Ο “αιρετικός” Στέφανος Μάνος μέσα από τις συζητήσεις του με τον Άρη Πορτοσάλτε
Ο Στέφανος Μάνος έτσι ακριβώς όπως τον ξέρουμε, διηγείται προσωπικά και πολιτικά γεγονότα που δεν τα ξέρουμε ή δεν τα έχουμε απομνημονεύσει με το δικό του βλέμμα.
Στις σχεδόν 400 σελίδες του βιβλίου «Τομή στην αδράνεια» (εκδόσεις «Πρώτη Υλη», πρόλογος Θάνος Βερέμης) αποτυπώνονται οι συνεντεύξεις του με τον δημοσιογράφο Άρη Πορτοσάλτε, οι οποίες έγιναν στο σπίτι του στην Εκάλη από τον Σεπτέμβριο του 2019 ως τους πρώτους μήνες του 2021, δηλαδή την περίοδο της πανδημίας. H Δήμητρα Κρουστάλλη μεταφέρει (εδώ) στο iefimerida μία εκτενή αναφορά στο περιεχόμενο του βιβλίου.
«Κυριακάτικες συναντήσεις στο αίθριο που βλέπει στον κήπο του Στέφανου Μάνου. Κυριακάτικες συζητήσεις που ξεκινούν από τα πρώτα βήματα του πολιτικού, το ήθος και η ακεραιότητα του οποίου δεν έγιναν ποτέ αντικείμενο διαπραγμάτευσης. Πάντα με καφέ, μπισκότα και κάποιες φορές στον δίσκο κομμάτια από το φίνο κέικ καρότου, με αλεύρι αμυγδάλου, καλυμμένα με τραγανό γλάσο λεμονιού. Το κέικ του Μάνου, που το φτιάχνει ο ίδιος, όταν έχει διάθεση. Η συνταγή ίδια, απαράλλαχτη, χρόνια. Όπως και στην πολιτική. Τις πιο πολλές φορές που κλήθηκε να ασκήσει πολιτική ως υπουργός, δούλεψε πάντα με την ίδια συνταγή: του Στέφανου Μάνου», γράφει στην εισαγωγή του ο Άρης Πορτοσάλτε.
Στο βιβλίο Στέφανος Μάνος: Τομή στην αδράνεια, από τις εκδόσεις Πρώτη Ύλη, ο Μάνος μιλάει σε πρώτο πρόσωπο και διατυπώνει την κρίση του για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και τους βαρόνους της Νέας Δημοκρατίας, μιλάει για τον Κώστα Καραμανλή, τη Ντόρα Μπακογιάννη, τον Κώστα Σημίτη, τον Γιώργο Παπανδρέου, τον Αντώνη Σαμαρά, τον Αλέξη Τσίπρα, τον Κυριάκο Μητσοτάκη. Μιλάει για τον Ανδρέα Ανδριανόπουλο και τον Άδωνι Γεωργιάδη, αλλά και για τον «καπάτσο» Γιούνκερ και τους αξιωματούχους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και, τέλος, δεν αποφεύγει να πει για τον εαυτό του: «Δεν θα έλεγα ότι είμαι εύκολος».
Μιλάει για τα παιδικά του χρόνια
Μια διήγηση, που ξεκινάει από τα παιδικά του χρόνια και φτάνει μέχρι σήμερα, και δεν είναι βιογραφία, ούτε πολιτικός απολογισμός, ούτε η διδακτική παρέμβαση του σοφού ηλικιωμένου. Ο Στέφανος Μάνος αρνείται να γεράσει, πνευματικά τουλάχιστον. Όσο παράδοξο και αν φαίνεται ο Μάνος, διηγούμενος τις περιπέτειες του στον δημόσιο βίο, δεν μιλά μόνο για τον εαυτό του αλλά και για την Ελλάδα. Για ένα κράτος που δεν εκσυγχρονίστηκε ποτέ γιατί δεν του το επέτρεψε η γραφειοκρατία και οι πολιτικοί που συντηρούσαν το πελατειακό σύστημα, που με τη σειρά του συντηρούσε τους ίδιους. Ο φαύλος κύκλος που φρέναρε την ανάπτυξη αλλά επιβραβεύονταν από τους ψηφοφόρους μέχρι που ήρθε η χρεοκοπία. Αν κάποιος αναρωτηθεί «βάλαμε μυαλό;» και έχει ακούσει ή διαβάσει τον Στέφανο Μάνο, σίγουρα μπορεί να μαντέψει την απάντηση.
Ο Μάνος δεν νοιάστηκε ποτέ να γίνει αρεστός στο κομματικό ή σε οποιοδήποτε άλλο ακροατήριο. Δεν ήταν ένας ευχάριστος πολιτικός, και αυτό, όπως ομολογεί ο ίδιος με τεράστιες δόσεις αυτοσαρκασμού το πλήρωσε. Από την αρχή κιόλας της πολιτικής καριέρας του, όταν ο τοποθετήθηκε υπουργός στο νεοσυσταθέν υπουργείο Περιβάλλοντος με Πρωθυπουργό τον Γεώργιο Ράλλη. Οι παρεμβάσεις του για τα αυθαίρετα, την αποαστικοποίηση της Αθήνας και την ενίσχυση της περιφέρειας, ενόχλησαν συμφέροντα που πίεσαν την κυβέρνηση. «Ο Ράλλης μου είπε κατά λέξη: «Δεν σας αντέχει άλλο η Νέα Δημοκρατία σ΄αυτό το υπουργείο», θυμάται ο Μάνος, ο οποίος δεν κατηγορεί τον τότε Πρωθυπουργό αλλά το κόμμα, ιδίως τη λαϊκή Δεξιά. «Κομμουνιστή με ανέβαζαν κομμουνιστή με κατέβαζαν, διότι τους πείραξα την ιδιοκτησία».
Νερό στο κρασί του δεν έβαλε ούτε τότε ούτε αργότερα. Για αυτό ίσως ευθύνεται ο χαρακτήρας, ίσως η ανατροφή, ίσως και τα δύο. Ο πατέρας του Αλέξανδρος Μάνος, με καταγωγή από το Κρανίδι Αργολίδας, ήταν χειρουργός και διευθυντής στον Ευαγγελισμό. Η μητέρα Μαριέττα Πανούτσου, ήταν κόρη του μεγάλου αλευροβιομηχάνου και επιχειρηματία της εποχής Κοσμά Πανούτσου. Ο παππούς του είχε πλοία και εμπορεύονταν σιτάρια που έφταναν από την Ουκρανία στην Ελλάδα. Για να διασφαλίσει τη διάθεση των σιτηρών αγόρασε το 1925 με τα αδέλφια του και άλλους κεφαλαιούχους την πλειοψηφία των μετοχών της εταιρείας Αλλατίνη στη Θεσσαλονίκη.
Η οικογενειακή επιχείρηση Αλλατίνη
Η μητέρα του μεγάλωσε με μια ελβετίδα παιδαγωγό, καθώς όταν ήταν 5 ετών η δική της μητέρα αποβίωσε σε τροχαίο ατύχημα και μέχρι τα 36 της χρόνια μιλούσε σχεδόν μόνο γαλλικά. «Ο πατέρας μου, εκ Τριπόλεως, δεν έδενε πολύ καλά με τη μεγαλοαστή και με τα γαλλικά της. Εν πάση περιπτώσει, έγινε αυτός ο γάμος».
Ο παππούς πέθανε το 1945, και τον κληρονόμησαν οι δύο κόρες του. Το 1951 ο αλευρόμυλος, που αποτελούσε το 80% της περιουσίας της Αλλατίνη κάηκε και όταν τέθηκε θέμα ποιος θα αναλάβει την επιχείρηση για τη σώσει, ανέλαβε Γενική Διευθύντρια η μητέρα του, «μια γυναίκα σπάνιας ικανότητας και προσόντων», η οποία αναγκάστηκε να βελτιώσει μεταξύ άλλων και τα ελληνικά της. Στα τέλη του 1955, ο αλευρόμυλος της Αλλατίνη, της μεγαλύτερης επιχείρησης της Θεσσαλονίκης άρχισε να λειτουργεί ξανά, με τη στήριξη της κυβέρνησης και συγκεκριμένα του υπουργού Συντονισμού Σπύρου Μαρκεζίνη.
Πηγή: iefimerida.gr