυταρχικά κόμματα νωρίτερα από αλλού. Αλλά ίσως όχι τόσο πολύ νωρίτερα: Δεν είναι καθόλου δύσκολο να δούμε πώς θα μπορούσε ουσιαστικά να καταρρεύσει η αμερικανική δημοκρατία μέχρι το 2025.
Συμφωνώ με τον David Broder : Η Ιταλία μπορεί κάλλιστα να αντιπροσωπεύει το μέλλον της Δύσης. Και είναι ζοφερό.
Τι σημαίνει η άνοδος της Μελόνι (ανάλυση K-Report):
Αν πιστέψουμε τις δημοσκοπήσεις και τις πολιτικές αναλύσεις οι πρόωρες εκλογές του φθινοπώρου στην Ιταλία θα αναδείξουν ως κυβερνητική πλειοψηφία τα κόμματα Αδελφοί της Ιταλίας της Μελόνι, ένα μόρφωμα το οποίο θα μπορούσε άνετα να χαρακτηρισθεί ως νεοφασιστικό, Λέγκα του Βορρά του Σαλβίνι, ξενόφοβo και ρατσιστικό, και η λαϊκίστικη δεξιά Φόρτσα Ιτάλια του Μπερλουσκόνι. Πρωθυπουργός θα είναι η ηγέτης του μεγαλύτερου κόμματος, δηλαδή η Μελόνι.
Η Ιταλία βέβαια έχει αποδεχθεί την ακροδεξιά ως κανονικότητα από το 1994, όταν σχηματίσθηκε η πρώτη κυβέρνηση της Φόρτσα Ιτάλια με επικεφαλής τον Μπερλουσκόνι και κυβερνητικούς εταίρους την Λέγκα του Βορρά με ηγέτη τότε τον Μπόσι αλλά και την Εθνική Συμμαχία του ακροδεξιού Φίνι, που αυτοπροσδιοριζόταν ως μεταφασίστας! Αποκορύφωση του κυνισμού, ήταν η πρώτη κυβέρνηση Κόντε, μετά τις εκλογές του 2018, με εταίρους το εναλλακτικό Κίνημα των Πέντε Αστέρων και την σκληρή ρατσιστική δεξιά Λέγκα του Βορρά.
Στην Ιταλία η πολιτική έχει στοιχεία όπερας μπούφα, ένα αξίωμα που επιβεβαιώθηκε με την αποκάλυψη του Politico ότι η ανατροπή του Ντράγκι σχεδιάστηκε κατά την συνάντηση Μπερλουσκόνι-Σαλβίνι με τηλεφωνική συμμετοχή της Μελόνι. Ο Καβαλιέρε πήρε έτσι μια προσωπική εκδίκηση με την αποπομπή του τεχνοκράτη Ντράγκι καθώς ο ίδιος είχε κληθεί δημόσια από τους Μέρκελ-Σαρκοζί να παραιτηθεί και να παραχωρήσει την θέση του στον τεχνοκράτη Μόντι.
Μια κυβέρνηση Μελόνι, Σαλβίνι και Μπερλουσκόνι θα σημάνει, πρώτον, το πρόωρο τέλος της ευρωπαϊκής τρόικας Μακρόν, Σολτς και Ντράγκι που είχε διαμορφωθεί τους τελευταίους μήνες. Δεύτερον, η ιταλική Δεξιά προφανώς και θα κάνει μια προεκλογική εκστρατεία στην οποία θα δεσμεύεται καθημερινά ότι θα πειθαρχεί α λα καρτ στους κανόνες και τις αποφάσεις των Βρυξελλών με μόνο κριτήριο τα ζωτικά συμφέροντα της χώρας ενώ δεν δεσμεύεται από καμιά πολιτική ορθότητα της Δύσης ως προς την στάση της απέναντι στην Ρωσία.
Η Ιταλία είναι μεν η τρίτη σε μέγεθος οικονομία της Ευρωζώνης αλλά είναι, λόγω της υπερχρέωσής της, κι ο αδύναμος κρίκος της -αν πιεσθεί από τις αγορές μπορεί να προκληθεί ντόμινο αποσταθεροποίησης στο νότο και όχι μόνο, που δεν θα μπορεί να αποτραπεί όσες φορές κι αν επαναλάβει η Φρανκφούρτη το «whatever it takes» του Ιουλίου του 2012, με το οποίο o τότε επικεφαλής της ΕΚΤ και σήμερα υπό παραίτηση από την πρωθυπουργία Ντράγκι έσωσε το ευρώ.