Η Ελλάδα και η “σωστή πλευρά της Ιστορίας”…
Το γεγονός ότι η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία αποτελεί “game changer” στις παγκόσμιες ισορροπίες και ειδικότερα στην αρχιτεκτονική ασφαλείας στην Ευρώπη διαπιστώνεται με τον πλέον εκκωφαντικό τρόπο από την (ιστορική) ομιλία του Όλαφ Σολτς ενώπιον του γερμανικού κοινοβουλίου. Το Βερολίνο “έσπασε” την παράδοση της μη αποστολής στρατιωτικού υλικού σε εμπόλεμες περιοχές και ανακοίνωσε ένα γιγαντιαίο πρόγραμμα εξοπλισμών 100 δισ. ευρώ περνώντας από την “ανυπακοή” στην απόλυτη προσαρμογή στους κανόνες του ΝΑΤΟ που ζητά από τα κράτη-μέλη του να ξοδεύουν το 2% του κρατικού προϋπολογισμού τους σε αμυντικές δαπάνες.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Το γερμανικό “παράδειγμα” ακολουθούν αρκετές ευρωπαϊκές χώρες που συμμετέχουν στον συνασπισμό έμμεσης στρατιωτικής εμπλοκής στην ουκρανική κρίση. Κι αυτό ως αιχμή του νέου δόγματος ασφαλείας το οποίο βλέπει πλέον την Ρωσία ως μια νέα “αυτοκρατορία του κακού”.
Ο Όλαφ Σολτς, χωρίς περιστροφές, έκανε λόγο για έναν επιθετικό «πόλεμο του Πούτιν» με μοναδικό στόχο να θέσει σε κίνδυνο την ελευθερία στην Ουκρανία αλλά και την Ευρώπη. «Πρόκειται για ένα σημείο καμπής, ένα τέλος εποχής στην ιστορία», όπως είπε χαρακτηριστικά. «Στεκόμαστε στη σωστή πλευρά της ιστορίας», πρόσθεσε ο καγκελάριος, «αυτός ο πόλεμος είναι καταστροφικός όχι μόνο για την Ουκρανία αλλά και τη Ρωσία», η οποία «προσπαθεί να εγκαθιδρύσει μια νέα αυτοκρατορία». Ο πόλεμος δεν πρέπει σε καμία περίπτωση «να επεκταθεί σε άλλες χώρες της Ευρώπης», ανέφερε ο Σολτς, δηλώνοντας ότι «ο Πούτιν δεν θα πρέπει να υποτιμά την αποφασιστικότητα της Δυτικής Συμμαχίας να υπερασπιστεί κάθε τετραγωγικό μέτρο των εδαφών της».
Την ίδια αντίληψη φαίνεται καθαρά πως μοιράζεται και η Αθήνα. Η κορυφή της κυβέρνησης αξιολογεί τις συνθήκες ως “αλλαγή παραδείγματος”: η στιγμή, δηλαδή, που η Ε.Ε περνά από την προηγούμενη κατάσταση στο νέο δόγμα ασφαλείας και συντάσσεται κατά απόλυτο τρόπο με τις επιδιώξεις του ΝΑΤΟ και τις οδηγίες των Ηνωμένων Πολιτειών. Ξένοι αναλυτές κάνουν λόγο για “νεκρανάσταση του ΝΑΤΟ” –αυτό που ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν είχε αποκαλέσει, σχετικά πρόσφατα, ως “εγκεφαλικά νεκρό”-, η δε Ευρώπη επιλέγει, αντί μιας δικής της διακριτής στρατηγικής για την ασφάλεια (ακόμα και με ευρωπαϊκό στρατό), να ταυτισθεί με το “βορειοατλαντικό σύμφωνο”, δηλαδή με την Ουάσιγκτον. Η δεύτερη, δε, ίσως για πρώτη φορά μετά τους Δίδυμους Πύργους αποκτά νέο προσανατολισμό στην αντίθετη κατεύθυνση από την τακτική του προκατόχου του Τζο Μπάϊντεν στον Λευκό Οίκο. Κάτι που αποτελεί σε κάποιο βαθμό και μία “διορθωτική κίνηση” μετά την εσπευσμένη και άτακτη αποχώρηση των αμερικανικών δυνάμεων από το Αφγανιστάν. Οι ΗΠΑ δεν έπαψαν ποτέ, βεβαίως, να θεωρούν την Ρωσία ως αντίπαλο, τώρα, όμως, την αναγορεύουν στον “μεγάλο εχθρό”. Πρόκειται, αναμφίβολα, για “καμπή στην Ιστορία” και εισαγωγή σε μία φάση αναβίωσης του Ψυχρού Πολέμου (με άλλες μεθόδους και νέους παίκτες) που θα είναι πιθανότατα μακρά και με μεγάλα διπλωματικά, πολιτικά και οικονομικά ρίσκα.
Σε αυτή την στροφή (turning point), η Ελλάδα καλείται εκ των πραγμάτων να κάνει και τις δικές της κρίσιμες στρατηγικές επιλογές. Και τις κάνει. Το γεγονός πως η χώρα μας είναι μεταξύ εκείνων που έστειλαν στρατιωτικό υλικό στην Ουκρανία και δεν επιλέγει την ηπιότερη εκδοχή της αποστολής ανθρωπιστικής βοήθειας είναι ένα πρώτο δείγμα γραφής. Οι πολύ υψηλοί τόνοι της σύγκρουσης με τη Ρωσία σχετικά με τον θάνατο (από πυρά δικών της δυνάμεων, όπως είναι βέβαιες οι ελληνικές αρχές κατά δήλωση του εκπροσώπου του ΥΠΕΞ) των δέκα ομογενών μας στην περιοχή της Μαριούπολης ενισχύουν αυτή την επιλογή.
Η Ρωσία παύει να είναι για την Ελλάδα πεδίο άσκησης μιας πολυσχιδούς εξωτερικής πολιτικής ( η οποία ελάμβανε -ενίοτε καθ’ υπερβολή- υπόψιν της την παράδοση στις διμερείς σχέσεις, το συναισθηματικό φορτίο του “ομόδοξου” και άλλα) και μετατρέπεται εκ των πραγμάτων σε εχθρό της Δύσης, ως μέλος της οποίας (ΝΑΤΟ, Ε.Ε) η χώρα μας αντιμετωπίζει πλέον την Μόσχα και ως δικό της εχθρό. Το καλό κλίμα της πολύ πρόσφατης συνάντησης του υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια με τον Ρώσο ομόλογό του Σεργκέϊ Λαβρόφ στη Μόσχα δεν έχει πια καμία αξία. Ούτε η προσέγγιση της Μόσχας, σε αυτή την συνάντηση, ώστε να παίξει ρόλο “εξημερωτή” της τουρκικής επιθετικότητας (όπως ζήτησε ο κ. Δένδιας από τον κ. Λαβρόφ) έχει νόημα.
Όπως φαντάζουν εκτός πραγματικότητας όσα έλεγε ο πρωθυπουργός, μόλις πριν δύο μήνες (αρχές Δεκεμβρίου 2021) κατά την επίσκεψή του στο Σότσι και την συνάντησή του με τον Βλαντιμίρ Πούτιν.
[Κυριάκος Μητσοτάκης: ...θα έχουμε την ευκαιρία να συζητήσουμε για πολλά θέματα, συμπεριλαμβανομένης και της περιφερειακής ασφάλειας, η Ρωσία είναι μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας και εκ των πραγμάτων έχει βαρύνοντα λόγο στις εξελίξεις στην περιοχή…Πριν από 200 χρόνια ξεκίνησε η ελληνική επανάσταση η οποία οδήγησε τελικά στο ανεξάρτητο ελληνικό κράτος και δεν ξεχνάμε, ότι η Ρωσία στάθηκε στο πλευρό μας και οφείλεται και στη συνεισφορά των μεγάλων δυνάμεων της εποχής το γεγονός ότι η Ελλάδα τελικά κατέκτησε την ελευθερία της και την ανεξαρτησία της. Και ήταν σημαντικό το γεγονός ότι μπορέσαμε να δρομολογήσουμε το έτος ιστορίας Ελλάδας – Ρωσίας για το 2021 και πιστεύω ότι αυτό μπορεί να είναι το έναυσμα για στενότερες σχέσεις σε όλα τα επίπεδα, ξεκινώντας με την οικονομία...]
Τα πράγματα έχουν αλλάξει δραματικά.
Η βούληση της χώρας είναι τώρα η βούληση του ΝΑΤΟ. Και η στρατηγική της είναι η στρατηγική των ΗΠΑ και των Ευρωπαίων εταίρων. Πρόκειται αναμφίβολα για μία πολύ “καθαρή” αντιμετώπιση, εύλογο, όμως, το ερώτημα εάν είναι και η πιο εποικοδομητική και συμφέρουσα για τα ελληνικά ζωτικά συμφέροντα.
Σε τόσο κρίσιμες συγκυρίες που αποκτούν χαρακτηριστικά ιστορικής στροφής απαιτείται, αφενός ενιαία και συμπαγή έκφραση όλων των πόλων παραγωγής εξωτερικής πολιτικής, αφετέρου αρραγές εσωτερικό πολιτικό μέτωπο.
Τις αποφάσεις λαμβάνει, δίχως άλλο, η κορυφή της κυβέρνησης (ο πρωθυπουργός), είναι, όμως, παρακινδυνευμένο να μην λαμβάνονται υπόψιν οι άλλοι παράγοντες. Τις τελευταίες ώρες, για παράδειγμα, βλέπουν το φως της δημοσιότητας πληροφορίες ή αιχμές περί διάστασης απόψεων μεταξύ του στρατηγείου του Μεγάρου Μαξίμου και του νεοκλασικού κτιρίου του υπουργείου Εξωτερικών. Κάτι τέτοιο, εφόσον αληθεύει, πρέπει να διευθετηθεί άμεσα. Δεν νοείται οιαδήποτε απόκλιση.
Έρευνα Κάπα Research: Ποια είναι η γνώμη των ελλήνων για τον πόλεμο στην Ουκρανία
Όμως, ακόμα περισσότερο απ΄ αυτό δεν νοείται η χώρα να μην έχει ομονοήσει σχετικά με το ποιά είναι η πιο συμφέρουσα για εμάς στάση. Θα υποστηρίξει κανείς, λογικά, πως όταν σύμπασα η Δύση παίρνει θέση, η Ελλάδα δεν μπορεί να αμφιταλαντεύεται. Υπάρχουν, ωστόσο, και παράμετροι που πρέπει να ληφθούν πολύ σοβαρά υπόψιν.
Εάν, για παράδειγμα, παραμένει εν ισχύ η πάγια θέση της χώρας πως “λύση είναι η διπλωματία και όχι ο πόλεμος”, δεν είναι αναγκαίο να προετοιμάζεται η Ελλάδα για την ώρα της διπλωματίας, με τέτοιο τρόπο, μάλιστα, που να την τοποθετεί ακόμα και στην πρώτη γραμμή εκείνων των χωρών που θα έχουν λόγο και ρόλο όταν φτάσει αυτή η ώρα; Η διαρραγή κάθε σχέσης, και κυρίως κάθε επικοινωνίας, με τη Μόσχα ίσως να μην είναι η πλέον ενδεδειγμένη στρατηγική επιλογή. Όχι επειδή αμφισβητείται η καταδικαστέα παραβίαση κάθε κανόνα Διεθνούς Δικαίου από την ρωσική εισβολή αλλά διότι δεν πρέπει να αφεθεί χώρος που θα καλυφθεί από άλλους “πρόθυμους” διαμεσολαβητές. Ακόμα περισσότερο εάν αυτοί είναι εξίσου “αναθεωρητές” με τον Βλαντιμίρ Πούτιν.
Εάν ο πρωθυπουργός είναι βέβαιος, και κυρίως εάν έχει εξασφαλίσει, πως η Δύση (Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες) θα αντιμετωπίσει εφεξής με την ίδια (ιστορική) αυστηρότητα -που επιδεικνύει έναντι της Ρωσίας- και τον αναθεωρητισμό της Άγκυρας, η δίχως δεύτερη σκέψη ένταξη στην στρατηγική επιλογή κατά της “αυτοκρατορίας του Πούτιν” μοιάζει λογική. Εάν, όμως, δεν έχει εξασφαλιστεί κάτι τέτοιο, κινδυνεύουμε να μην είμαστε παρόντες στην “ώρα της διπλωματίας”. Και, ακόμα χειρότερα, να έχουμε έναν επιπλέον εχθρό, ο δε βασικός μας αντίπαλος (Τουρκία) να συνεχίσει να ασκεί σε βάρος μας -και δη ανενόχλητος- τον νεοοθωμανικό αναθεωρητισμό του. Τι έχουμε να κερδίσουμε, φερ’ ειπείν, εάν οι σύμμαχοι και εταίροι μας συνεχίσουν υποκριτικά να ανέχονται την σε βάρος μας τουρκική προκλητικότητα και επιθετικότητα στο μέλλον, παρότι εμείς θα έχουμε επιλέξει την “σωστή πλευρά της Ιστορίας”; Εάν εξαπολύουν τις βαρύτερες κυρώσεις στην ιστορία κατά της Ρωσίας, αλλά δρουν παρελκυστικά και με περισσή υποκρισία όταν αποφεύγουν εδώ και περίπου τρία χρόνια να επιβάλλουν τις ελάχιστες, έστω, κυρώσεις κατά του επιθετικού αναθεωρητισμού του Ερντογάν;
Αυτό, φυσικά, δεν πρέπει να οδηγεί σε μία τακτική “ίσων αποστάσεων”. Η ρωσική εισβολή αποτελεί αιτία ευθείας καταδίκης και οικονομικών “αντιποίνων”. Όταν, όμως, όλες οι κυβερνήσεις των πολλών τελευταίων ετών έχουν επενδύσει -σωστά- στις διεθνείς συμμαχίες για την αντιμετώπιση της καταπάτησης του Διεθνούς Δικαίου (π.χ από την Τουρκία) δεν πρέπει να στέλνουμε σήμα στο εξωτερικό, αλλά και στο εσωτερικό, πως όλα επιλύονται (;) μόνο με την ισχύ των εξοπλισμών και την εκτόξευση των αμυντικών δαπανών. Άλλωστε, η Ελλάδα, υπήρξε εξαιρετικά “υπάκουη” στους ΝΑΤΟϊκούς κανόνες στο θέμα αυτό.
Η υποκατάσταση της αντίληψης περί των εργαλείων διπλωματίας και διεθνών συμμαχιών που συναινούν ως προς την ισχύ του Διεθνούς Δικαίου από ένα νέο δόγμα ασφαλείας που προτάσσει μόνο την ισχύ των όπλων, είναι κάτι που δεν ταιριάζει στην Ελλάδα. Και είναι αμφίβολο εάν μπορεί και εάν πρέπει να το ακολουθήσει τόσο οικονομικά, όσο και κοινωνικά.