Το χρέος ως εργαλείο σύστασης αποικιών χρέους;
Οι δυσμενείς εξελίξεις της πανδημίας Covid-19 σε διεθνές, ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, συνέβαλε, μεταξύ των άλλων, στην αύξηση του δημόσιου χρέους. Έτσι, στις συνθήκες αυτές, το παγκόσμιο χρέος το 2020 έφθασε στο επίπεδο των 226 τρις δολαρίων και στην ευρωζώνη το ίδιο έτος ανήλθε στο επίπεδο των 11,1 τρις ευρώ (98% του ΑΕΠ των κρατών-μελών της ευρωζώνης). Στην Ελλάδα το δημόσιο χρέος το 2020 ανήλθε στο επίπεδο του 211% του ΑΕΠ (350 δις ευρώ) και το 2021 ανήλθε στο επίπεδο του 206% (370 δις ευρώ).
Των Σάββα Γ. Ρομπόλη, Βασίλειου Γ. Μπέτση*
Για το 2022 εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί στο επίπεδο του 199% του ΑΕΠ, χωρίς όμως να λαμβάνεται υπόψη το έλλειμμα που προκύπτει από το κόστος μετάβασης από την εφαρμογή της κεφαλαιοποιητικής επικουρικής ασφάλισης των ατομικών λογαριασμών, το οποίο σε παρούσες αξίες υπολογίζεται σε 78 δις ευρώ, σύμφωνα με την αναλογιστική μελέτη που συνοδεύει την κεφαλαιοποιητική επικουρική ασφάλιση.
Πιο συγκεκριμένα, στις εξελίξεις αυτές στην Ευρώπη και την Ελλάδα προστίθενται επιπλέον η αβέβαιη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης και των επιπτώσεων της, η σταδιακή απόσυρση των μέτρων στήριξης, η ανατίμηση των πρώτων υλών, της ενέργειας, των προϊόντων και των υπηρεσιών, του επιπέδου και της διάρκειας του πληθωρισμού, σε βαθμό που ακόμη και ένας υψηλός ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο να μην αρκεί για να αντισταθμιστούν οι σοβαρές συνέπειες της μνημονιακής δεκαετίας και της περιόδου του κορονοϊού.
Στην προοπτική αυτών των αβεβαιοτήτων, των συζητήσεων και των αποφάσεων που θα διεξαχθούν και θα ληφθούν κατά το πρώτο εξάμηνο του 2022 στην Ευρωπαϊκή Ένωση, προβάλλονται, ιδιαίτερα από τα κράτη-μέλη της νότιας Ευρώπης, αιτιάσεις και αμφισβητήσεις στην άποψη χωρών της κεντρικής Ευρώπης για την αναγκαιότητα συνετούς διαχείρισης, μετά την πανδημία, των δημόσιων οικονομικών στην Ευρώπη.
- Κι’ αυτό γιατί υπονοείται επιστροφή στους δημοσιονομικούς κανόνες του «Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης», οι οποίοι καταλήγουν, όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος, στην περικοπή των δημόσιων και των κοινωνικών δαπανών καθώς και στην περιθωριοποίηση κάθε σκέψης και πολιτικής αναθεώρησης των δημοσιονομικών κανόνων στην Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η άποψη αυτή των νεοσυντηρητικών πολιτικών δυνάμεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης εξειδικεύεται με την κατάθεση των προγραμμάτων δημοσιονομικής σταθερότητας της τρέχουσας δεκαετίας στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, τα οποία περιλαμβάνουν μεταβολή της ετήσιας δημόσιας δαπάνης από 0,7% μέχρι 1,7% (εξαιρουμένου του πληθωρισμού), με στόχο την εξοικονόμηση πόρων τουλάχιστον της τάξης των 70 δις ευρώ.(Α.Martin, Alternatives Economiques,2/2/2022).
Στην κατεύθυνση αυτή περικοπής των δημόσιων και των κοινωνικών δαπανών υποστηρίζεται, μεταξύ των άλλων, ότι σταδιακά εξαλείφεται η ανάγκη περαιτέρω δανεισμού και αύξησης του δημόσιου χρέους, με αποτέλεσμα να δημιουργούνται οι προϋποθέσεις απαλλαγής των μελλοντικών γενεών να υπερφορολογούνται προκειμένου να συμμετέχουν στην αποπληρωμή του χρέους των προηγούμενων γενεών, ενδυναμώνοντας έτσι την διαγενεακή αλληλεγγύη και τις πολιτικές της δίκαιης φορολόγησης.
Παράλληλα, στο πλαίσιο αυτών των αντιλήψεων, η περιρρέουσα ατμόσφαιρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση στρέφεται κριτικά στις χώρες οι οποίες παρά το γεγονός ότι κατά την απελθούσα δεκαετία περιόρισαν με τις ασκούμενες πολιτικές τους το επίπεδο των δημόσιων και των κοινωνικών δαπανών, εντούτοις οι κοινωνικές αντιδράσεις και διεκδικήσεις, σε συνδυασμό και με το πολιτικό κόστος, συνέβαλαν στην διατήρηση ενός υψηλού επιπέδου δημόσιων δαπανών.
- Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί η Γαλλία, η οποία, παρά τις μειώσεις κατά την τελευταία δεκαετία, διατηρεί το υψηλότερο(55,6% του ΑΕΠ) επίπεδο δημοσίων δαπανών, μεταξύ των κρατών-μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, διατηρώντας παράλληλα το χαμηλότερο ποσοστό φτώχειας μεταξύ των κρατών-μελών (Α.Martin,2/2/2022).
Από την άλλη πλευρά τόσο από τις πολιτικές δυνάμεις των κρατών-μελών της νότιας Ευρώπης, όσο και από δημοκρατικές και ριζοσπαστικές πολιτικές δυνάμεις της βόρειας Ευρώπης υποστηρίζεται η αναγκαιότητα είτε της διαγραφής, είτε της μερικής διαγραφής του χρέους, είτε της αναδιάρθρωσης του χρέους, είτε της αναθεώρησης των δημοσιονομικών κανόνων του Συμφώνου Σταθερότητας και Ανάπτυξης, κ.λ.π..
Κι’ αυτό γιατί παρέχεται στα κράτη-μέλη η δυνατότητα αναδιανομής του εισοδήματος, αύξησης της ζήτησης και του ρυθμού ανάπτυξης διαμέσου της αύξησης των φορολογικών εσόδων και της φορολογίας του κεφαλαίου και του πλουσιότερου τμήματος του πληθυσμού, περιορίζοντας σταδιακά την αναγκαιότητα αύξησης του δανεισμού και του χρέους και μειώνοντας ταυτόχρονα την ποσοστιαία σχέση χρέους προς ΑΕΠ, διαμέσου της αύξησης της πρόσθετης ανάπτυξης η οποία θα καταστεί δυνατή από την πρόσθετη ζήτηση (Th.Grjebine,CEPII, 2022).
- Στην κατεύθυνση αυτή, το δημόσιο χρέος δεν θα αποτελεί το άγος των μελλοντικών γενεών αλλά προωθητικός παράγοντας της οικονομικής τους δραστηριότητας αφού θα χρησιμοποιηθεί για την χρηματοδότηση των επενδυτικών δαπανών (A.Martin, 2022). Μία τέτοια επιλογή του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, θα σημαίνει ότι η δημοσιονομική και κοινωνικο-οικονομική πορεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν θα χρησιμοποιήσει το χρέος ως εργαλείο επιβολής λιτότητας και σύστασης αποικιών χρέους στο εσωτερικό της.
Αντίθετα, θα σημαίνει ότι θα χρησιμοποιήσει το χρέος για να ανταποκριθεί στην ουσιαστική πρόκληση της Ευρώπης που είναι η προετοιμασία τόσο του μέλλοντος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο και των κρατών-μελών (Α.Martin,2022), με την διάθεση των συνολικών πόρων για την χρηματοδότηση των επενδύσεων για την κλιματική αλλαγή, τις αναπτυξιακές και κοινωνικές υποδομές, την παραγωγικο-τεχνολογική, ψηφιακή και ερευνητική ανασυγκρότηση, την αναβάθμιση της εργασίας και την ανασύσταση του κοινωνικού κράτους.
*Ομ.Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου, Δρ.Παντείου Πανεπιστημίου