Ο Πηνειός εκπέμπει SOS – Το ποτάμι στερεύει, ο Θεσσαλικός κάμπος ”στεγνώνει”
«Το πιο άμεσο και εμφανές αποτέλεσμα της εξάντλησης των υδατικών πόρων στην περιοχή είναι η σημερινή εικόνα του Πηνειού. Η μέση ετήσια παροχή του υπολείπεται συστηματικά του ελάχιστου επιτρεπόμενου οικολογικού ορίου, που πρακτικά ορίζει τη βιωσιμότητα του ποταμού. Επιπλέον, το ποτάμι στερεύει σε συγκεκριμένα σημεία της ροής του τα καλοκαίρια».
Αυτά μεταξύ άλλων τονίζει στο Αθηναϊκό – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων, ο Νικήτας Μυλόπουλος καθηγητής – διευθυντής Εργαστηρίου Υδρολογίας και Ανάλυσης Υδατικών Συστημάτων Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών, Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. Τα αίτια της οικολογικής καταστροφής, σύμφωνα με τον ίδιο, είναι γνωστά και χιλιοειπωμένα: η απουσία οργανωμένων αρδευτικών δικτύων, οι απαρχαιωμένες μέθοδοι άρδευσης και – φυσικά- η ίδια η διάρθρωση των καλλιεργειών, με κύριο χαρακτηριστικό την επικράτηση υδροβόρων και χημικοσυντηρούμενων ειδών.
Οι παράλληλες ανθρώπινες επιδράσεις (αμμοληψίες, εκχερσώσεις, οικιστικές επεκτάσεις, παρεμβάσεις στη φυσική κοίτη κλπ) συμπληρώνουν αλλά και επιτείνουν το πρόβλημα. Από ποιοτική άποψη, προσθέτει ο κ. Μυλόπουλος, ο Πηνειός θεωρείται σήμερα ένα από τα πιο επιβαρυμένα ποτάμια της χώρας, αλλά και της Ευρώπης.
Και εξηγεί: «Δέχεται αστικά λύματα μικρών και μεγάλων οικισμών (με χωματερές δίπλα ή και μέσα στην κοίτη), βιομηχανικά απόβλητα (μεταξύ των οποίων και τα χημικά απόβλητα ορισμένων χημικών βιομηχανιών), κτηνοτροφικά απόβλητα και χιλιάδες τόνους γεωργικών φαρμάκων και λιπασμάτων. Το ποτάμι πίσω δεν γυρνά, μα και μπροστά δεν πάει!». Αναφερόμενος στη γενική εικόνα που επικρατεί στα ποτάμια του πλανήτη, ο καθηγητής – διευθυντής Εργαστηρίου Υδρολογίας και Ανάλυσης Υδατικών Συστημάτων επισημαίνει:
«Κάτι “τρέχει” με το νερό τα τελευταία χρόνια. Λειψυδρία, ξηρασίες, πλημμύρες, ανομβρία, ρύπανση, εμπορευματοποίηση, ιδιωτικοποίηση. Από όποια σκοπιά και να το δει κανείς η υδατική κρίση είναι ένα από τα σημαντικότερα περιβαλλοντικά ζητήματα, αν όχι το σημαντικότερο, με επιπτώσεις και επιφαινόμενα ανυπολόγιστα για τις κοινωνίες και τον πλανήτη. Οι μισοί υγρότοποι στον κόσμο έχουν καταστραφεί και μία σημαντική μείωση της απορροής στους μεγάλους ποταμούς καταγράφεται σε όλες τις μελέτες παγκοσμίως. Από τον Αμαζόνιο, τον Κολοράντο και τον Νίγηρα, έως τον Κίτρινο Ποταμό και τον Γάγγη, οι στάθμες και οι παροχές είναι παντού χαμηλότερες, ενώ στη μετεωρολογικά ξηρή Μεσόγειο τα φαινόμενα είναι ακόμη πιο έντονα. Στη γειτονική Ιταλία αυτό το καλοκαίρι της παρατεταμένης ξηρασίας, τα ποτάμια στερεύουν επικίνδυνα με ανυπολόγιστες ζημιές ήδη στην αγροτική παραγωγή και η κυβέρνηση απέχει μόλις ένα βήμα από το να κηρύξει τη χώρα σε κατάσταση έκτακτης ανάγκης”. Πώς όμως δημιουργήθηκε η υδατική κρίση;
Σύμφωνα με τον κ. Μυλόπουλο, η μία όψη του νομίσματος λέει πως το πρόβλημα της υδατικής κρίσης δεν δημιουργήθηκε από φυσικά φαινόμενα όπως η ανομβρία ή η ξηρασία. Δημιουργήθηκε γιατί επί σειρά ετών το νερό που καταναλώνεται στις επιμέρους λεκάνες απορροής ξεπερνά κατά πολύ τη φέρουσα ικανότητά τους, με αποτέλεσμα εκτός των ανανεώσιμων, να καταναλώνεται κι ένα σημαντικό μέρος των μόνιμων υδατικών αποθεμάτων. Είναι λοιπόν, σύμφωνα με τον ίδιο, ένα πρόβλημα υπερκατανάλωσης, ένα πρόβλημα ανθρωπογενές, ένα πρόβλημα εξόχως πολιτικό στη δομή του, αφού αφορά κατά κύριο λόγο στο μοντέλο ανάπτυξης που υποτιμά συστηματικά τα περιβαλλοντικά όρια, εξαντλώντας τα αποθέματα φυσικών και ενεργειακών πόρων. Η άλλη όψη του ίδιου νομίσματος, προσθέτει, σχετίζεται με την κλιματική κρίση, η οποία ως αποτέλεσμα του ίδιου αναπτυξιακού μοντέλου, εντείνει περαιτέρω το πρόβλημα και δημιουργεί έναν αέναο φαύλο κύκλο που, γυρνώντας σπειροειδώς στον χρόνο, στραγγίζει τα υδατικά διαθέσιμα.
Ειδικά για τα ποτάμια, η απορρύθμιση του παγκόσμιου κλιματικού μηχανισμού επιφέρει αύξηση των ακραίων φαινομένων, άρα σημαντική αλλαγή του ρυθμού απορροής του νερού σε ετήσια βάση. Έτσι, οι μεγάλοι υδάτινοι όγκοι απορρέουν όλο και περισσότερο πλημμυρικά (οι φονικές πλημμύρες στη Γερμανία αλλά και ο «Ιανός» στην Καρδίτσα το μαρτυρούν), με αντίστοιχα μεγάλες περιόδους ανομβρίας, μετατρέποντας σταδιακά τα ποτάμια από συνεχούς ροής σε εποχικά. Σύμφωνα με παλιότερη έρευνα της WWF, τρεις πλανήτες θα χρειαζόταν η ανθρωπότητα σε οικοσυστήματα και φυσικούς πόρους, αν ακολουθούσε το σημερινό μοντέλο ανάπτυξης της Ελλάδας. Στην κατανάλωση νερού, τονίζει ο καθηγητής, λόγω της άναρχης και αλόγιστης άρδευσης, έχουμε το δεύτερο μεγαλύτερο υδατικό αποτύπωμα μετά τις ΗΠΑ και διπλάσιο του παγκόσμιου μέσου όρου. Ειδικά στη Θεσσαλία, όπου η αρδευτική υδατική χρήση έχει ξεπεράσει το 25% του νερού που καταναλώνεται συνολικά σε όλη τη χώρα, η απειλή της ερημοποίησης είναι ζωντανή.
«Στη Θεσσαλία, την Ιταλία, την Κίνα και την Αμερική κάτι “τρέχει” με το νερό τα τελευταία χρόνια, εκτός από το ίδιο το νερό στις φυσικές οδούς του. Η λειψυδρία, όπως και η κλιματική κρίση είναι αποτελέσματα μίας αναπτυξιακής ιδεοληψίας που χρεοκόπησε ηθικά, πολιτικά και ιδεολογικά. Όσο νωρίτερα το καταλάβουμε, όσο γρηγορότερα το πάρουμε αλλιώς, τόσο περισσότερα θα μπορέσουμε να διασώσουμε…».