ΓΣΕΕ: Εφιαλτική έκθεση για τον μαρασμό του πρωτογενούς τομέα στην Ελλάδα την ώρα που η επισιτιστική κρίση είναι προ των πυλών
Η έκθεση του Κέντρου Ανάπτυξης Εκπαιδευτικής Πολιτικής (ΚΑΝΕΠ) της ΓΣΕΕ με θέμα «Εκπαίδευση και απασχόληση: Μεγέθη, τάσεις και εξελίξεις» διαπιστώνει ότι η χώρα μαστίζεται από παραγωγικό μαρασμό (καθώς βασικά τμήματα της πρωτογενούς παραγωγής παρουσιάζουν εξαιρετικά χαμηλή απόδοση) αλλά και από τον παρωχημένο χαρακτήρα της επιχειρηματικότητας.
Οι εγχώριοι επιχειρηματίες δεν ενδιαφέρονται για την κατάρτιση των εργαζόμενων, δεν επενδύουν στην έρευνα και στην καινοτομία, δεν συμμετέχουν στον ψηφιακό μετασχηματισμό της νέας εποχής.
H παρωχημένη επιχειρηματικότητα, επιπλέον, δεν επιτρέπει την απορρόφηση του εξαιρετικά ποιοτικού δυναμικού που παράγει το εκπαιδευτικό σύστημα, με αποτέλεσμα το brain waste και, τελικά, το brain drain.
Ως εκ τούτου, η χώρα δείχνει αδύναμη και ανέτοιμη να αντιμετωπίσει τις νέες, παγκόσμιες προκλήσεις, όπως για παράδειγμα μια ενδεχόμενη επισιτιστική κρίση. Η έκθεση σημειώνει πως απαιτείται άμεσα ο μετασχηματισμός του παραγωγικού της μοντέλου και η αναβάθμιση του συστήματος επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης.
Τα κύρια ευρήματα της έκθεσης
Ειδικότερα, τα κύρια ευρήματα της έκθεσης είναι τα εξής:
Πρώτον, ο πρωτογενής τομέας παραγωγής και ειδικότερα ο κλάδο της γεωργίας, καταρρέει, γεγονός που εντείνει το φόβο πως η Ελλάδα είναι ανοχύρωτη σε μια ενδεχόμενη επισιτιστική κρίση. Η χώρα βρίσκεται στην 26η θέση στην ΕΕ-28 σε απόδοση παραγωγής, γεγονός που συνδέεται άμεσα με το χαμηλό επίπεδο εκπαίδευσης-κατάρτισης των απασχολούμενων στον κλάδο αυτό (στην πλειονότητά τους διαθέτουν μόνο πρακτική γεωργική εμπειρία).
Δεύτερον, στους 15 πιο δυναμικούς κλάδους οικονομικών δραστηριοτήτων στην Ελλάδα δεν συμπεριλαμβάνεται ούτε ένας της κατηγορίας Έρευνα και Ανάπτυξη (Research and Development). Επίσης, η πλειονότητα των επιχειρήσεων είναι χαμηλής ψηφιακής έντασης, με τη χώρα να κατατάσσεται στις χαμηλότερες θέσεις στην ΕΕ-28 στον σχετικό δείκτη (Δείκτης ψηφιακής έντασης – DII) τόσο ως προς το σύνολο των επιχειρήσεων (27η θέση) όσο και ως προς τη διαβάθμισή τους σε μικρές (28η θέση), μεσαίες (21η θέση) ή μεγάλες (26η θέση).
Τρίτον, η Ελλάδα βρίσκεται στην αρνητική 2η θέση στην ΕΕ-28 σε ό,τι αφορά τον «δείκτη επιχειρήσεων χωρίς στρατηγικό σχέδιο και δραστηριότητες συνεχιζόμενης επαγγελματικής κατάρτισης (CVT)», γεγονός που είναι ενδεικτικό της διαχρονικής έλλειψης κουλτούρας των επιχειρήσεων στην Ελλάδα στο να επενδύουν στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού τους μέσω της αναβάθμισης των δεξιοτήτων του.
Τέταρτον, η χώρα βρίσκεται στην 3η υψηλότερη θέση στην ΕΕ-28 στην κάθετη αναντιστοιχία δεξιοτήτων, με ένα 32,3% ατόμων ηλικίας 15-34 ετών και με μορφωτικό επίπεδο τριτοβάθμιας εκπαίδευσης να απασχολούνται σε επαγγέλματα που απαιτούν χαμηλότερο επίπεδο γνώσεων-δεξιοτήτων (brain waste). Αυτή είναι και η κύρια αιτία για τη διαφυγή του πιο δυναμικού και ποιοτικού ανθρώπινου δυναμικού μας στο εξωτερικό (brain drain).
Πέμπτον, τα δύο τρίτα των επιχειρήσεων στην Ελλάδα (περίπου 67%) είναι έντασης εργασίας, χαμηλών αμοιβών (φθηνή εργασία) και υψηλών ρίσκων (στον πρωτογενή κυρίως τομέα) και μόνο το 1/3 είναι έντασης γνώσης. Το γεγονός αυτό αποτυπώνεται και στη χαμηλή προστιθέμενη αξία που παρουσιάζει η πλειονότητα της επιχειρηματικότητας στη χώρα.
Η επισιτιστική κρίση προ των πυλών
Την ίδια ώρα ο εφιάλτης μίας παγκόσμιας επισιτιστικής κρίσης προβάλλει μέσα από τα χαλάσματα του πολέμου στην Ουκρανία, με τους ειδικούς να προειδοποιούν πως οι διεθνείς ηγέτες και οι ιθύνοντες χάραξης πολιτικής αναζητούν τη λύση σε ένα μοντέλο που έχει ήδη αποδειχθεί διάτρητο, και επαναλαμβάνοντας λάθη του παρελθόντος εκθέτουν τις χώρες στον κίνδυνο ανάλογων κρίσεων στο μέλλον.
- Άρθρο του Politico μεταφέρει τις προειδοποιήσεις ειδικών ως προς το «μείγμα» της πολιτικής που ακολουθείται, και το οποίο κατ’ αυτούς είναι βαθιά εσφαλμένο και καταδεικνύει πως οι παγκόσμιοι ηγέτες δεν έχουν πάρει το μάθημα από παρελθοντικές διατροφικές κρίσεις.
Πασχίζοντας να περιορίσουν την επισιτιστική κρίση που έχει πυροδοτηθεί από τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, οι ιθύνοντες χάραξης πολιτικής βασίζονται υπερβολικά σε ελάχιστες χώρες και εξίσου ελάχιστες εταιρείες για να τροφοδοτήσουν τον κόσμο, γεγονός που αφήνει τις χώρες ανεπαρκώς προετοιμασμένες για μελλοντικές κρίσεις.
Περισσότερο από μια δεκαετία αφότου ο κόσμος εξήλθε από την παγκόσμια επισιτιστική κρίση του 2008 -που παρομοίως προκλήθηκε από έναν συνδυασμό αυξανόμενων τιμών του πετρελαίου, ξηρασίας και εμπορικών περιορισμών που επιβλήθηκαν από πανικόβλητες, όπως αναφέρει το Politico, κυβερνήσεις, συμπεριλαμβανομένης της Ουκρανίας- οι ειδικοί στην επισιτιστική ασφάλεια προτρέπουν τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να επανεξετάσουν τι τρώμε και πώς το παράγουμε.
- Στην πραγματικότητα, οι ειδικοί αναφέρουν ότι η απάντηση της Δύσης στην τρέχουσα κρίση -που συμπεριλαμβάνει το να επιτρέπεται στους αγρότες να παράγουν σε προστατευμένη γη- έχει ήδη χάσει την ουσία της υπόθεσης -ιδίως καθώς η μεγάλη εξάρτηση των αγροτών από λιπάσματα και εντατικές καλλιέργειες επιβαρύνει την κλιματική αλλαγή.
«Τόσο μεγάλο σκέλος της απάντησης της ΕΕ και των ΗΠΑ επανεστιάζει σε ένα ήδη διαλυμένο σύστημα, επισημαίνει η Σοφία Μέρφι, εκτελεστική διευθύντρια στην εδρεύουσα στις ΗΠΑ δεξαμενή σκέψης IATP.
Αυτή η στάση, που ακολουθείται από διεθνείς οργανισμούς όπως η G7 και ο ΟΟΣΑ, περιλαμβάνει επίσης τη διάθεση εκατομμυρίων για επισιτιστική βοήθεια και την εξεύρεση στρατηγικών τόσο για την επαναφορά των σιτηρών της Ουκρανίας στο παγκόσμιο εμπόριο, όσο και για τις δυτικές χώρες να καλλιεργήσουν περισσότερο σιτηρά οι ίδιες.
- Στο σχέδιό της για την επισιτιστική ασφάλεια που παρουσιάστηκε στα τέλη Μαρτίου, η Ευρωπαϊκή Ένωση ανέφερε ότι η ενίσχυση της παραγωγής για να καλύψει τις ελλείψεις των ουκρανικών καλλιεργειών -ιδιαίτερα του σιταριού- είναι «θεμελιώδους σημασίας». Η αποτυχία να συμβεί αυτό ενέχει τον κίνδυνο να επιταχυνθεί μία μεγάλη κρίση πείνας στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή, που εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές τροφίμων και όπου πολλές χώρες ήδη δυσκολεύονταν πριν από την πρόσφατη αύξηση των τιμών των τροφίμων.
Ωστόσο, αυτόχθονες και μέλη της κοινωνίας των πολιτών της Επιτροπής για την Παγκόσμια Επισιτιστική Ασφάλεια (CFS) του ΟΗΕ, σώματος εμπειρογνωμόνων που επικεντρώνεται στην τοπική παραγωγή τροφίμων και τις πολιτικές ασφάλειας, αναφέρουν ότι η παρούσα κρίση δεν συνιστά ένδειξη ελλείψεων παραγωγής, αλλά μάλλον συστημικών παραγόντων όπως μεγάλη εξάρτηση από λιπάσματα και ορυκτά καύσιμα, η «δίδυμη» κρίση Covid και ενεργειακού, συχνότερες κλιματικές καταστροφές, η διανομή τροφίμων που βρίσκεται συγκεντρωμένη στα χέρια ελάχιστων εταιρειών.
- Η κρίση, κατά την Σοφία Μέρφι, «εν τέλει είναι να μην μπορούμε να αντέξουμε οικονομικά [σ.σ. να μπορούμε να αγοράσουμε] το φαγητό που υπάρχει», καθώς «στην πραγματικότητα δεν είναι ότι υπάρχει απόλυτη έλλειψη». Η ίδια επισημαίνει ότι οι κυβερνήσεις δεν πήραν το μάθημά τους από την κρίση του 2008: Ότι το πρόβλημα δεν είναι ότι δεν υπάρχουν αρκετά τρόφιμα.
Παρά το γεγονός ότι εμμένουμε στην πολιτική να παράγουμε περισσότερα, ο αριθμός των ανθρώπων που βρίσκονται αντιμέτωποι με το φάσμα της πείνας παγκοσμίως εξακολουθεί να αυξάνεται. «Είναι αντιφατικό το γεγονός ότι υπάρχουν πράγματι τεράστιοι αριθμοί ανθρώπων που εξακολουθούν να πεινούν σε όλο τον κόσμο», δηλώνει η Χάνα Σααρίνεν, εμπειρογνώμονας για την πολιτική τροφίμων στην Oxfam. «Αυτό καταδεικνύει βαθιά ζητήματα στο σύστημα τροφίμων και το πώς τόσοι πολλοί άνθρωποι εξαρτώνται από αυτό το εύθραυστο σύστημα», επισημαίνει.
Καθώς η επισιτιστική κρίση εντείνεται, η Σοφία Μέρφι της δεξαμενή σκέψης IATP αναφέρει ότι οι χώρες πρέπει να αποφύγουν την ανοικοδόμηση ενός συστήματος υπερβολικής εξάρτησης από «πολύ λίγες χώρες, πολύ λίγες εταιρείες, πολύ λίγα σιτηρά».
Στο ήμισυ της παγκόσμιας γεωργικής παραγωγής κυριαρχούν μόνο τέσσερις κύριες καλλιέργειες: Ζαχαροκάλαμο, σιτάρι, καλαμπόκι και ρύζι. Όλες εξάγονται από ελάχιστες χώρες και διακινούνται μόνο από τέσσερις πολυεθνικές.
Γνωστές ως ABCD του φαγητού λόγω των αρχικών τους, αυτές οι τέσσερις εταιρείες – Archer Daniels Midland (ADM), Bunge, Cargill και Louis Dreyfus- διαθέτουν δυσανάλογη ισχύ στην παγκόσμια διανομή τροφίμων και έχουν αποκομίσει «τεράστια» κέρδη από τις αυξήσεις των τιμών στις στις αγορές σιτηρών, σύμφωνα με την S&P Commodity Insights.
- Ενόσω οι πιο ευάλωτες χώρες και οι ανθρωπιστικές οργανώσεις, όπως το Παγκόσμιο Πρόγραμμα Τροφίμων χρειάζονται επείγουσες προμήθειες βραχυπρόθεσμα, η Μέρφι σημειώνει ότι οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να επικεντρωθούν στην αντιμετώπιση του μεγάλου ρόλου που διαδραματίζουν μερικοί μεγάλοι εξαγωγείς στην επισιτιστική ασφάλεια των χωρών χαμηλού εισοδήματος.
Το σύστημα εφοδιασμού λειτουργεί κατά τέτοιο τρόπο ώστε περισσότερες από 22 χώρες εξαρτώνται από τη Ρωσία και την Ουκρανία για τουλάχιστον το ένα τρίτο του σιταριού τους. Σε ορισμένες χώρες όπως ο Λίβανος και η Αίγυπτος, το ποσοστό αυτό είναι 80%, ενώ η Ερυθραία πέρυσι προμηθεύτηκε όλο το σιτάρι της από τη Ρωσία και την Ουκρανία.
Συνεπώς, όταν ξεσπά μια κρίση, αυτό το πλαίσιο αφήνει τις φτωχότερες χώρες έκθετες, καθώς οι μεγάλοι έμποροι προσπαθούν να πουλήσουν τα όποια αποθέματα τροφίμων παραμένουν στον μεγαλύτερο πλειοδότη -που συχνά τείνει να μην είναι χώρες που δεν έχουν ταμειακά διαθέσιμα, όπως ο Λίβανος και η Σομαλία.
- «Αυτό είναι που είναι τόσο καταστροφικό στην κρίση, σου δείχνει πόσο λίγες επιλογές έχουν ο Λίβανος και η Αίγυπτος» υπογραμμίζει η Σοφία Μέρφι, προσθέτοντας ότι οι επηρεαζόμενες χώρες δεν θα πρέπει να το εκλάβουν αυτό ως μια «μικρή και βραχύβια διαταραχή», αλλά ως μία ευκαιρία να εξετάσουν όλες τις επιλογές τους.
«Τα οικοσυστήματα της Αιγύπτου επιτρέπουν μεγάλη ποικιλία» επισημαίνει η ίδια, αναφέροντας ενδεικτικά τις φακές, και υπογραμμίζοντας παράλληλα και τη σημασία της ύπαρξης περισσότερων προμηθευτών στην αγορά.
«Ο Λίβανος δεν πρέπει να εισάγει το 80% του σιταριού του. Υπάρχουν άλλα τρόφιμα προς κατανάλωση που είναι πιο θρεπτικά. Εάν η Ουκρανία δεν μπορεί να σπείρει το σιτάρι της, θα θέλαμε να δούμε άλλα τρόφιμα να καλλιεργούνται, δεν χρειάζεται να είναι σιτάρι και δεν χρειάζεται να είναι σε ‘οριακή’ γη στην ΕΕ» σημειώνει.
Αυτό απαιτεί μία σημαντική επανεξέταση του τρόπου με τον οποίο τρέφεται ο κόσμος.
Ακόμη και σε περιόδους που δεν υπάρχει ξηρασία ή υψηλές τιμές των τροφίμων, πολλές χώρες στην Αφρική «πλημμυρίζουν» από φθηνές εισαγωγές, συχνά από την ΕΕ και τις ΗΠΑ, οι οποίες αποδυναμώνουν τους τοπικούς αγρότες και την ικανότητα των χωρών να ανταποκρίνονται στους κραδασμούς.
- Η Μαγκνταλένα Άκερμαν, ειδική στην επισιτιστική ασφάλεια του CFS, έρχεται να συμπληρώσει ότι τέτοιες πολιτικές προσανατολισμένες στο εμπόριο «έχουν συνθλίψει την ανθεκτικότητα των περιοχών ή την ικανότητα των χωρών να βασίζονται στην τοπική παραγωγή».
Η Σοφία Μέρφι λέει επίσης ότι για να μπορέσουν να επιβιώσουν, οι αγρότες στη Βόρεια Αφρική στρέφονται ολοένα και περισσότερο σε παραγωγή υψηλής αξίας φρούτων και λαχανικών που προορίζονται για την Ευρώπη, «και μερικά από αυτά είναι εις βάρος των βασικών καλλιεργειών τους».
Κατά την Άκερμαν, οι χώρες πρέπει να διαφοροποιήσουν αυτό που παράγουν, ώστε να μπορούν να βασίζονται περισσότερο στις δικές τους φάρμες και δίκτυα τροφίμων. Διαφορετικά, κινδυνεύουν να πέσουν ξανά στην ίδια παγίδα σε μια εποχή που η διαταραχή που σχετίζεται με τη βιοποικιλότητα και το κλίμα επιταχύνεται.
«Αυτή είναι η στιγμή να βοηθήσουμε τους ανθρώπους και να οικοδομήσουμε αυτή τη βιωσιμότητα για την οποία μιλάμε, εξετάζοντας τι άλλο θα μπορούσαμε να τρώμε και από πού αλλού θα μπορούσε να προέρχεται», καταλήγει η ειδικός.
Πηγή: ot.gr, politico