Αποκάλυψη 50 χρόνια μετά: Υποψήφιος για το Νόμπελ Λογοτεχνίας ο Γιάννης Ρίτσος το 1971
Τις τελευταίες μέρες δόθηκε στη δημοσιότητα η λίστα των υποψηφίων για το Νόμπελ Λογοτεχνίας του 1971, η οποία βγαίνει στο φως όταν περάσουν 50 χρόνια. Ανάμεσα στους υποψήφιους ήταν και ο σπουδαίος Έλληνας ποιητής Γιάννης Ρίτσος.
Το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας για το 1971 έλαβε ένας άλλος μεγάλος κομμουνιστής ποιητής, ο Χιλιανός Πάμπλο Νερούδα και όπως φαίνεται, αν δεν το κέρδιζε αυτός δεν θα ήταν απίθανο να βραβευτεί ο Ρίτσος.
Μάλιστα ο Νερούδα, όταν έλαβε το Νόμπελ, δεν δίστασε να δηλώσει: «Υπάρχει ένας άλλος ποιητής που αξίζει πολύ περισσότερο από μένα αυτήν την τιμή, ο Γιάννης Ρίτσος».
Ανάμεσα στα 90 ονόματα της λίστας, πέρα από τον Γ. Ρίτσο, διαβάζουμε ότι υποψήφιοι ήταν και οι Χόρχε Αμάντο, Λουί Αραγκόν, Άρθουρ Μίλερ, Τένεσι Ουίλιαμς και πολλοί άλλοι σπουδαίοι λογοτέχνες.
Ο Ρίτσος εκτιμούσε τον Νερούδα και μάλιστα αναφέρεται σε αυτόν στο περίφημο ποίημά του «Γράμμα στον Ζολιό Κιουρί», όντας εξόριστος στον Άη Στράτη.
«Γράμμα στον Ζολιό Κιουρί»
…Ζολιό, πες και στους άλλους αδελφούς μας
στον Έρεμπουργκ, στον Αραγκόν και στον Νερούντα,
στον Ελυάρ, στον Πικασσό και σ’ όλα μας τ’ αδέρφια
πως είμαστε δω πέρα τρεις χιλιάδες εξόριστοι
όχι για τίποτ’ άλλο, αδέρφια μου, παρά μονάχα, να, γιατί και ‘μεις όπως και ‘σεις
σηκώνουμε στη ράχη μας ένα αγκωνάρι απ’ το καμένο σπίτι μας
να χτίσουμε για κείνους που θα ‘ρθούν ένα καινούργιο σπίτι με πολλά παράθυρα
πολλά φαρδιά παράθυρα προς την ανατολή…».
Το 1970 ο θάνατος της αδελφής του Νίνας είναι η αφορμή για να συνθέσει ο Γιάννης Ρίτσος τον ποιητικό μονόλογο «Η Ελένη»:
«Ναι, ναι, — εγώ είμαι. Κάτσε λίγο. Κανένας πια δεν έρχεται. Κοντεύω
να ξεχάσω τα λόγια. Κι ούτε χρειάζονται. Πλησιάζει θαρρώ το καλοκαίρι·
σαλεύουν αλλιώς οι κουρτίνες —κάτι θέλουν να πουν,— ανοησίες. Η μια τους
έχει βγει κιόλας έξω απ’ το παράθυρο, τραβιέται, να σπάσει τους κρίκους,
να φύγει πάνω απ’ τα δέντρα, —ίσως κιόλας να ζητάει να τραβήξει
ολόκληρο το σπίτι κάπου αλλού— μα το σπίτι αντιστέκεται μ’ όλες τις γωνιές του
και μαζί του κι εγώ, παρότι νιώθω, εδώ και μήνες, ελευθερωμένη
απ’ τους νεκρούς μου κι απ’ τον ίδιο τον εαυτό μου· κι αυτή μου η αντίσταση,
ακατανόητη, αθέλητη, ξένη, είναι το μόνο δικό μου — ο δεσμός μου
με τούτο το κρεβάτι, με τούτη την κουρτίνα· — είναι κι ο φόβος μου, σα να κρατιέμαι
ολόσωμη απ’ αυτό το δαχτυλίδι με τη μαύρη πέτρα που φοράω στο δείχτη…».