Μακρά προεκλογική περίοδος με αβέβαιη έκβαση
Σε ανάλυσή μου στο anatropinews.gr υπό τον τίτλο “ΚΙΝ.ΑΛ 18,5%;” περιέγραφα προ ημερών πως η δημοσκοπική άνοδος του τρίτου κόμματος υπό τη νέα ηγεσία του Νίκου Ανδρουλάκη αποτελεί πλέον μία πολιτική τάση που δεν πρέπει να υποτιμηθεί.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Όσον κι αν φαίνεται παράδοξο το γεγονός πως ένα κόμμα που πριν δύο μήνες εμφανιζόταν δημοσκοπικά με ποσοστό κοντά στο 8% να φτάνει τώρα σε διπλάσιο ποσοστό στην “Πρόθεση Ψήφου”, η εξήγηση αφορά αναμφίβολα την απώλεια δυναμικής των δύο μεγαλύτερων κομμάτων. Η αμφισημία που εκπέμπει το νέο ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ δεν εκλαμβάνεται ως αδυναμία και απουσία πολιτικής ταυτότητας από μεγάλη μερίδα του εκλογικού σώματος αλλά ως διέξοδος από τον εγκλωβισμό του δικομματικού “πολέμου” και την ομηρία της πόλωσης. Ο Νίκος Ανδρουλάκης έρχεται να υποκαταστήσει τον “Κανέναν” των δημοσκοπικών ευρημάτων και να πλαγιοκοπήσει τόσο τη Ν.Δ, όσο και τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ.
Ο παρακάτω πίνακας από την πρόσφατη μέτρηση της Metron Analysis (Mega Channel) -εφόσον επιβεβαιωθεί και από άλλες- παραπέμπει σε πολιτικές αναμετρήσεις σε βορειοευρωπαϊκή χώρα όπου περισσότερα κόμματα συνωστίζονται στην κλίμακα εκείνων που είτε μπορούν να διεκδικήσουν την εξουσία (ανάλογα με το εκλογικό σύστημα), είτε να συμμετάσχουν σε κυβερνήσεις συνεργασίας.
Υποτίμηση από την κυβέρνηση
Η κυβέρνηση υποτίμησε αρχικά την δυναμική που θα μπορούσε να αποκτήσει το ΚΙΝ.ΑΛ με την εκλογή νέου αρχηγού. Επαναπαύτηκε στην στασιμότητα των δημοσκοπικών ποσοστών του ΣΥΡΙΖΑ και θεώρησε ως πιθανότερη την εκδοχή ο Νίκος Ανδρουλάκης να επαναπατρίσει ψηφοφόρους που έχουν εγκατασταθεί σταδιακά μετά το 2012 στην αρκετά ευρύχωρη πολιτική ομπρέλα του Αλέξη Τσίπρα.
Όλες οι τελευταίες μετρήσεις δείχνουν, ωστόσο, μια ραγδαία απώλεια εμπιστοσύνης για την κυβέρνηση και δη στον σκληρό πυρήνα της υπεροχής της διακυβέρνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη: επιτελικό κράτος, τεχνοκρατική διαχείριση, οικονομία, πανδημία. Αναμφίβολα ως προς αυτό έχουν επιδράσει και οι συγκυριακές συνθήκες στην παγκόσμια οικονομία (πληθωρισμός, ενεργειακή κρίση, κύμα ακρίβειας και ανατιμήσεων κ.ά) μαζί με την εξαιρετικά αργή υποχώρηση του πανδημικού κύματος.
Ο μέσος ψηφοφόρος, ωστόσο, δεν σκέπτεται -και σωστά- με όρους παγκοσμιοποίησης και έκτακτων συνθηκών, απαιτεί λύσεις και ασφάλεια από την δική του κυβέρνηση στον παρόντα χρόνο.
Ο Ανδρουλάκης μεταβάλλεται σε έναν καταλύτη εξελίξεων όχι λόγω της αξίας του ή του πολιτικού κεφαλαίου που εκπροσωπεί αλλά ως μία εναλλακτική διέξοδος της απογοήτευσης και της δυσαρέσκειας.
Θεωρητικά, κάτι τέτοιο μπορεί να περιοριστεί εάν, αφενός ο ίδιος δεν κομίσει σύντομα εχέγγυα ενός διακριτού πολιτικού στίγματος, και αφετέρου εάν τα δύο μεγαλύτερα κόμματα κατορθώσουν να περιορίσουν την μάχη στο πεδίο της αντιπαράθεσης ευκρινών προγραμμάτων διακυβέρνησης. Η πόλωση μπορεί, όμως, να βοηθά τη Ν.Δ και τον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ ως προς το δεύτερο, από την άλλη, ωστόσο, αυτό ίσως αποτελεί και μία μεγάλη πλάνη. Όταν για παράδειγμα η οξύτητα αφορά τον Πολάκη, ή τον Φουρθιώτη -και άλλα παρόμοια θέματα-, αυτό είναι πιθανό να επιταχύνει την απογοήτευση για τον δικομματισμό και να ενισχύσει το γοητευτικά σερβιριζόμενο “μη-σχέδιο” της νέας ηγεσίας του ΚΙΝ.ΑΛ.
Ο Νίκος Ανδρουλάκης εμφανίζεται να υποστηρίζει (με βάση τις δύο τελευταίες συνεντεύξεις του στον Alpha και την “Εστία”) πως επιδιώκει μία “σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση” και πως δεν πρόκειται να προσχωρήσει σε ένα σχέδιο συγκυβέρνησης με τη Ν.Δ. Το Μέγαρο Μαξίμου έσπευσε να αντιμετωπίσει την πρώτη δήλωση ως θέμα που αφορά την “κεντροαριστερή πολυκατοικία”, την δε δεύτερη ως εκλογικό διάδρομο που διευκολύνει την αυτοδυναμία στην δεύτερη εκλογική αναμέτρηση.
Τίποτε, όμως, δεν είναι στατικό στην πολιτική. Η σοσιαλδημοκρατία που επαγγέλλεται ο Ανδρουλάκης δεν φαντάζει ως έγκλημα καθοσιώσεως στα μάτια πολλών ψηφοφόρων του λεγόμενου κέντρου που έχουν προτιμήσει κατά το πρόσφατο παρελθόν τη Ν.Δ. Η δε απόρριψη κάθε πιθανότητας συγκυβέρνησης Ν.Δ-ΚΙΝ.ΑΛ καθιστά την πρώτη “ανάδελφη”, υπό την έννοια πως δεν διαθέτει δυνητικούς συμμάχους.
Υπάρχει, δε, και η πολιτική πρωτοτυπία ως προς την πρώτη αναμέτρηση με το σύστημα της απλής αναλογικής. Η κυβέρνηση μπορεί να απορρίπτει την κουλτούρα συνεργασιών που απορρέουν από αυτήν, όμως αυτό σε εκλογικό χρόνο ίσως αναγνωριστεί ως αδυναμία και προσβολή της ίδιας της λαϊκής ετυμηγορίας.
Ενδεικτικό της ρευστότητας είναι και το σενάριο που ακούγεται εδώ και λίγο καιρό για την πιθανότητα να φέρει η κυβερνητική πλειοψηφία στη Βουλή νέο σχέδιο αλλαγής του εκλογικού νόμου. Ήδη έχει περάσει το σύστημα με το κλιμακωτό εκλογικό μπόνους (αποδίδεται στον υπουργό Επικρατείας Γιώργο Γεραπετρίτη), το οποίο, όμως, υπό τις παρούσες συνθήκες και την διατρητική ισχύ -στον τοίχο του δικομματισμού- που φαίνεται να αποκτά το ΚΙΝ.ΑΛ δεν επαρκεί να δώσει την επιδιωκόμενη αυτοδυναμία.
Συγκεκριμένα, απαιτείται ποσοστό 38% για μία αρκετά έως πολύ οριακή κοινοβουλευτική πλειοψηφία και οι πληροφορίες λένε πως το υπουργείο Εσωτερικών εξετάζει την πλήρη επαναφορά του νόμου Παυλόπουλου (μπόνους 50 εδρών), αν και κάτι τέτοιο δεν επιβεβαιώνεται. Ο Μάκης Βορίδης είπε, όμως, πως “αυτή τη στιγμή δεν εξετάζεται αλλαγή του εκλογικού νόμου” και αυτό το “αυτή τη στιγμή” γεννά εκ των πραγμάτων καχυποψία.
Με βάση την δημοσκόπηση της Metron Analysis προκύπτουν επίσης τα εξής:
Η εκτίμηση ψήφου δίνει στη ΝΔ ποσοστό 36% (μακριά από την αυτοδυναμία), στον ΣΥΡΙΖΑ 24,2%, στο ΚΙΝΑΛ 18,5%, στο ΚΚΕ 5,4%, στην Ελληνική Λύση 5% και στο ΜέΡΑ25 4,1%. Ενδιαφέροντα, ωστόσο, και πιθανώς ενδεικτικά της ευρύτερης δυναμικής που αναπτύσσεται είναι τα στοιχεία για την εκλογική επιρροή του κάθε κόμματος (πόσο πιθανό θεωρείται από τους ερωτηθέντες να το ψηφίσουν).
Στα παραπάνω πρέπει να λαμβάνει κανείς υπόψιν του την σταθερή υποεκπροσώπηση σε όλες τις μετρήσεις των τελευταίων ετών του ποσοστού του ΣΥΡΙΖΑ, κάτι που μπορεί να οδηγήσει με σχετική ασφάλεια στην εκτίμηση πως το ανώτατο όριο του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι αρκετά μεγαλύτερο.
Σύμφωνα με την έρευνα, τα όρια της εκλογικής επιρροής του ΚΙΝΑΛ φτάνουν στο 49%, της ΝΔ στο 46%, ενώ σημαντικά χαμηλότερα είναι του ΣΥΡΙΖΑ, που περιορίζονται στο 35%. Συνδυαστικά προς αυτό, αξιοσημείωτο στοιχείο θεωρείται ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης είναι ο δημοφιλέστερος πολιτικός αρχηγός, με 54% θετικές γνώμες, έναντι 46% του Κυριάκου Μητσοτάκηκαι 31% του Αλέξη Τσίπρα.
Όσον αφορά τα ανώτατα όρια, όπως περιέγραψε και σχετική ανάλυση στο “Βήμα της Κυριακής”, που μπορούν να φτάσουν τα κόμματα, η ΝΔ εμφανίζεται ικανή να φτάσει έως και το 38,6%, ποσοστό το οποίο θα της έδινε οριακά την αυτοδυναμία (σε εκλογές με σύστημα ενισχυμένης αναλογικής), ενώ το ΚΙΝΑΛ έχει ένα ενδεχόμενο ανώτατο όριο της τάξης του 20,6%, με το αντίστοιχο του ΣΥΡΙΖΑ να φτάνει στο 26,5%.
Ο χρόνος των εκλογών
Παρότι ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν θα είχε λόγο σε μια τέτοια περίπτωση να διακινδυνεύσει την άνοδό του με συμμετοχή σε κυβερνητικό σχήμα, αξίζει να παρατηρηθούν τα εξής:
πρώτον, ακόμα και υπό αυτές τις συνθήκες το ανώτατο όριο για τη Ν.Δ οριακά αγγίζει την αυτοδυναμία (σημείωση: θα ήταν πραγματικός πολιτικός άθλος για τον Κυριάκο Μητσοτάκη εάν κέρδιζε ποσοστό που να απέχει μόλις μία μονάδα από εκείνο της εκλογικής νίκης του το 2019),
δεύτερον, το άθροισμα ΣΥΡΙΖΑ+ΚΙΝ.ΑΛ φθάνει σε ποσοστό αρκετά έως πολύ μεγαλύτερο εκείνου της Ν.Δ δημιουργώντας, πιθανώς, μία από τα κάτω πίεση συνεργασιών στον χώρο της κεντροαριστεράς (δεδομένων των δηλώσεων Ανδρουλάκη).
Όλα τα παραπάνω θα κρίνουν πιθανότατα και τον χρόνο διεξαγωγής των εθνικών εκλογών. Δηλαδή, θα επιδιώξει, όντως, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, όπως έχει επανειλημμένα δηλώσει, να εξαντλήσει την κυβερνητική θητεία ώστε οι εκλογές να διεξαχθούν μάλλον την άνοιξη του 2023, ή θα φλερτάρει με την ιδέα πρόωρης προσφυγής τους επόμενους μήνες με την ελπίδα να βρει απροετοίμαστους τους Αλέξη Τσίπρα (με δεδομένο ότι έχει μπροστά του το συνέδριο και την απευθείας εκλογή ηγεσίας από τη βάση που αμφισβητείται από μερίδα των στελεχών) και Νίκο Ανδρουλάκη, και, κυρίως, να προλάβει πιθανή αύξηση της λαϊκής δυσαρέσκειας;
Εκ των πραγμάτων, πάντως, έχουμε εισέλθει σε μια μακρά προεκλογική περίοδο που συνοδεύεται από πολιτική αβεβαιότητα. Θα διεξαχθούν δύο εκλογικές αναμετρήσεις που ίσως δεν αποδειχθούν αρκετές, ή εάν η Ν.Δ αναδειχθεί πρώτο κόμμα στη δεύτερη από αυτές αλλά με οριακή πλειοψηφία θα διανύσει μία ακόμα κυβερνητική θητεία υπό συνθήκες πολιτικής πίεσης. Έχει αποδειχθεί, άλλωστε, κατά το παρελθόν, πως οριακές κοινοβουλευτικές πλειοψηφίες δεύτερης κυβερνητικής θητείας δύσκολα αντέχουν να ολοκληρώσουν την τετραετία. Το 2024, άλλωστε, θα διεξαχθούν ευρωεκλογές και το 2023 εκλογές για την περιφερειακή και τοπική αυτοδιοίκηση, οι οποίες προσφέρονται για την έκφραση της δυσαρέσκειας των πολιτών αλλά και για κομματικές συνεργασίες. Ενώ το 2025 έχουμε και την εκλογή Προέδρου Δημοκρατίας.
Μακρά προεκλογική περίοδος, λοιπόν, με αβέβαιη πολιτική έκβαση…