H Μέρυλιν του Άντι Γουόρχολ πουλήθηκε για 195 εκατ.$- Πως εξηγείται η τιμή-ρεκόρ
Ίσως η εικόνα να μην είναι σεξιστική, όπως αυτή της Μέριλιν Μονρό με το φόρεμά της να πετάγεται στην ταινία « The Seven Year Itch », αλλά το βράδυ της Δευτέρας έγινε η πιο ακριβή, όπως περιγράφουν οι N.Y Times.
Σε λιγότερο από τέσσερα λεπτά προσφοράς, η μεταξοτυπία του 1964 του Άντι Γουόρχολ με το πρόσωπο της ηθοποιού, « Shot Sage Blue Marilyn », πουλήθηκε για περίπου 195 εκατομμύρια δολάρια σε έναν άγνωστο αγοραστή στον οίκο Christie’s στη Νέα Υόρκη, καθιστώντας την την υψηλότερη τιμή που επιτεύχθηκε για κάθε Αμερικανό έργο τέχνης σε δημοπρασία.
«Πουλήσαμε τον πιο ακριβό πίνακα του 20ου αιώνα», είπε ο ειδικός των Christie’s Alex Rotter. «Αυτό είναι ένα μεγάλο επίτευγμα».
Ο πίνακας 40 ιντσών επί 40 ιντσών, ένα τρόπαιο δεδομένων των ζωηρά του χρώματος και του λαμπερού θέματός του, επισκίασε την προηγούμενη υψηλή τιμή των 110,5 εκατομμυρίων δολαρίων για έναν πίνακα ζωγραφικής με κρανίο των Βασκίων στον οίκο Sotheby’s το 2017, καθώς και την υψηλή δημοπρασία του Warhol για ένα τροχαίο ατύχημα. πίνακας που πουλήθηκε για 105,4 εκατομμύρια δολάρια το 2013.
Η πώληση τη Δευτέρα ξεκίνησε μια σεζόν ανοιξιάτικων δημοπρασιών σε μια πόλη που μόλις άρχισε να επιστρέφει στην κανονικότητα μετά από δύο χρόνια από την πανδημία του κορωνοϊού. Η αίθουσα πωλήσεων του Christie’s στο Rockefeller Center ήταν γεμάτη με τα γνωστά πρόσωπα των εμπόρων και των συμβούλων τέχνης, οι οποίοι ξεκάθαρα καλωσόρισαν την ευκαιρία να υποβάλουν προσφορές για έργα τέχνης blue-chip και πάλι αυτοπροσώπως.
«Υπάρχει πολλή όρεξη, υπάρχουν πολλά χρήματα και υπάρχει πολλή ποιότητα», είπε ο Αυστριακός γκαλερίστας Thaddaeus Ropac, ο οποίος ήταν στην πώληση. «Με όλα αυτά τα πράγματα, θα πρέπει να λειτουργήσει».
Ο Philip Hoffman, ιδρυτής του Fine Art Group, μιας συμβουλευτικής εταιρείας της Νέας Υόρκης, δήλωσε ότι οι προσεχείς δύο εβδομάδες δημοπρασιών θα μπορούσαν να συγκεντρώσουν έως και 2 δισεκατομμύρια δολάρια. «Έχει παρακρατηθεί ένα τεράστιο ποσό για δύο χρόνια και υπάρχει τεράστιος όγκος περιορισμένης ζήτησης από νέους πελάτες», είπε. «Όλοι περίμεναν την κατάλληλη στιγμή και ήρθε η κατάλληλη στιγμή».
Η δημοπρασία του Christie’s ήταν ασυνήθιστη καθώς κανένα από τα έργα δεν συνοδεύτηκε από εγγύηση — μια ελάχιστη τιμή στην οποία ένα τρίτο μέρος ή ο οίκος δημοπρασιών έχει δεσμευτεί να αγοράσει το έργο. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι τα έργα αποστέλλονται από την περιουσία των Ελβετών εμπόρων Thomas και Doris Ammann, με όλα τα έσοδα να πηγαίνουν στο ίδρυμά τους, το οποίο υποστηρίζει προγράμματα υγειονομικής περίθαλψης και εκπαίδευσης για παιδιά. Το κτήμα ήθελε να μεγιστοποιήσει τα φιλανθρωπικά έσοδα.
Τι ήταν η Ποπ -Αρτ
Η Ποπ μουσική γεννήθηκε στο Λονδίνο τη δεκαετία του ’50, κυρίως χάρη στις προσπάθειες του Ρίτσαρντ Χάμιλτον. Η ονομασία Ποπ Αρτ αποδίδεται στον Βρετανό κριτικό τέχνης Lawrence Alloway, ο οποίος χρησιμοποίησε τον όρο για πρώτη φορά το 1958 αλλά καθιερώθηκε μερικά χρόνια αργότερα και συγκεκριμένα στη δεκαετία του ’60, περίοδος που η pοp Αρτ γνώρισε και την μεγαλύτερη απήχηση. Μέχρι τότε, συχνά οι Ποπ Αρτ καλλιτέχνες αποκαλούνταν και Νεο-Νταντά με αναφορά στο κίνημα του Ντανταϊσμού. Από αρκετούς, ο Ντανταϊσμός θεωρείται πρόδρομος της Ποπ Αρτ και σίγουρα αποτέλεσε ισχυρή επιρροή. Τα δύο κινήματα συνδέονται μεταξύ τους, κυρίως μέσω της κοινής διάθεσης να προκαλέσουν και να ανυψώσουν το καθημερινό και συνηθισμένο στη θέση του αντικειμένου της τέχνης.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’60, η ποπ Αρτ άρχισε να αναπτύσσεται κυρίως στην Αμερική. Ως πρώτοι Ποπ Αρτ Αμερικανοί καλλιτέχνες αναγνωρίζονται οι Jasper Johns και Robert Rauschenberg, ωστόσο η προσωπικότητα του Άντι Γουόρχολ και του Ρόι Λίχτενσταϊν είναι που θα δώσουν τη μεγαλύτερη ώθηση στην Ποπ Αρτ. Αν και η Βρετανία αποτελεί τον τόπο γέννησης της Ποπ Αρτ, στην Αμερική γνωρίζει πραγματική έξαρση, γεγονός που ευνοείται και από την οικονομική ευρωστία της Αμερικής.
Μία μεγάλη έκθεση, το 1962, στην γκαλερί Sydney Janis με τίτλο “Νέοι ρεαλιστές” (New realist) προσέφερε την επίσημη αναγνώριση του κινήματος της αμερικανικής ποπ-αρτ. Έως τότε ο όρος δεν είχε ακόμη καθιερωθεί.
Ποιός ήταν ο Άντι Γουόρχολ και ο ρόλος του Ιόλα
Γόνος ρουθήνων μεταναστών από τη Αυστρουγγαρία που εγκαταστάθηκαν στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, γεννήθηκε στο Πίτσμπουργκ της Πενσυλβάνια. Την περίοδο 1945-9 σπούδασε στο Ινστιτούτο Τεχνολογίας του Κάρνεγκι και κατόπιν εγκαταστάθηκε στη Νέα Υόρκη, όπου εργάστηκε αρχικά σαν σχεδιαστής παπουτσιών όπου και τον πρόσεξε ο πασίγνωστος τότε γκαλλερίστας Αλέξανδρος Ιόλας και τον προώθησε στο περιοδικό Glamour σαν εικονογράφο. Η ενασχόλησή του με τη ζωγραφική ξεκίνησε στις αρχές της δεκαετίας του 1960 και αρχικά ήταν επηρεασμένη από θέματα διαφημίσεων, καθημερινά αντικείμενα και την εικονογραφία των κόμικς, δίνοντας τα πρώτα δείγματα γραφής της Ποπ Αρτ.
Με πίνακες που απεικόνιζαν κουτιά σούπας της εταιρείας Κάμπελ ή μπουκάλια Κόκα Κόλα, απέκτησε μεγαλύτερη φήμη και μέχρι το 1963 παρήγαγε μαζικά τέτοιου τύπου επιτηδευμένα κοινότοπες αναπαραστάσεις καταναλωτικών προϊόντων, καθώς και προσωπογραφίες διασημοτήτων – μεταξύ αυτών και αρκετά πρόσωπα που αποτελούσαν σύμβολα της αμερικανικής ποπ κουλτούρας – σε φανταχτερά χρώματα και συχνά ως μεταξοτυπίες.
Από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, ο Γουόρχολ αφοσιώθηκε στον κινηματογράφο, σκηνοθετώντας ταινίες που χαρακτηρίζονταν από τη διάθεση πειραματισμού και πρόκλησης, το ερωτικό στοιχείο και ενίοτε την ασυνήθιστη διάρκειά τους. Στα πιο γνωστά έργα του ανήκουν τα The Chelsea Girls (1966), Eat (1963), My Hustler (1965) και Blue Movie (1969). Στην ταινία Empire (1964), διάρκειας οκτώ ωρών με πλάνα αποκλειστικά του Empire State Building σε πραγματικό χρόνο, ο Γουόρχολ παρουσίασε στην πιο ακραία μορφή της, τη δική του αισθητική τού βαρετού. Από το 1962 μέχρι το 1968, εργαστήριο του αποτέλεσε ένας χώρος που στο παρελθόν στέγαζε εργοστάσιο, και για αυτό ονομάστηκε Factory. Σύντομα εξελίχθηκε σε τόπο συγκέντρωσης διασημοτήτων, καλλιτεχνών, μελών της αβάν γκαρντ και αντεργκράουντ κουλτούρας, τοξικομανών, ομοφυλόφιλων, μουσικών και φιλότεχνων. Μετά από απόπειρα δολοφονίας του στο Factory από τη Βαλερί Σολάνας, στις 3 Ιουνίου του 1968, ο Γουόρχολ κράτησε αποστάσεις από τον αντισυμβατικό περίγυρό του, συναναστρεφόμενος περισσότερο με πλούσια μέλη της υψηλής κοινωνίας. Από το έργο του στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, ξεχωρίζουν οι κατά παραγγελία προσωπογραφίες που τύπωνε ως μεγεθύνσεις φωτογραφιών Polaroid, πολλές από τις οποίες αφορούσαν πολιτικές φυσιογνωμίες και διασημότητες του Χόλυγουντ. Στη δεκαετία του 1980, συνεργάστηκε με τον Φραντσέσκο Κλεμέντε και τον νεοεξπρεσιονιστή ζωγράφο Ζαν Μισέλ Μπασκιά. Στα τελευταία χρόνια της ζωής του ασχολήθηκε εκ νέου με τη ζωγραφική, δίνοντας μια σειρά πινάκων βασισμένων σε θρησκευτικά θέματα της αναγέννησης, όπως ο Μυστικός Δείπνος (1986). Πέθανε το Φεβρουάριου του 1987, στην πόλη της Νέα Υόρκης, μετά από επιπλοκές κατά τη διάρκεια επέμβασης αφαίρεσης της χολής του. Ο Γουόρχολ υπήρξε συστηματικός συλλέκτης έργων, κυρίως κοσμημάτων, διακοσμητικής και λαϊκής τέχνης, τα οποία δημοπρατήθηκαν μετά το θάνατό του. Το Μουσείο Άντι Γουόρχολ, με πλούσια συλλογή έργων του, εγκαινιάστηκε το 1994 στο Πίτσμπουργκ.
Πηγή: N.Y. Times