Σύμμαχοι και εταίροι, Πιλάτοι και υποκριτές…
Ας πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Όχι για να ξύσουμε τις πληγές της “εθνικής μας μοναξιάς”, ούτε με αντιπολιτευτική διάθεση. Και, πάντως, επ΄ ουδενί εμφορούμενοι από κάποιο αίσθημα “σκεπτικισμού” (ευρωσκεπτικισμός, αμερικανοσκεπτικισμός, ή όποιος άλλος), δεδομένου ότι η ένταξη της χώρας στο δυτικό μπλοκ δεν αμφισβητείται.
Όμως, πρέπει να προβληματιστούμε για την δική μας στρατηγική. Διότι καταντά, πλέον, προκλητικό αυτό που συμβαίνει.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία, μέσα σε μία ημέρα σημειώθηκαν 41 υπερπτήσεις τουρκικών μαχητικών πάνω από ελληνικά νησιά, ο μεγαλύτερος αριθμός (σε μία ημέρα) από την Μεταπολίτευση, μεγαλύτερος ακόμα και από περιόδους ακραίας όξυνσης στα ελληνοτουρκικά, όπως το καλοκαίρι του ’20 που το Oruc Reis “αλώνιζε” στην ελληνική υφαλοκρηπίδα, ή όταν η Κύπρος ξεκινούσε τις γεωτρήσεις στην δική της ΑΟΖ.
Αυτό συνέβη μόλις ενάμιση μήνα μετά την πολυδιαφημισμένη συνάντηση Μητσοτάκη-Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη, την οποία αρκετά ΜΜΕ υποδέχθηκαν με πηχιαίους τίτλους “Με το βλέμα στο μέλλον”, και “Επιστροφή στην θετική ατζέντα”. Σε αυτή την συνάντηση υποτίθεται πως συμφωνήθηκε μορατόριουμ στο Αιγαίο για την θερινή περίοδο, προκειμένου να μείνει αδιατάρρακτος ο τουρισμός, μια “βιομηχανία” που ενδιαφέρει την ελληνική οικονομία τουλάχιστον όσο και την παραπαίουσα τουρκική. Δόθηκε, μάλιστα, ώθηση στα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης (ΜΟΕ) και ο αρμόδιος υφυπουργός ανέλαβε να προωθήσει σειρά μέτρων “χαμηλής πολιτικής” που ενισχύουν ένα σχετικό κλίμα ηρεμίας και εμπιστοσύνης. Αποτέλεσμα, δε, αυτών επρόκειτο να είναι, αφενός η προώθηση των διερευνητικών επαφών σε πιο κρίσιμα “εδάφια”, αφετέρου η συνεδρίαση του Ανωτάτου Συμβουλίου Συνεργασίας το φθινόπωρο.
Όλα κατέρρευσαν. Πρόκειται για μοναδικό “ναυάγιο”, μερικές μόνο εβδομάδες από αυτή την συνάντηση σε ανώτατο επίπεδο. Δυστυχώς, επιβεβαιώθηκαν όσοι έκαναν λόγο για αυταπάτη τουρκικής υποχώρησης και αποδείχθηκε πως για ακόμα μία φορά η Ελλάδα επένδυσε σε έναν αφερέγγυο συνομιλητή.
Οι υπερπτήσεις πάνω από ελληνικά νησιά δεν είναι, όμως, μία συνήθης επίδειξη τουρκικής προκλητικότητας, από αυτές που έχουμε συνηθίσει στην διαχρονική καθημερινότητα των ελληνοτουρκικών εντάσεων. Πρόκειται για προσβολή εθνικής κυριαρχίας. Και έχει δίκιο ο πρώην υπουργός και έμπειρος διπλωμάτης Γιώργος Κουμουτσάκος όταν επισημαίνει πως δεν πρόκειται, πιά, για τουρκική προκλητικότητα αλλά για ευθεία τουρκική απειλη.Τα δε σενάρια που διακινούνται κάνουν λόγο ακόμα και την πιθανότητα να εκδηλωθεί θερμό επεισόδιο από την Τουρκία, ή να έχουμε ένα καλοκαίρι συνεχών απειλών και έντασης στο Αιγαίο. Το πώς φτάσαμε εδώ μετά την Κωνσταντινούπολη είναι, μάλλον, ένα ρητορικό ερώτημα.
Υπάρχει, όμως, και μία άλλη πτυχή. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και ο συνεχιζόμενος πόλεμος στην πίσω αυλή (back yard) της Ευρώπης αποτέλεσε έναν “game changer” για την εθνική μας στρατηγική. Προσδεθήκαμε ολόψυχα και άνευ αστερίσκων στο δυτικό άρμα, τηρήσαμε και τηρούμε απαρέγκλιτα όλες τις κυρώσεις, συγκρουστήκαμε με την Ρωσία, στείλαμε στρατιωτικό υλικό στην Ουκρανία κ.ά.
Και το πράξαμε αυτό (ονομάστηκε “η σωστή πλευρά της ιστορίας”) έχοντας κατά νου πως η καταδίκη του ρωσικού αναθεωρητισμού θα ωθούσε τους συμμάχους και εταίρους στο να καταδικάσουν ισοδυνάμως και τον τουρκικό αναθεωρητισμό που εκδηλώνεται επί δεκαετίες σε βάρος της Ελλάδας. Αποτέλεσμα: ενώ ορθώς η Ελλάδα τάχθηκε εναντίον της ρωσικής θηριωδίας, ουδείς εκ των συμμάχων και εταίρων δεν φαίνεται να αντιλαμβάνεται τον επιθετικό τουρκικό αναθεωρητισμό και να τον καταδικάζει. Φάνηκε και κατά την εισβολή τουρκικών δυνάμεων στο βόρειο Ιράκ (ανεξάρτητο κράτος) προ μερικών εβδομάδων, φαίνεται, δυστυχώς, ξανά τώρα με την ευθεία τουρκική προσβολή ελληνικής κυριαρχίας στα νησιά του Αιγαίου.
Δικαίως υποβάλλαμε δύο διαβήματα για τις τουρκικές υπερπτήσεις, δικαίως ο πρωθυπουργός απευθύνθηκε στον Γ.Γ του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ. Δεν μάθαμε, ωστόσο, την απάντηση του τελευταίου. Και ακόμα χειρότερα, δεν έχει εκδοθεί έως τώρα (ας συνεχίσουμε να ελπίζουμε, αν και “στην βράση κολλάει το σίδερο”) καμία δημόσια ανακοίνωση, ούτε έχει γίνει κάποια δήλωση από την Κομισιόν, το ΝΑΤΟ (όχι πως περιμένουμε να παύσει ο γνωστός φαρισαϊσμός του), το Στέϊτ Ντιπάρτμεντ. Δυστυχώς, δεν έχει υπάρξει τοποθέτηση ούτε καν από το (μετεκλογικό) Παρίσι του επανεκλεγέντα Εμανουέλ Μακρόν, με τον οποίο έχουμε συνάψει την γνωστή ελληνογαλλική αμυντική συνεργασία που προβλέπει ακόμα και άμεση γαλλική στρατιωτική συνδρομή.
Δεν ανέμενε -το γράφαμε-, ούτε αναμένει κανείς να δει γαλλικά Rafale, μαζί με αυτά που αγοράσαμε, να αναχαιτίζουν τουρκικά F-16 που πετούν πάνω από την Καλόλιμνο, την Στρογγύλη και άλλα -και μεγαλύτερα- νησιά του Αιγαίου, όπως έλεγαν κάποιοι ανόητοι χειροκροτητές. Δεν θα έπρεπε, όμως, να έχει διατυπωθεί κάποια σαφής γαλλική θέση που να καταδικάζει την τουρκική επιθετικότητα; Μακάρι, ξαναλέμε, να συμβεί, όμως η σιωπή ισοδυναμεί με ανοχή…
Έχουν δοθεί πολλές εξηγήσεις, σημαντικότερη εκ των οποίων είναι αυτή που αναφέρεται στο ότι ο Ταγίπ Ερντογάν εκτραχύνεται εκμεταλλευόμενος την ενίσχυση της Τουρκίας στο γεωπολιτικό περιβάλλον λόγω του ουκρανικού. Μας αρκεί, όμως, αυτό;
Μία χώρα ταραξίας, που καταπατάει κάθε έννοια διεθνούς δικαίου, που προσβάλλει την εδαφική κυριαρχία κράτους- μέλους του ΝΑΤΟ, μία χώρα που δεν έχει υιοθετήσει καμία από τις κυρώσεις της Δύσης κατά της Ρωσίας, που προσφέρεται να φιλοξενήσει Ρώσους ολιγάρχες για να διαφύγουν από τους περιορισμούς, που προβάλλεται ως ειρηνευτικός διαμεσολαβητής όταν διεξάγει επιθετικούς πολέμους σε πολλά μέτωπα, μία χώρα που μόλις προ ημερών καταδίκασε σε ισόβια τον Οσμάν Καβαλά. Αυτή την Τουρκία που απειλεί την Ελλάδα, οι σύμμαχοι και οι εταίροι μας συνεχίζουν προκλητικά και την προστατεύουν.
Το ότι ο πρωθυπουργός θα ομιλήσει -πράγμα, όντως, σπάνιο και συμβολικά σημαντικό- ενώπιον του Αμερικανικού Κογκρέσου και θα συναντήσει τον πρόεδρο Μπάϊντεν στον Λευκό Οίκο, είναι κάτι που δεν πρέπει να υποτιμάται. Όμως, τίθεται το ερώτημα: μας αρκεί να μας χτυπούν φιλικά στην πλάτη την ώρα που η χώρα απειλείται από την Τουρκία;