“Δεν είναι πια η Μαριούπολη, είναι μια κόλαση”- Συγκλονιστικές περιγραφές, απίστευτη οδύνη για τους κατοίκους της βομβαρδισμένης πόλης
Τράπηκαν σε φυγή από την «κόλαση», από την πολιορκημένη πόλη της Μαριούπολης και περιγράφουν εικόνες με πτώματα να κείτονται στους δρόμους για μέρες. Πείνα, δίψα, τσουχτερό κρύο τις νύχτες που πέρασαν σε κελάρια με θερμοκρασίες κάτω από το μηδέν.
Υπό το αδιάκοπο σφυροκόπημα των βομβαρδισμών των ρωσικών δυνάμεων σε αυτό το στρατηγικό λιμάνι στη νοτιοανατολική Ουκρανία, κάτοικοι, που βρίσκονται τώρα στη Ζαπορίζια, περίπου 250 χιλιόμετρα βορειοανατολικά, λένε στο Γαλλικό Πρακτορείο ότι μπόρεσαν να φύγουν αφού χρειάστηκε να λιώσουν χιόνι για να πιουν νερό και να μαγειρέψουν υπολείμματα τροφίμων χρησιμοποιώντας ξύλα για να τραφούν, λόγω έλλειψης πόσιμου νερού και προμηθειών τροφίμων.
«Δεν είναι πια η Μαριούπολη, είναι μια κόλαση», είπε η Ταμάρα Καβουνένκο, 58 ετών. Οι Ρώσοι «εκτόξευσαν τόσες ρουκέτες», προσθέτει, «που οι δρόμοι είναι γεμάτοι με πτώματα αμάχων». «Όταν χιόνιζε, μαζεύαμε χιόνι και το λιώναμε για νερό. Όταν δεν χιόνιζε, βράζαμε νερό από το ποτάμι για να το πιούμε».
Η Καβουνένκο είναι μία από τους περισσότερους από 4.300 εκτοπισμένους από τη Μαριούπολη που έχουν φτάσει στη Ζαπορίζια από την αρχή της εβδομάδας. Σύμφωνα με το Κίεβο, περισσότεροι από 2.000 άνθρωποι έχουν χάσει τη ζωή τους μέχρι στιγμής στη Μαριούπολη. Η πόλη είναι στρατηγικής σημασίας στον βαθμό που η κατάληψή της θα επέτρεπε στη Ρωσία να κάνει τη σύνδεση μεταξύ των στρατευμάτων της στην Κριμαία και εκείνων στο Ντονμπάς, ενώ θα μπλόκαρε την πρόσβαση των Ουκρανών στη Θάλασσα του Αζόφ.
Χθες, Πέμπτη, η Ουκρανία κατηγόρησε τη Μόσχα ότι βομβάρδισε ένα θέατρο στην πόλη, όπου εκατοντάδες κάτοικοι είχαν βρει καταφύγιο. Οι τοπικές αρχές είπαν ότι οι ρωσικές δυνάμεις βομβάρδισαν το θέατρο χωρίς να λάβουν υπόψη τους την προειδοποίηση που ήταν γραμμένη στο έδαφος με τεράστια γράμματα μπροστά και πίσω από το κτίριο: «Diéti» («Παιδιά» στα ρωσικά).
Οσμή θανάτου
Σε ένα μήνυμα που δημοσιεύτηκε στο Telegram, ο δήμαρχος της Μαριούπολης, Βαντίμ Μποϊτσένκο, ανέφερε ότι περίπου 6.500 οχήματα μπόρεσαν να φύγουν από την πόλη τη νύχτα της Τετάρτης προς Πέμπτη.
Στη Ζαπορίζια, σε ένα κτίριο σοβιετικής περιόδου, εθελοντές του Ερυθρού Σταυρού περιμένουν εκτοπισμένους δίπλα σε στοίβες παιδικά παπούτσια και κουβέρτες.
Με μακριά νύχια και βρώμικα χέρια, ο Ντίμα είπε στο Γαλλικό Πρακτορείο ότι είχε να πλυθεί δύο εβδομάδες και αναγκάστηκε να κλέψει τρόφιμα από καταστήματα για τα παιδιά και τους παππούδες του.
«Μείναμε σε υπόγεια και όταν ήταν -4 βαθμοί Κελσίου, ήταν μια καλή θερμοκρασία», λέει, σηκώνοντας το πόδι του για να δείξει ότι φοράει τρία παντελόνια για να αντέξει το κρύο.
«Ορισμένες φορές τα πτώματα έμεναν στο δρόμο για τρεις μέρες», προσθέτει, «η οσμή είναι έντονη στην ατμόσφαιρα και κανείς δεν ήθελε να το αισθάνονται αυτό τα παιδιά του».
Ο Ντίμα λέει ότι κατάφερε να φύγει από τη Μαριούπολη στην τρίτη προσπάθεια και έφτασε στη Ζαπορίζια την Τρίτη με τη σύζυγό του και τα δύο μικρά παιδιά του.
Η Ντάρια θυμάται από την πλευρά της ότι έμεινε στο υπόγειο του κτιρίου της με το μωρό της, μια κόρη, για δέκα μέρες.
«Εξαντλημένοι, άρρωστοι, κλαίνε…»
«Μέρα με τη μέρα η κατάσταση χειροτέρευε», λέει, «ήμασταν χωρίς φως, χωρίς νερό, χωρίς αέριο, χωρίς κανένα μέσο επιβίωσης. Ήταν αδύνατο να αγοράσουμε οτιδήποτε, πουθενά».
Η Μαρίνα, εθελόντρια του Ερυθρού Σταυρού, βλέπει τη μεγάλη αγωνία των επιζώντων. «Είναι εξαντλημένοι, άρρωστοι, κλαίνε», είπε. Στη Ζαπορίζια, τους προσφέρεται καταφύγιο και η δυνατότητα να κάνουν ντους. «Τους φροντίζουμε», προσθέτει η Μαρίνα, «τους παρέχουμε τα πάντα».
Ο μόνος τρόπος να φύγεις από τη Μαριούπολη είναι με το αυτοκίνητο. «Είδαμε ανθρώπους με λευκές κορδέλες [στο όχημά τους] που έφευγαν», μαρτυρεί μια γυναίκα η Ντάρυα, λέγοντας ότι ενώθηκε μαζί τους αφού ζήτησε από μια γειτόνισσα να έρθει κι εκείνη μαζί τους.
Για ορισμένους, το ταξίδι από τη Ζαπορίζια, που συνήθως διαρκεί τρεις ή τέσσερις ώρες, κράτησε μιάμιση μέρα.
Πολλοί από αυτούς που έφτασαν στη Ζαπορίζια λένε ότι δεν μπόρεσαν να εγκαταλείψουν τα καταφύγιά τους λόγω της σφοδρότητας των ρωσικών επιθέσεων και ότι βρήκαν μια ασφαλή διαδρομή τυχαία, χωρίς να μπορούν να λάβουν βοήθεια μέσω του τηλεφώνου ή του διαδικτύου.
Με τα πόδια στην μεγάλη φυγή
Ορισμένοι κάτοικοι της πολιορκημένης Μαριούπολης προσπαθούν να φύγουν πεζή από την πόλη καθώς οι επίσημες προσπάθειες εκκένωσης της πόλης έχουν κατά το πλείστον αποτύχει λόγω των συνεχιζόμενων ρωσικών βομβαρδισμών, υποστήριξε ο κυβερνήτης της περιοχής.
Περίπου 400.000 άνθρωποι έχουν παγιδευτεί σε αυτήν την πόλη-λιμάνι εδώ και δύο εβδομάδες, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα, θέρμανση και νερό. Η Ρωσία αρνείται ότι βομβαρδίζει κατοικημένες περιοχές ή ότι στοχοθετεί αμάχους.
Μιλώντας στη δημόσια τηλεόραση, ο κυβερνήτης του Ντονέτσκ Πάβλο Κιριλένκο είπε ότι περίπου 35.000 άνθρωποι κατάφεραν να φύγουν από την πόλη τις τελευταίες ημέρες. Πολλοί έφυγαν με τα πόδια ή με ιδιωτικά αυτοκίνητα.
«Η έξοδος από την αποκλεισμένη Μαριούπολη ξεκινά με τους κατοίκους να φεύγουν είτε πεζή είτε με δικό τους μεταφορικό μέσο», είπε ο Κιριλένκο, προσθέτοντας ότι κάποια αυτοκίνητα δεν έχουν αρκετά καύσιμα για να φτάσουν στα κοντινότερα χωριά.
Ο κυβερνήτης είπε ότι ο σχεδόν αδιάκοπος βομβαρδισμός εμποδίζει τις αρχές να ανοίξουν ανθρωπιστικούς διαδρόμους για να εφοδιάσουν τους κατοίκους με τρόφιμα και να απομακρύνουν τις γυναίκες, τα παιδιά και όσους έχουν ανάγκη.
Η Ρωσία και η Ουκρανία αλληλοκατηγορούνται για την αποτυχία να ανοίξουν ανθρωπιστικούς διαδρόμους.
Το δημοτικό συμβούλιο προειδοποίησε την περασμένη Κυριακή ότι στη Μαριούπολη εξαντλούνται και τα τελευταία αποθέματα τροφίμων και νερού, σημειώνοντας ότι δεν είναι σε θέση να παράσχει την αναγκαία ιατρική βοήθεια στα θύματα των βομβαρδισμών. Οι ουκρανικές αρχές υπολογίζουν ότι περισσότεροι από 2.500 κάτοικοι έχουν σκοτωθεί στη Μαριούπολη από την έναρξη του πολέμου, στις 24 Φεβρουαρίου.
Πηγή: ΑΠΕ