Σωκράτης Φάμελλος: Είναι η Ελλάδα αδύναμη μπροστά στην ενεργειακή κρίση;
Για «σοβαρό πολιτικό έλλειμμα της Ευρώπης» κάνει λόγο ο Τομεάρχης Περιβάλλοντος και Ενέργειας του ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ Σωκράτης Φάμελλος, σε άρθρο του στο libre αναφερόμενος στις εξελίξεις στον Τομέα της Ενέργειας με αφορμή τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Σχολιάζοντας τις εξελίξεις εντός της Ελλάδας τονίζει ότι «στην πραγματικότητα έχουμε συνθήκες Άγριας Δύσης με τις βεβαιώσεις παραγωγού που εισήγαγε η κυβέρνηση με τον περιβαλλοντοκτόνο νόμο Χατζηδάκη, της δήθεν «απλοποίησης» της αδειοδοτικής διαδικασίας των ΑΠΕ που οδήγησε σε υπερθέρμανση και σε φούσκα στην αγορά.
Στο νέο νομοσχέδιο για τις ΑΠΕ η κυβέρνηση αποφεύγει να λύσει το πραγματικό πρόβλημα που έχει δημιουργήσει με υπερθέρμανση αδειών σε αναντιστοιχία με ενεργειακές ανάγκες και περασμένο ηλεκτρικό χώρο».
Η Ελλάδα αδύναμη μπροστά στην ενεργειακή κρίση
Η στρατιωτική εισβολή στην Ουκρανία και ο οικονομικός ενεργειακός πόλεμος που εξελίσσεται παράλληλα, αλλά και εξαιτίας της εισβολής, δεν αναδεικνύουν μόνο το σοβαρό πολιτικό έλλειμμα της Ευρώπης αλλά και την ενεργειακή της ανασφάλεια. Η προαναγγελία του εμπάργκο στο ρωσικό πετρέλαιο και οι διακοπές τροφοδοσίας ρωσικού φυσικού αερίου επιβεβαιώνουν τα ελλείμματα και την εξάρτηση της Ευρώπης και προοιωνίζουν δύσκολες «ενεργειακές» ώρες για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες και οικονομίες από το φθινόπωρο.
Η Ελλάδα είναι ιδιαιτέρως ανοχύρωτη και ευάλωτη μπροστά στην επερχόμενη και εντεινόμενη ενεργειακή κρίση. Και αυτό γιατί οι επιλογές αλλά και η σοβαρή ανεπάρκεια της κυβέρνησης Μητσοτάκη την έχουν φέρει σε ενεργειακό αδιέξοδο πολύ πριν την ουκρανική κρίση.
Τέσσερα είναι τα βασικά ελλείμματα της ενεργειακής πολιτικής που μας έφεραν σε αδιέξοδο:
- Η μεγάλη αύξηση των τιμών ενέργειας (ρεύμα, αέριο, καύσιμα) και η αντίστοιχη οικονομική επιβάρυνση των καταναλωτών λόγω της ακραίας κρίσης ακρίβειας που πλήττει την Ελλάδα πάνω από ένα χρόνο. Οι παραγωγικές δυνάμεις και οι οικιακοί καταναλωτές είναι ήδη οικονομικά καταβεβλημένοι, έχουν πολύ μειωμένη ρευστότητα και μεγάλος αριθμός δεν έχει επιλογή παρά να αφήσει ανεξόφλητους λογαριασμούς. Το σινιάλο για την άνοδο των τιμών ηλεκτρισμού έδωσε ο κ. Χατζηδάκης τον Σεπτέμβριο του 2019, ενώ η ΔΕΗ των χρυσοπληρωμένων γαλάζιων παιδιών καθοδήγησε την αισχροκέρδεια από το Α’ εξάμηνο του 2020. Η ρήτρα αναπροσαρμογής του Αυγούστου του 2021 πέρασε στους καταναλωτές το σύνολο των υπερκερδών του καρτέλ ενέργειας, στο οποίο κεντρικό ρόλο παίζει η γαλάζια διοίκηση της ΔΕΗ.
- Η ενεργειακή ανασφάλεια και εξάρτηση της Ελλάδας, μετά την στρατηγική επιλογή της κυβέρνησης Μητσοτάκη να προσδέσει την ελληνική ηλεκτροπαραγωγή στο φυσικό αέριο για τις επόμενες δεκαετίες, πίσω από την πρόχειρη και επικοινωνιακή εξαγγελία της απολιγνιτοποίησης, με αντικατάσταση των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ με μονάδες ακριβού εισαγόμενου ορυκτού αερίου ιδιωτών και όχι με ΑΠΕ. Οι λιγνιτικές μονάδες και τα λιγνιτωρυχεία απαξιώθηκαν από το 2020, ενώ η διοίκηση της ΔΕΗ είχε επισήμως ζητήσει να αποσύρει μονάδες ακόμα νωρίτερα και από τις προβλέψεις του εθνικού σχεδιασμού.
- Η ναρκοθέτηση της ανάπτυξης των ΑΠΕ που θα μπορούσαν να παρέχουν ενεργειακή ασφάλεια με χαμηλές τιμές. Η Ελλάδα, στην πιο κρίσιμη στιγμή της μετάβασης στην πράσινη ενέργεια, δεν διαθέτει ούτε ενεργειακό σχεδιασμό, ούτε χωροταξικό σχεδιασμό για τη χωροθέτηση ΑΠΕ, ούτε δίκτυα για τη σύνδεσή τους, ενώ καθυστερούν δραματικά εδώ και τρία χρόνια θεσμικές λύσεις για θαλάσσια αιολικά, αποθήκευση και ενεργειακές κοινότητες. Στην πραγματικότητα έχουμε συνθήκες Άγριας Δύσης με τις βεβαιώσεις παραγωγού που εισήγαγε η κυβέρνηση με τον περιβαλλοντοκτόνο νόμο Χατζηδάκη, της δήθεν «απλοποίησης» της αδειοδοτικής διαδικασίας των ΑΠΕ που οδήγησε σε υπερθέρμανση και σε φούσκα στην αγορά. Στο νέο νομοσχέδιο για τις ΑΠΕ η κυβέρνηση αποφεύγει να λύσει το πραγματικό πρόβλημα που έχει δημιουργήσει με υπερθέρμανση αδειών σε αναντιστοιχία με ενεργειακές ανάγκες και περασμένο ηλεκτρικό χώρο. Με βαρύγδουπους τίτλους στα νομοσχέδια της ΝΔ δεν μπορεί να γίνει καμία «επιτάχυνση» των ΑΠΕ.
- Οι ιδιωτικοποιήσεις ενεργειακών φορέων και δικτύων. Η κυβέρνηση επέλεξε από τους πρώτους κιόλας μήνες να εκχωρήσει τα δίκτυα φυσικού αερίου (ΔΕΠΑ Υποδομών) σε εταιρεία που συμμετέχει πλέον το ιταλικό και όχι το ελληνικό δημόσιο, το 49% του Δικτύου Διανομής ηλεκτρικής ενέργειας, όπου «κουμπώνουν» πολλά έργα ΑΠΕ (ΔΕΔΔΗΕ), σε ένα fund χωρίς καμία εμπειρία αλλά και καμία υποχρέωση επενδύσεων στο δίκτυο, καθώς και παρέδωσε την πλειοψηφία της ΔΕΗ σε ιδιώτες.
Αποτέλεσμα είναι η Ελλάδα και η πολιτεία να μένει χωρίς εργαλεία στην κρίσιμη αυτή φάση για την ενεργειακή μετάβαση.
Είναι προφανές ότι τα παραπάνω προβλήματα που δημιούργησε η κυβέρνηση Μητσοτάκη δεν λύνονται σε μια μέρα. Η ενεργειακή πολιτική της Ελλάδας έχει υπονομευτεί βαθιά.
Θα μπορούσε έστω να αναληφθεί μία πρωτοβουλία άμεσης ελάφρυνσης των καταναλωτών, με τη μείωση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα, με τη θέσπιση ανώτατου συντελεστή κέρδους στη χονδρεμπορική ρεύματος και υποχρεωτικού ποσοστού προθεσμιακών συμβολαίων, με την επιστροφή των υπερκερδών στους καταναλωτές και την αφαίρεση άδικων χρεώσεων από τους λογαριασμούς, όμως η κυβέρνηση αρνείται πεισματικά ακόμα και αυτές τις παρεμβάσεις. Φαίνεται ότι έχει άλλες προτεραιότητες εφόσον, της πήρε ένα χρόνο να παραδεχτεί τα υπερκέρδη και τον άδικο καταχρηστικό χαρακτήρα της ρήτρας και ενώ η αγορά και η κοινωνία γονάτιζαν.
- Η τέλεια καταιγίδα για την Ελλάδα και στην ενέργεια λέγεται Κυριάκος Μητσοτάκης. Για να αλλάξουμε στρατηγική και στην ενέργεια μοναδική λύση είναι η διενέργεια εκλογών. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ έχει ήδη επεξεργαστεί και εγκρίνει στο συνέδριο του συγκροτημένο πρόγραμμα, που θα εξασφαλίζει την πρόσβαση σε πράσινη ενέργεια με δικαιοσύνη και δημοκρατία και τη διατήρηση των τιμών ενέργειας χαμηλά, όπως έκανε άλλωστε το ‘15-‘19.
Η ελληνική πολιτεία είναι αυτή που οφείλει να εξασφαλίσει ότι η ενεργειακή μετάβαση, ιδιαίτερα σε συνθήκες γεωπολιτικής/ενεργειακής αστάθειας, θα γίνει με σχέδιο που θα εξασφαλίζει ότι κανείς, επαγγελματίας ή νοικοκυριό, δεν θα μείνει μόνος. Και στην Ενέργεια αποδεικνύεται, όπως με τραγικό τρόπο αποδείχτηκε και στην πανδημία, ότι η αγορά δεν μπορεί να λύσει μόνη της όλα τα προβλήματα, ιδιαίτερα όταν η κυβέρνηση βάζει πλάτη στην αισχροκέρδεια.