Κάτι έχει αλλάξει στο Μαξίμου σχετικά με τις εκλογές;

 Κάτι έχει αλλάξει στο Μαξίμου σχετικά με τις εκλογές;

Οι διαρροές που γίνονται το τελευταίο χρονικό διάστημα από το Μέγαρο Μαξίμου κάνουν λόγο για μεταβολή της θέσης του Κυριάκου Μητσοτάκη σχετικά με τον χρόνο προκήρυξης των εκλογών. Από τις επανειλημμένες και δημοσίως διατυπωμένες δεσμεύσεις του πρωθυπουργού ότι οι κάλπες θα στηθούν στο τέλος της κυβερνητικής θητείας λέγεται πλέον πως “εκλογές θα διεξαχθούν όταν θα είναι βέβαιο πως θα κερδηθούν άνετα”.

του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ

Επισημαίνεται, επίσης, πως με το αίτημα του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης για προσφυγή στις κάλπες -επειδή, όπως λέει, ο τόπος δεν αντέχει άλλο αυτή την κυβέρνηση- “ο πρωθυπουργός απελευθερώνεται και μπορεί πια να σηκώσει ανά πάσα στιγμή το γάντι που του έριξε ο Τσίπρας”. Αναμφίβολα πρόκειται για μια μετακίνηση που έχει ενδιαφέρον και δεν γίνεται αστόχαστα αλλά υπό το φως δημοσκοπικών και άλλων δεδομένων.

Πρόσφατα ο έμπειρος Νικήτας Κακλαμάνης είπε (Real fm) πως “εκλογές μπορεί να γίνουν ανά πάσα στιγμή από τον Σεπτέμβριο του 2022 και μετά”. Κορυφαίοι υπουργοί, δε, σε κατ’ ιδίαν συνομιλίες τους παραδέχονται πως ο εκλογικός χρόνος είναι εγγύς και θα κριθεί από τις εξελίξεις σχετικά με την πανδημία αλλά και στην οικονομία. Είναι χαρακτηριστικό πως ισχυρά ονόματα του κυβερνητικού μηχανισμού, όπως η πρώην γενική γραμματέας Αντιεγκληματικής Πολιτικής Σοφία Νικολάου (που παραιτήθηκε με άλλους γενικούς γραμματείς βάσει της συνταγματικής πρόβλεψης των 18 μηνών για εκείνους που επιθυμούν να θέσουν υποψηφιότητα), έχουν ξεκινήσει την προεκλογική εκστρατεία τους. Το ίδιο συμβαίνει και με υπουργούς όπως ο Στέλιος Πέτσας που προετοιμάζεται πυρετωδώς για την εκλογική του κάθοδο στην Περιφέρεια Αττικής, ή ο Κυριάκος Πιερακκάκης που θα είναι υποψήφιος στην Α’ Αθηνών.

Το “εκλογές ανά πάσα στιγμή” δεν αφορά, βεβαίως, την πιθανότητα να διεξαχθούν την άνοιξη του 2023, όπως λέγεται. Με δεδομένο ότι η θητεία της κυβέρνησης κλείνει τον Ιούλιο του επόμενου έτους, η διεξαγωγή εκλογών λίγους μήνες πριν δεν λογίζεται ως πρόωρη προσφυγή. Είναι απολύτως λογικό ιδιαίτερα επειδή είναι βέβαιο πως θα απαιτηθεί διπλή αναμέτρηση- η πρώτη με το εκλογικό σύστημα της απλής αναλογικής και η δεύτερη με το νέο σύστημα που ψήφισε η σημερινή κυβέρνηση.

Οι ίδιες πληροφορίες έφεραν τον κ. Μητσοτάκη να είναι έτοιμος να προκηρύξει εκλογές την φετινή άνοιξη. Εκεί, ένα μήνα πριν το Πάσχα η πρώτη κάλπη, και ένα μήνα μετά η δεύτερη. Κι αυτό για να μην επηρεαστεί η τουριστική θερινή κίνηση και υπό τον φόβο πως το φθινόπωρο συνιστά μια απρόβλεπτη μεταβλητή, είτε λόγω των οικονομικών προβλημάτων που προκύπτουν με την έναρξη της σχολικής χρονιάς, είτε για να αποφευχθεί ο πάντοτε υπαρκτός κίνδυνος “ατυχήματος” (πυρκαγιές) κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού.

Η ραγδαία εξάπλωση της πανδημίας λόγω της Όμικρον και οι κυβερνητικές παλινωδίες (όπως επισήμανε και η “Καθημερινή”) ως προς τη διαχείρισή της δυσκολεύουν μία τέτοια επιλογή. Δεν πρέπει, όμως, να αποκλείεται εάν από τα μέσα Φεβρουαρίου εισέλθουμε σε περίοδο ύφεσης.

Ο πρωθυπουργός οφείλει να λάβει υπόψιν του διάφορες παραμέτρους για να λάβει τις τελικές αποφάσεις. Το γεγονός ότι η ακρίβεια και οι συνεχείς ανατιμήσεις δεν είναι παροδικό φαινόμενο είναι μία από αυτές. Οι αποφάσεις που θα ληφθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο σχετικά με τα πλεονάσματα και εάν θα ισχύσουν από το 2023 είναι μία ακόμα. Η ανάγκη ενός προσχεδίου προϋπολογισμού τον Οκτώβριο του 2022 που θα προδίδει αυστηρά δημοσιονομικά μέτρα για την επόμενη χρονιά θα δράσει ίσως αποτρεπτικά ως προς το να συνεχιστεί η κυβερνητική θητεία μετά από αυτό το ορόσημο.

Σημαντικότερη, ωστόσο, παράμετρος είναι η “ανακατωσούρα” στον χώρο της κεντροαριστεράς. Εάν, για παράδειγμα, οι δημοσκοπήσεις δείχνουν τον Μάρτιο ότι ο Νίκος Ανδρουλάκης αφαιρεί ψηφοφόρους από τον ΣΥΡΙΖΑ, ή απειλεί να αφαιρέσει κεντρώους ψηφοφόρους από τη Ν.Δ, είναι κάτι που θα ληφθεί σοβαρά υπόψιν. Εφόσον, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν δείχνει τότε σημάδια σημαντικής ανάκαμψης είναι επίσης κάτι που θα αξιολογηθεί από το Μέγαρο Μαξίμου, ίσως, δηλαδή, προτιμηθεί να χτυπηθεί ο αντίπαλος πριν προλάβει να συσπειρωθεί επαρκώς και να ανακάμψει.

Οι δημοσκοπήσεις παίζουν, άλλωστε, τον ρόλο τους. Εφόσον, δηλαδή, η διαφορά εμφανίζεται διψήφια δημιουργεί περιβάλλον επικοινωνιακής και ίσως και πολιτικής ασφάλειας και διευκολύνει τον Κυριάκο Μητσοτάκη να προσφύγει σιτς κάλπες.

Όλα τα παραπάνω τίθενται και στο πλαίσιο που τα δύο εκλογικά συστήματα (απλή αναλοχική και ενισχυμένη με κλιμακωτό μπόνους) προσδιορίζουν:

Με την απλή αναλογική, εάν η Ν.Δ είναι πρώτο κόμμα (πιθανότερη έως σίγουρη έκδοχή υπό τις σημερινές συνθήκες) πρέπει να συγκεντρώσει ποσοστό γύρω στο 48% για να αποκτήσει αυτοδυναμία. Πράγμα εντελώς απίθανο εκτός εάν γυρίσει ο κόσμος ανάποδα.

Με το νέο σύστημα το πρώτο κόμμα μπορεί να αποκτήσει κοινοβουλευτική πλειοψηφία με ποσοστό περίπου 38%. Οριακή πιθανότατα.

Στην περίπτωση που η Ν.Δ είναι πρώτο κόμμα μετά την δεύτερη κάλπη, ο πρωθυπουργός θα έχει πρακτικά δύο πιθανότητες (εκτός εάν οδεύσουμε σε τρίτη αναμέτρηση, κάτι που προβάλλει τώρα μάλλον απίθανο και εξαιρετικά παρακινδυνευμένο): ή να αναζητήσει εταίρο στα δεξιά του, ή να προστρέξει στο ΚΙΝΑΛ/ΠΑΣΟΚ του κ. Ανδρουλάκη. Οι πρόσφατες φιλοφρονήσεις του προέδρου της Βουλής προς τον Κυριάκο Βελόπουλο ίσως να μην ήταν τυχαίες, όπως και το γεγονός ότι η Ν.Δ ουδέποτε επιτέθηκε με ένταση προς την “Ελληνική Λύση”, ενώ ο Άδωνις Γεωργιάδης μιλά πάντοτε με θετικό τρόπο για τον πρώην “συνάδελφό” του στην Κ.Ο του ΛΑΟΣ.

Με την απογοήτευση μεγάλης μερίδας ψηφοφόρων από την διακυβέρνηση Μητσοτάκη, είναι εξαιρετικά δύσκολο η Ν.Δ να κατακτήσει το ποσοστό του Ιουλίου του 2019 ή να χάσει ελάχιστα. Είναι σφόδρα πιθανό να μην σταθεί εφικτό να συγκεντρώσει ποσοστό αυτοδυναμίας, παρά το γεγονός ότι η πόλωση θα εκτιναχθεί στα ύψη (το επιδιώκουν ήδη και τα δύο κόμματα). Το δίλημμα “αυτοδυναμία της Ν.Δ ή ακυβερνησία” είναι αβέβαιο πως μπορεί να αποδώσει όσα επιδιώκει ο πρωθυπουργός, αν και είναι σίγουρο ότι θα συρρικνώσει τις όποιες απώλειες.

Το κυβερνών κόμμα δέχεται διπλή πίεση. Και από το κέντρο, όπου οι σώφρονες δεν υποτιμούν την διεισδυτικότητα του Νίκου Ανδρουλάκη ιδιαίτερα σε πρώην ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ -αλλά με αντι-ΣΥΡΙΖΑ οπτική- που προτίμησαν τη Ν.Δ το 2019, αλλά και από τα δεξιά του. Οι επικοινωνικές τακτικές και το πρόσημο των κυβερνητικών πολιτικών ήδη προσανατολίζονται και προς τις δύο κατευθύνσεις αν και συχνά προκαλούν σύγχυση.

Από τη μία, για παράδειγμα, ο πρωθυπουργός σπεύδει να φωτογραφηθεί -με την αλλαγή του χρόνου- με άντρες της ΔΙΑΣ για να αναθερμάνει το δόγμα περί νόμου και τάξης (με πρωταγωνιστή τώρα τον Τάκη Θεοδωρικάκο, έναν σαφώς ηπιότερο εκπρόσωπο της συγκεκριμένης αντίληψης, απ΄ ότι ο προκάτοχός του που έχει περιέλθει στην αφάνεια), και αφήνει σε δεύτερη μοίρα τους υγειονομικούς, όπου τον πρόλαβε με επίσκεψη στο “Αλεξάνδρα” ο Αλέξης Τσίπρας, από την άλλη οδηγεί από αναβολή σε αναβολή το “φιλόδοξο” και πολυδιαφημισμένο εγχείρημα της πανεπιστημιακής αστυνομίας.

Με τον ίδιο τρόπο κάνει τα στραβά μάτια ακόμα και στην επίθεση που δέχθηκε ο Ηλίας Μόσιαλος από την Ιερά Σύνοδο αλλά και από κορυφαίους υπουργούς του, παρότι πρόκειται για επιστήμονα που ο ίδιος τοποθέτησε εκπρόσωπο της χώρας στους διεθνείς οργανισμούς. Ακόμα και ο κυβερνητικός εκπρόσωπος απέφυγε -μάλλον το αντίθετο συνέβη- να υπερασπιστεί τον γνωστό καθηγητή.

Αυτό το κενό σπεύδουν να εκμεταλευτούν παράγοντες στον χώρο της υπερδεξιάς και της ακροδεξιάς, όπως για παράδειγμα ο αποπεμφθείς από την Κ.Ο της Ν.Δ αλλά όχι και από το κόμμα Κωνσταντίνος Μπογδάνος, ο οποίος αρκεί ολοένα και πιο έντονη κριτική από τα δεξιά και αφήνει ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο είτε να ιδρύσει νέο κόμμα τύπου “tea party”, είτε να μετακινηθεί στη “Δημιουργία” των Φαήλου Κρανιδιώτη και Θάνου Τζήμερου. Έντονη είναι και η κριτική που δέχεται η κυβέρνηση σχετικά με την πανδημία και την οικονομία από τον ευρωβουλευτή Γιώργο Κύρτσο, ενώ πρέπει να σημειωθεί πως επικρατεί αναστάτωση μεταξύ των κυβερνητικών βουλευτών κυρίως επειδή θεωρούν ότι προωθούνται νέα πρόσωπα στα ψηφοδέλτια που θέτουν σε κίνδυνο την επανεκλογή τους.

Η παράμετρος του στόχου του Κυριάκου Μητσοτάκη να βγεί από την επόμενη διπλή αναμέτρηση όχι μόνο νικητής αλλά και με δική του νέα κοινοβουλευτική ομάδα δεν διαλανθάνει της προσοχής αρκετών, όπως και η μη ομολογημένη ακόμα αλλά υπαρκτή πρόθεση να κλείσει ο κοινοβουλευτικός κύκλος των Κώστα Καραμανλή και Αντώνη Σαμαρά -πιθανότατα μαζί με την Ντόρα Μπακογιάννη.

Για να εξυπηρετήσει τους στόχους των δύο κατευθύνσεων (και προς τα δεξιά και προς το κέντρο) η κυβέρνηση πρέπει να κινηθεί στο τεντωμένο σχοινί της αμφισημίας και της ικανοποίησης και της υπερδεξιάς αντίληψης αρκετών αλλά και μιας προσέγγισης του κέντρου. Δεν είναι εύκολο.

Ωστόσο, ένας πρωθυπουργός έχει πάντοτε την πρωτοβουλία των κινήσεων όσο μπορεί επικοινωνιακά να ελέγξει το πολιτικό περιβάλλον. Και αυτό δεν είναι κάτι που μπορεί να υποτιμά κανείς. Ιδιαίτερα όσο ο Αλέξης Τσίπρας δεν μπορεί (ακόμα) να προεκτείνει την σκληρή πλέον αντιπολιτευτική γραμμή στην εκπροσώπηση ενός μαζικού αιτήματος πολιτικής και κυβερνητικής αλλαγής.

Το θέμα των εμβολιασμών είναι ένα τέτοιο παράδειγμα. Η κυβέρνηση έχει χάσει το momendum της σχέσης εμπιστοσύνης με την κοινωνία και επικοινωνιακά μεταθέτει την σύγκρουση στο μπαγιάτικο πιά “υπόδειγμα Πολάκης”, η δε αξιωματική αντιπολίτευση παρότι στηρίζει αναφανδόν τους εμβολιασμούς δεν κατορθώνει να αποτινάξει πλήρως τις συμπεριφορές και τα στερεότυπα που ενίοτε ανοήτως παράγουν διάφοροι.

Σχετικά Άρθρα