Τζανακόπουλος: Η πρόταση δυσπιστίας είναι σε πλήρη αντιστοιχία με αυτό που αισθάνονται οι πολίτες
“Αυτή την πρόταση δυσπιστίας, την καταθέτει ο ΣΥΡΙΖΑ και ο πρόεδρος του Αλέξης Τσίπρας, συναισθανόμενος ακριβώς την ευθύνη του απέναντι στους πολίτες αλλά και σε απόλυτο συντονισμό με το λαϊκό αίσθημα”, ανέφερε ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ, Δημήτρης Τζανακόπουλος, ο πρώτος ομιλητής που ανέβηκε στο βήμα της ολομέλειας για να αναπτύξει τους λόγους που το κόμμα του προχώρησε στην κατάθεση της πρότασης μομφής σε βάρος της κυβέρνησης.
“Η πρόταση δυσπιστίας βρίσκεται σε συντονισμό και αντιστοιχία με αυτό που βιώνουν, αυτό που αισθάνονται οι πολίτες σε κάθε γωνιά της Ελλάδας. Σε συντονισμό με το πάνδημο ‘δεν πάει άλλο’. Δεν πάει άλλο με τους χιλιάδες νεκρούς από την πανδημία, δεν πάει άλλο με την κατάρρευση του ΕΣΥ, με την ακρίβεια που σαρώνει τα λαϊκά νοικοκυριά και λεηλατεί το εισόδημα των εργαζομένων. Με τη θεσμική παρακμή. Με τη διαφθορά. Με την υπονόμευση της δημοκρατίας αλλά και την ηθική κατάπτωση των πολιτειακών λειτουργιών. Δεν πάει άλλο με τον αυταρχισμό”, είπε ο Δημήτρης Τζανακόπουλος για να προσθέσει πως η κυβέρνηση έχει αποτύχει στρατηγικά σε κάθε πεδίο που κλήθηκε να διαχειριστεί και συνεπώς “είναι επιτακτική κοινωνική ανάγκη να φύγει, να φύγει τώρα”.
“Πριν ξεκινήσουμε, εκ μέρους της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ, οφείλουμε να ζητήσουμε μια προσωπική και ειλικρινή συγνώμη από τον κ. Μητσοτάκη, γιατί του χαλάμε το τριήμερο. Του χαλάμε άλλο ένα ανέμελο τριήμερο. Χαλάει άλλο ένα ανέμελο τριήμερο και για την ΚΟ της ΝΔ. Αυτά έχει η δημοκρατία δυστυχώς, ακόμη και για τους Λουδοβίκους, κυρίες και κύριοι της συμπολίτευσης. Σε κάθε περίπτωση, νομίζω ότι ο κ. Μητσοτάκης θα έχει άπλετο χρόνο να αναπληρώσει, αν κάνετε δεκτή την πρόταση δυσπιστίας”, πρόσθεσε ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ.
Αναφερόμενος σε όσα συνέβησαν τις τελευταίες ημέρες, ο κ. Τζανακόπουλος κατηγόρησε την κυβέρνηση και τον κ. Μητσοτάκη ότι είναι άφαντοι αν και οι πολίτες ζουν μέσα στα συντρίμμια του επιτελικού κράτους και επέρριψε βαρύτατες ευθύνες στην κυβέρνηση. “Είστε έτοιμοι να φορτώσετε τις ευθύνες σε οποιονδήποτε, αρκεί να μην μπει στο κάδρο ο Κυριάκος Μητσοτάκης“, είπε ο Δημήτρης Τζανακόπουλος και αναφέρθηκε σε έναν προς έναν τους υπουργούς της κυβέρνησης που δεν λογοδοτούν και δεν αναλαμβάνουν την πολιτική ευθύνη για τη διαχείριση της κακοκαιρίας: “Ποιος λογοδότησε σήμερα; Λογοδότησε ο κ. Στυλιανίδης, η χρυσή μεταγραφή; Λογοδότησε ο κ. Σκέρτσος για το φιάσκο της Αττικής Οδού; Λογοδότησε ο κ. Σκρέκας για το φιάσκο με τις διακοπές ρεύματος, σε χιλιάδες νοικοκυριά; Λογοδότησε ο κ. Θεοδωρικάκος; Ο κ. Καραμανλής για τις συγκοινωνίες, για τα διαλυμένα τρένα; Αυτή είναι η αποκαθήλωση του επιτελικού κράτους, η μετατροπή του σε επιτελικό χάος”.
Όπως δε ανέφερε ο κ. Τζανακόπουλος μαζί με τη συντριβή του επιτελικού κράτους, “έχουμε και την πολιτική και ηθική αποκαθήλωση του κ. Γεραπετρίτη, του εμπνευστή του επιτελικού κράτους”, διότι τις τελευταίες ημέρες εξελίσσεται μια άλλη ύποπτη και σκοτεινή ιστορία, μια ιστορία συνομιλιών, συναλλαγών, συνδιαλλαγών και εκβιασμών, “η ιστορία της σχέσης του κυρίου καθηγητή με τον κ. Φουρθιώτη“. “Το δεξί χέρι του κυρίου Μητσοτάκη είναι σήμερα στο χέρι του κ. Φουρθιώτη”, είπε ο γραμματέας του ΣΥΡΙΖΑ και πρόσθεσε ότι σήμερα έχει καταντήσει η κυβέρνηση να την εκβιάζει ένας υπόδικος, δήθεν δημοσιογράφος.
Ο κ. Τζανακόπουλος κατηγόρησε επίσης την κυβέρνηση για στρατηγική αποτυχία στη διαχείριση της πανδημίας και του κύματος τη ακρίβειας. Επισήμανε ότι η Ελλάδα έχει φτάσει στο τραγικό σημείο να έχει διπλάσιο αριθμό νεκρών ανά εκατομμύριο κατοίκων, από το μέσο όρο της ΕΕ, για να υπογραμμίσει ότι θα μπορούσε να έχουν σωθεί τουλάχιστον οι μισοί από τους 23.000 ανθρώπους που έχουν χαθεί, αν η κυβέρνηση είχε στηρίξει το ΕΣΥ.
Τέλος, για την ακρίβεια, ο κ. Τζανακόπουλος επισήμανε ότι ο μέσος μισθός έχει χάσει το 13,7% της αγοραστικής του δύναμης, την ίδια ώρα που η κυβέρνηση πανηγυρίζει ότι η οικονομία ανακάμπτει και ότι η Ελλάδα οδηγείται σε ημέρες ευημερίας. Είναι αυτό το σημείο δε που ο κ. Τζανακόπουλος υπογράμμισε ότι τώρα είναι επιτακτική ανάγκη να ανέβει ο κατώτατος μισθός στα 800 ευρώ, δεδομένου ότι στην Ελλάδα σήμερα ο κατώτατος μισθός είναι χαμηλότερα από ό,τι ήταν το 2010.