Όταν η Ρίκα Διαλυνά συνάντησε τον Μενέλαο Λουντέμη- Μια επεισοδιακή συνάντηση με τον σπουδαίο λογοτέχνη
Πολυγραφότατος και πολυδιαβασμένος λογοτέχνης, ο επονομαζόμενος και Μαξίμ Γκόργκι της Ελλάδας. Η «πένα» του έχει αμεσότητα, λυρισμό, δύναμη και ρεαλισμό. Έργα του, όπως τα μυθιστορήματα «Συννεφιάζει», «Οι κερασιές θα ανθίσουν φέτος» και το μπεστ-σέλερ «Ένα παιδί μετράει τ’ άστρα» διαβάστηκαν πολύ από τη νεολαία τις δεκαετίες του ’50, του ’60 και του ’70.
Γεννήθηκε το 1906 ή κατ’ άλλους το 1912 στο χωριό Αγία Κυριακή της Μικράς Ασίας και το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος Μπαλάσογλου ή Βαλασιάδης. Μετά τη μικρασιατική καταστροφή, η οικογένειά του περιπλανήθηκε αρκετά, μέχρι να εγκατασταθεί το 1923 στο χωριό Εξαπλάτανος της Έδεσσας.
Η οικογένειά του ήταν εύπορη, αλλά έχασε τα πάντα στον Μεγάλο Ξεριζωμό. Έτσι, ο νεαρός Δημήτρης αναγκάστηκε από τα νεανικά του χρόνια να εργαστεί σκληρά ως λαντζέρης, λούστρος, ψάλτης, δάσκαλος και επιστάτης στα έργα του Γαλλικού Ποταμού (Λουδίας). Από τον ποταμό Λουδία εμπνεύστηκε το φιλολογικό του ψευδώνυμο Λουντέμης. Η στράτευσή του στην Αριστερά και η πολιτική δράση μέσα από τις γραμμές του ΚΚΕ του στοίχισε την αποβολή του απ’ όλα τα γυμνάσια της χώρας.
Στα ελληνικά γράμματα εμφανίσθηκε πολύ νωρίς, το 1927, με δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε εφημερίδες της Έδεσσας. Το 1930 ποιήματα και διηγήματά του δημοσιεύτηκαν στο λογοτεχνικό περιοδικό «Νέα Εστία», ενώ το 1934 υπογράφει για πρώτη φορά ως Μενέλαος Λουντέμης στο διήγημά του «Μια νύχτα με πολλά φώτα κάτω από μια πόλη με πολλά αστέρια».
Έπειτα από μια οδύσσεια μετακινήσεων, ο Λουντέμης θα έλθει στην Αθήνα και θα γνωριστεί με αριστερούς διανοούμενους, οι οποίοι σύχναζαν στη λέσχη «αν Σουσί» της οδού Πατησίων. Καθοριστική ήταν η γνωριμία του με τους διακεκριμένους ομοτέχνους του Κώστα Βάρναλη, Άγγελο Σικελιανό και Μιλτιάδη Μαλακάση. Ο τελευταίος θα τον βοηθήσει να βρει δουλειά ως βιβλιοθηκάριος στην «Αθηναϊκή Λέσχη» και να ανασάνει οικονομικά.
Την ίδια εποχή αναπτύσσει στενή φιλία με τον καθηγητή της Φιλοσοφικής Δημήτρη Βέη, ο οποίος θα τον δεχθεί ως ακροατή στις παραδόσεις του, αφού ο Λουντέμης δεν μπορούσε να εγγραφεί στη Φιλοσοφική, καθώς δεν είχε τελειώσει το γυμνάσιο, λόγω των πολιτικών του περιπετειών και της οικονομικής του ανέχειας. Το 1938 ήταν ήδη φτασμένος συγγραφέας και τιμήθηκε με το Μέγα Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας για τη συλλογή διηγημάτων του «Τα πλοία δεν άραξαν».
Στην κατοχή οργανώθηκε στο ΕΑΜ και διετέλεσε γραμματέας της οργάνωσης διανοουμένων. Κατά τον εμφύλιο συλλαμβάνεται για τα αριστερά του φρονήματα, δικάζεται για εσχάτη προδοσία και καταδικάζεται σε θάνατο, ποινή που δεν εκτελέστηκε ποτέ. Αντ’ αυτού, εξορίζεται σε στρατόπεδα συγκέντρωσης στη Μακρόνησο και στον Άη Στράτη, μαζί με το Θεοδωράκη και τον Ρίτσο.
Η συνάντηση
Την περιγραφή εκείνης της επεισοδιακής συνάντησης με τον Μενέλαο Λουντέμη που σημάδεψε την ζωή της έκανε η ίδια η Ρίκα Διαλυνά πριν μερικά χρόνια στην Lifo: Ακούστε, έχει ενδιαφέρον η ιστορία! Επειδή από μικρό παιδί έγραφα, μου άρεσε να γράφω επιστολές στους συγγραφείς που είχα διαβάσει. Δεν τις έστελνα φυσικά, τις κράταγα στο συρτάρι μου. Οι φίλες μου μού έκαναν δώρα βιβλία, αλλά ήταν τόσο άσχετες, που έχω ακόμα τον «Άμλετ» στα αρχαία ελληνικά. Ήθελα από παιδί να συνομιλώ με μεγαλύτερους ανθρώπους, με τους οποίους όμως, αν συναντούσα, με έπιανε μουγγαμάρα και δεν τους μιλούσα.
Είχα μεγάλο πάθος με τον Μενέλαο Λουντέμη κι όταν μπήκα στην Καλών Τεχνών, τρέλαινα τους συμφοιτητές μου μιλώντας τους γι’ αυτόν. Μου λέει μια μέρα ένας: «Απέναντι απ’ τη σχολή μας θα γίνει μια βραδιά Ελλήνων Επιστημόνων και θα μιλήσει ο Λουντέμης. Είναι οικογενειακός φίλος και με έχει καλέσει. Θες να έρθεις;». «Δεν μπορώ, οι θείοι μου είναι πολύ αυστηροί και δεν θα με αφήσουν. Να έρθω με τη θεία μου;» «Με τη θεία σου; Είσαι στα καλά σου;» Κάθε βράδυ ο θείος μου μας κλείδωνε τις πόρτες για να μη βγαίνω ούτε εγώ ούτε η ξαδέρφη μου. Πού θα μου ξαναδινόταν, όμως, η ευκαιρία να γνωρίσω τον Λουντέμη; Μέναμε σε μια δίπατη μονοκατοικία, στον απάνω όροφο εγώ με την ξαδέρφη μου. Συνεννοηθήκαμε, είχα ειδοποιήσει και τον συμφοιτητή μου κι έβγαλα την ανεμόσκαλα από το παράθυρο.
Στη δε ξαδέρφη μου είχα δέσει ένα κορδονάκι στο χέρι της για να μου ξαναρίξει τη σκάλα όταν θα επέστρεφα. Φτάνουμε στο ξενοδοχείο «Ακροπόλ» απέναντι απ’ τη σχολή και μου λέει ο συμφοιτητής: «Περίμενε εσύ εδώ λίγο, να πάω μέσα να βρω τον Λουντέμη». Έκοβα βόλτες περήφανη που θα συναντούσα τον αγαπημένο μου λογοτέχνη. Κάποια στιγμή περνάει ένας κύριος και λέει «Τι κάνει το κοριτσάκι εδώ;». Γυρνάω εγώ με ύφος: «Περιμένω τον κ. Λουντέμη!». Φεύγει, γυρίζει μετά από λίγο, μου κάνει: «Ελάτε μαζί μου, σας περιμένει ο κ. Λουντέμης». Τον ακολουθώ κορδωμένη εγώ, μπαίνω σε μια αίθουσα όπου κάθονταν όλοι οι διανοούμενοι –μου τους σύστησε έναν-έναν, αλλά ούτε που τους ήξερα– και ρωτάω: «Και ο κ. Λουντέμης πού είναι;». «Αν δεν κάνω λάθος, εγώ είμαι ο Λουντέμης» μου απαντάει!
Άρχισε να μου λέει πολλά πράγματα, είδε πως του μιλούσα κι εγώ και με ρώτησε ευθέως: «Θες να ζωγραφίσεις το εξώφυλλο του βιβλίου μου με ποιήματα που θα κυκλοφορήσει;» Τρελάθηκα! «Το έχω δώσει σε άλλον», μου εξήγησε, «αλλά θέλω εσένα να το κάνεις, γι’ αυτό μέχρι τις 7 αύριο το πρωί πρέπει να ‘χω το σχέδιο». Ήταν το έργο του με τίτλο «Κραυγή στα Πέρατα» και ήθελε να φτιαχτεί ένα συρματόπλεγμα ως πλαίσιο στο εξώφυλλο. «Να βάλουμε κι ένα χέρι με ένα κόκκινο τριαντάφυλλο για να ‘χει και λίγο χρώμα;» προτείνω κι αυτός μου λέει «ναι». Την ώρα που πάω να φύγω, βλέπω τον συμφοιτητή μου: «Ρίκα», μου λέει, «δεν τον βρήκα τον κ. Λουντέμη». «Καλά», του λέω, «να σ’ τον γνωρίσω εγώ τον κ. Λουντέμη». (γέλια) Γυρίζω σπίτι, τραβάω το κορδονάκι για να ξυπνήσει η ξαδέρφη μου και να μου ρίξει την ανεμόσκαλα κι όλη τη νύχτα ζωγράφιζα το σχέδιο.
Σηκώθηκα πρωί-πρωί, τράβηξα μία την πόρτα και χτύπησα το μάτι μου και μέχρι να φτάσω στον Λουντέμη δεν ήξερα αν μου είχε χυθεί το μάτι στον δρόμο. Μάλιστα, επειδή ο θείος μου μας έδινε χρήματα ίσα-ίσα για τα εισιτήρια του λεωφορείου, τη μισή διαδρομή την έκοψα με τα πόδια. Έδωσα στον Λουντέμη το σχέδιο, του άρεσε πολύ, με ευχαρίστησε κι έκανε να μου δώσει ένα μεγάλο χρηματικό ποσό. «Δεν τα θέλω τα λεφτά», του είπα, «η τέχνη δεν πρέπει να πληρώνεται». Κι εγώ δεν είχα ούτε το εισιτήριο για να γυρίσω σπίτι! «Να γράψετε όμως το όνομά μου» του λέω. Το έγραψε, αφού με ρώτησε πως με λένε, και εκεί του ξαναείπα: «Κάτι δεν γράψατε σωστά». «Ρίκα δεν σε λένε;» «Ναι, αλλά θα βάλετε πρώτα δεσποινίς Ρίκα Διαλυνά».
— Βγήκε, τελικά, το βιβλίο με το σχέδιό σας; Η «Κραυγή στα Πέρατα» μελοποιήθηκε στα ’70s από τον Σπύρο Σαμοΐλη, αν το γνωρίζετε.
Όχι, δεν το γνώριζα, αλλά με το βιβλίο αυτό και τα καλλιστεία στη συνέχεια έγινε παγκόσμιο θέμα! Είχα μπει στη ρότα των καλλιστείων και με γύριζαν σαν αξιοθέατο –Ελληνίδα, Κρητικοπούλα– σε ολόκληρη την Κρήτη μαζί με τους γονείς μου. Όταν φτάνουμε στην Αθήνα, με ειδοποιούν πως ήθελε να με δει ο Μπότσης της «Απογευματινής».
Πάμε με τους γονείς μου στο σπίτι του Σάκη και της Έλλης Μπότση, όπου μου αναγγέλλουν ότι μου απαγορευόταν να ταξιδέψω στις ΗΠΑ επειδή ήμουν τάχα αριστερή, επειδή είχα συνεργαστεί με έναν κομμουνιστή καλλιτέχνη. «Είμαι εγώ αριστερή;», άρχισα να φωνάζω, «εγώ είμαι δεξιά, να!» και πιάνω δύο μολύβια κιόλας για να τους δείξω ότι γράφω με το δεξί – τέτοια άγνοια είχα!
Ήταν η περίοδος του μακαρθισμού τότε και όποιος είχε οποιαδήποτε σχέση με την αριστερά, του απαγορευόταν η είσοδος στην Αμερική. Έστειλαν μιαν άλλη στη θέση μου, μόνο που άρχισε διεθνής διαμαρτυρία. Οι εφημερίδες έγραφαν: «Ολόκληρη Αμερική και φοβάται ένα κοριτσόπουλο!».
Καθημερινά δημοσιογράφοι απ’ όλα τα μέρη του κόσμου με ρωτούσαν τι σκόπευα να κάνω, αλλά εγώ είχα στενοχωρηθεί τόσο, που είπα του πατέρα μου: «Μπαμπά, δεν πειράζει, δεν θέλω να πάω, ας πάει η άλλη κοπέλα στη θέση μου». «Όχι, θα πας», επέμενε εκείνος, «αυτά τα πράγματα αλλάζουν συνέχεια, εσύ θα κάνεις όμως αυτό που θες τόσο πολύ». Συμβαίνει να δω ένα άλλο όνειρο τότε: ήμουν σ’ έναν ερημικό δρόμο και συναντώ έναν παχουλό, μεγάλο κύριο με γυαλιά. «Κύριε Αναστασιάδη μου!» του φωνάζω, χωρίς να ξέρω κανέναν Αναστασιάδη. «Εγώ είμαι εδώ για σένα» μου λέει αυτός. Τις επόμενες μέρες έλεγα «λες να γίνει καμιά “ανάσταση”» με το θέμα μου; Διηγήθηκα το όνειρο στους δημοσιογράφους κι έκανε τον γύρο του κόσμου. Κι ένα βράδυ, στις 3 τα χαράματα, μου χτυπάνε την πόρτα ξένοι και Έλληνες δημοσιογράφοι.
— Καλά, σας ξύπνησαν κανονικά μες στη μαύρη νύχτα;
Ναι, δεν υπήρχαν τηλέφωνα τότε. Μου λένε: «Φεύγεις για Αμερική! Έδωσε την άδεια ο Ντάλας, ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, για να πας τελικά!». Μου φέρνουν και μια φωτογραφία του: «Α, ο κ. Αναστασιάδης» αναφωνώ! «Όχι, δεν τον λένε Αναστασιάδη, ο Ντάλας είναι αυτός, ο Αμερικανός υπουργός που σου δίνει άδεια». Ήταν η τελευταία μου ευκαιρία να προλάβω τον διαγωνισμό. Αρχίσαμε να τρέχουμε σε πρεσβείες για τις βίζες και όλα αυτά και ο τελευταίος που πάτησε σφραγίδα στο διαβατήριό μου λεγόταν Αναστασιάδης!
— Ε, τώρα, αυτό δεν το λες και τυχαίο!
Μα, εμένα μου συνέβαιναν συνέχεια τέτοια πράγματα, ήταν κάτι το απίστευτο! Άσε που δεν έδιναν λεφτά δεύτερη φορά για τα εισιτήρια, αφού είχαν δώσει ήδη για τα εισιτήρια της αντικαταστάτριάς μου. «Ρίκα, δεν θα λυγίσεις μπροστά σ’ αυτό που θες να κάνεις» μου έλεγε ο πατέρας μου.
Πηγή: Lifo