Ανάλυση: Το “δόγμα Λίντνερ” και ο ελληνικός εκλογικός ορίζοντας

 Ανάλυση: Το “δόγμα Λίντνερ” και ο ελληνικός εκλογικός ορίζοντας

Ο κομψός Κρίστιαν Λίντνερ αναλαμβάνει το κρισιμότερο χαρτοφυλάκιο στην ισχυρότερη ευρωπαϊκή οικονομία και σε όλες τις πρωτεύουσες διερωτώνται τι θα σημάνει αυτό την ώρα που η κρίση του πληθωρισμού χτυπά την ευρωζώνη και είναι ανοικτό προς διευθέτηση το ζήτημα του δημοσιονομικού χώρου μετά την πανδημία. Το Politico σπεύδει “με το καλημέρα” να μας προσγειώσει γράφοντας πως «το μεγαλύτερο επίτευγμά του είναι μάλλον το μάρκετινγκ του εαυτού του και του κόμματός του». Είναι τόσο απλά τα πράγματα, ή μήπως θα έχουμε να κάνουμε με την σκιά του Βόλφγκανγκ Σόϊμπλε; Στο κτίριο του ελληνικού υπουργείου Οικονομικών, πάντως, δεν κρύβουν την ανησυχία τους.

Ανάλυση του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ

“Ο πληθωρισμός στις ΗΠΑ δεν πρόκειται να παραμείνει, διαβεβαίωνε τις προάλλες ο πρόεδρος της Κεντρικής Τράπεζας των ΗΠΑ, Ζερόμ Πάουελ, λίγο πριν ο πρόεδρος Μπάιντεν εγκρίνει την παράταση της θητείας του. Ο Πάουελ αναφέρθηκε πιο ειδικά στον αντίκτυπο που έχουν οι αυξημένες τιμές στους καταναλωτές. «Γνωρίζουμε ότι τα αυξημένα ποσοστά πληθωρισμού επιβαρύνουν οικογένειες και ιδίως εκείνους που είναι λιγότερο σε θέση να ανταπεξέλθουν στο υψηλότερο κόστος βασικών ειδών, όπως τρόφιμα, κατοικία και μεταφορές». Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο οι χρηματοπιστωτικές αγορές αναμένουν αύξηση των επιτοκίων για του χρόνου. Στην Ευρώπη πάντως οι αγορές αυτές αντέδρασαν με ξεκάθαρο τρόπο και υποχώρησαν”, γράφει, ωστόσο, η Deutche Welle αποτυπώνοντας το κλίμα στις αναλύσεις του γερμανικού Τύπου.

«Οπως επισημαίναμε και στη Γνώμη μας για το Προσχέδιο Προϋπολογισμού, η υλοποίηση των προβλεπόμενων δημοσιονομικών μεγεθών εμπεριέχει σημαντικές αβεβαιότητες που προέρχονται από την ανησυχητική εξέλιξη της πανδημίας (με τη χώρα μας να παραμένει στις χειρότερες ευρωπαϊκές θέσεις όσον αναφορά τις υγειονομικές επιπτώσεις και την πορεία των εμβολιασμών), τις ενδεχόμενες μόνιμες απώλειες της ύφεσης που προκάλεσε η πανδημία, το βαθμό ικανότητας των φορολογούμενων να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους και, τέλος, την πιθανότητα μεταστροφής της νομισματικής πολιτικής εξαιτίας των πληθωριστικών πιέσεων», αναφέρει στη γνώμη του το Γραφείο Προϋπολογισμού.

Και προσθέτει: «Το πρόσθετο στοιχείο που περιλαμβάνει η Εισηγητική Έκθεση Προϋπολογισμού 2022 είναι η πλήρης παρουσίαση των δημοσίων δαπανών σε όρους προγραμμάτων και λειτουργικής ταξινόμησης (Classification of the Functions of Government – COFOG).

Παράλληλα, η Ίζαμπελ Σνάμπελ, μέλος της Εκτελεστικής Επιτροπής της ΕΚΤ, είπε στο Bloomberg ότι «είναι εύλογο να υποθέσουμε ότι ο πληθωρισμός θα πέσει μεσοπρόθεσμα κάτω από τον στόχο του 2%, ωστόσο η αβεβαιότητα σχετικά με το ρυθμό και την κλίμακα της μείωσης έχει αυξηθεί, κι αυτήν την αυξημένη αβεβαιότητα θα πρέπει να λάβει στα σοβαρά η ΕΚΤ». Ο Κάρστεν Μπρτζέσκι, επικεφαλής οικονομολόγος της ING Γερμανίας, υπογραμμίζει ότι από το 2014 η ΕΚΤ έχει σταματήσει να κάνει μια τέτοια εκτίμηση κινδύνου. Ωστόσο, είναι της άποψης ότι δεν πρόκειται ακόμη να αυξήσει τα επιτόκια τον επόμενο χρόνο.

«Φαύλος κύκλος μισθών και τιμών»

Στην ίδια εκτίμηση καταλήγει και η Γκέντρουντ Τράουντ: «Πριν από το 2023 δεν πρόκειται να συμβεί» προέβλεψε η επικεφαλής οικονομολόγος της Helaba, της τοπικής τράπεζας Hessen-Thüringen. Διότι, εάν πράγματι ο πληθωρισμός αποκτήσει διαρκή χαρακτήρα, θα φανεί μόνο του χρόνου, όπως έχει αναφέρει επανειλημμένα η ΕΚΤ τους περασμένους μήνες. Ωστόσο ήδη παρατηρεί πολλές αυξήσεις τιμών από εταιρείες. Εάν τάση ενταθεί, οι πληθωριστικές εξελίξεις θα παγιωθούν, κάτι όμως που η ΕΚΤ είχε χαρακτηρίσει μέχρι τώρα ως «προσωρινό φαινόμενο». Ανεξάρτητα από τις καθυστερήσεις του χρόνου παράδοσης προϊόντων, υπάρχουν ακόμη ελλείψεις ειδικευμένου εργατικού δυναμικού στη Γερμανία λόγω πανδημίας, που θα αυξηθούν και θα ενταθούν τα επόμενα χρόνια, σύμφωνα με την οικονομολόγο της Haleba.«Ένας φαύλος κύκλος μισθών και τιμών που θα οδηγούσε ίσως διαρκώς σε υψηλό πληθωρισμό».Το πώς ακριβώς θα τοποθετηθεί η ΕΚΤ, θα γίνει αντικείμενο συζήτησης στις 16 Δεκεμβρίου στην επόμενη συνεδρίαση του συμβουλίου. Ενδέχεται μάλιστα οι προβλέψεις των οικονομολόγων της γύρω από τις εξελίξεις στον πληθωρισμό να προσαρμοστούν προς τα πάνω.

Σε αυτό το κλίμα η τοποθέτηση του Λίντνερ στο γερμανικό υπουργείο Οικονομικών αποτελεί ένα μεγάλο ερωτηματικό. Εχει κάνει σημαία του την στήριξη και ενίσχυση της επιχειρηματικότητας, είναι ultra φιλελεύθερος και φανατικός πολέμιος του πληθωρισμού – άρα και των επεκτατικών δημοσιονομικών και νομισματικών πολιτικών – αλλά, και πάλι κατά το Politico, οι γνώσεις του επί των οικονομικών είναι, επιεικώς, ελλιπείς. Επιπλέον, δεν έχει διοικήσει ποτέ ούτε δήμο.

Ο Ανταμ Τουζ, ο «γκουρού» της Ιστορίας της Οικονομίας στο Πανεπιστήμιο Columbia, το έχει θέσει ακόμη πιο σκληρά. Εγραψε στον Guardian πως εάν ο Κρίστιαν Λίντνερ αναλάβει το υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας «θα αποτελέσει συστημικό κίνδυνο για την Ευρώπη». Και ο Τζόζεφ Στίγκλιτς, ο νομπελίστας οικονομολόγος, έχει προειδοποιήσει πως ο επικεφαλής του FDP προωθεί μια αναχρονιστική «προκατακλυσμιαία δημοσιονομική ατζέντα» ως υπέρμαχος μιας άκαιρης λιτότητας, που «συνιστά απειλή για την ευρωπαϊκή δημοκρατία».

Όπως επισημαίνεται στο anatropinews.gr, η πρώτη σφραγίδα αυτής της ατζέντας Λίντνερ μπήκε ήδη στην προγραμματική συμφωνία της νέας, τρικομμματικής κυβέρνησης της Γερμανίας – της κυβέρνησης Σοσιαλδημοκρατών, Πρασίνων και Φιλελευθέρων. Πρόκειται για την ρήτρα που ορίζει ως πρώτη προτεραιότητα την βιωσιμότητα του χρέους, και προβλέπει πως πάνω σ’ αυτή την αρχή πρέπει να βασίζεται και η «περαιτέρω εξέλιξη των δημοσιονομικών κανόνων στην Ευρώπη».

Πρόκειται για μια διπλωματική διατύπωση που, όμως, επί της ουσίας αποκλείει οποιαδήποτε ριζική αναθεώρηση του Συμφώνου Σταθερότητας – ήτοι, της «βίβλου» της ευρωπαϊκής λιτότητας. Πολιτικά, αυτή η διατύπωση έρχεται να επιβεβαιώσει ότι, τουλάχιστον στο δημοσιονομικό πεδίο, η κυβέρνηση Σολτς δεν σχεδιάζει ούτε… επανάσταση, ούτε ανατροπή του δόγματος Μέρκελ-Σόιμπλε.

Πρακτικά, οι πληροφορίες από το Βερολίνο λένε πως η συμφωνία Σολτς και Λίντνερ προβλέπει την ελάχιστη δυνατή αλλαγή στο Σύμφωνο Σταθερότητας στο πλαίσιο της συζήτησης που έχει ανοίξει πανευρωπαϊκά μετά την πανδημία – ήτοι, την αύξηση του ορίου για το χρέος σε πιο ρεαλιστικά επίπεδα.

Το “δόγμα Λίντνερ” και η Ελλάδα

Ο Λίντνερ έχει ήδη δεσμευτεί στους ψηφοφόρους του ότι θα δώσει μάχη ώστε η συζήτηση για την αλλαγή των δημοσιονομικών κανόνων της ευρωζώνης που θα γίνει μετά τις γαλλικές εκλογές «θα αποβεί προς όφελος των γερμανικών συμφερόντων».

Συνάδουν τα γερμανικά συμφέροντα με τα ελληνικά και εκείνα του ευρωπαϊκού νότου; Δύσκολο να το προβλέψει κανείς, ωστόσο οι ανησυχίες στο επιτελείο των Χρήστου Σταϊκούρα και Θοδωρή Σκυλακάκη είναι έντονες.

Το γεγονός πως τα κυβερνητικά στελέχη επιμένουν πως δεν πρόκειται να επιβληθεί κανένα lockdown αλλά και η εξαιρετικά περιορισμένη δυνατότητα να δωθούν νέες επιδοτήσεις σε πάσχοντες από την πανδημία επαγγελματικούς κλάδους και στα χαμηλότερα εισοδηματικά στρώματα (π.χ μέρισμα) οφείλονται στις αβεβαιότητες που αναφέρει σε γενικές γραμμές ο προϋπολογισμός αλλά και στην “απρόβλεπτη μεταβλητή Λίντνερ”. Εάν, για παράδειγμα, δεν υπάρξουν ευρωπαϊκές αποφάσεις για ελαστικότητα στο Σύμφωνο Σταθερότητας τα πράγματα θα δυσκολέψουν.

Δεν μπορεί να ελπίζει κανείς στην παράταση της πλήρους ευελιξίας που εφαρμόστηκε λόγω πανδημίας, όσο πιο κοντά επιστρέψει ωστόσο η ευρωζώνη στους δημοσιονομικούς κανόνες (έλλειμμα) που ίσχυαν πριν από αυτή τόσο πιο επικίνδυνα θα είναι τα πράγματα για μια υπερχρεωμένη και ασταθή οικονομία όπως η ελληνική.

Οικονομικοί αλλά και πολιτικοί αναλυτές θεωρούν πως το ελληνικό πρόβλημα δεν είναι μόνο ελληνικό. Απέναντι στους σκληρούς του Βορρά που είναι βέβαιο πως θα επιμείνουν στην προσήλωση στο προ πανδημίας Σύμφωνο Σταθερότητας υπάρχει ένας ισχυρός παράγοντας. Είναι ο Μάριο Ντράγκι, ο Ιταλός πρωθυπουργός με τις καλύτερες προσβάσεις έναντι οιουδήποτε άλλου στην γραφειοκρατία των Βρυξελλών και της ΕΚΤ. Ο συνδυασμός δε με την παρουσία του Πάολο Τζεντιλόνι στο οικονομικό χαρτοφυλάκιο της Κομισιόν φαίνεται ότι μπορεί να επηρεάσει τα πράγματα, κι αυτό διότι ο Ιταλός επίτροπος δεν κρύβει τις προθέσεις του να είναι ο διάδοχος του Ντράγκι στη Ρώμη μετά τις επόμενες εκλογές.

Η καλύτερη επιλογή του Κυριάκου Μητσοτάκη θα ήταν να συμπήξει μέτωπο με τον Ντράγκι και να συνεργαστεί με τον Τζεντιλόνι προσδοκώντας να ωφεληθεί και η Ελλάδα από την μάχη που θα δώσει η Ιταλία. Μια χώρα με μεγάλη παραγωγική βάση αλλά και μεγάλα προβλήματα (έλλειμμα, χρέος), παρόμοια με τα ελληνικά. Στο ίδιο μέτωπο θα μπορούσε να ενταχθεί και η Ισπανία, γι αυτό και προκάλεσε απορία σε αρκετούς η επιθετικότητα του πρωθυπουργού κατά του Πέδρο Σάντσεθ (στη Βουλή και κατά την αντιπαράθεσή του με τον Αλέξη Τσίπρα), με αφορμή την ισπανοτουρκική συμφωνία.

Ο πολιτικός “συστημικός” κίνδυνος και ο εκλογικός διάδρομος

Οι εξελίξεις στην οικονομία θα επηρεάσουν αναμφισβήτητα και τις πολιτικές.

Εφόσον το τέταρτο κύμα της πανδημίας αποδειχθεί όσο επιθετικό φαίνεται και κυρίως εάν διαρκέσει μέχρι τους πρώτους μήνες του 2022 μάλλον κλείνει το “παράθυρο ευκαιρίας” που έβλεπαν αρκετοί στην κυβέρνηση για την προκήρυξη πρόωρων (διπλών) εκλογών την άνοιξη. Ο συνδυασμός πανδημία και ακρίβεια -ιδιαίτερα εάν δεν είναι τόσο παροδικό φαινόμενο που ελπίζουν στην κυβέρνηση- δημιουργεί σοβαρά εμπόδια για την ανάληψη τέτοιων πολιτικών πρωτοβουλιών. Πρόωρες εκλογές σημαίνουν ένα τετράμηνο δημοσιονομικής χαλαρότητας και παροχών αλλά και “λευκή πετσέτα” έναντι των όποιων επιχειρηματικών κινήσεων που δίνουν ώθηση στην οικονομία αλλά και ένταση της αβεβαιότητας.

Από την άλλη, τους επόμενους μήνες η κυβέρνηση ελπίζει πως θα συμβολαιοποιηθούν μια σειρά από σημαντικά έργα και επενδύσεις, κάτι που απαιτεί σταθερό πολιτικό περιβάλλον. Ο πρωθυπουργός επιμένει σε συνομιλητές του πως θα εξαντλήσει την κυβερνητική θητεία και εκτιμά πως οι πολιτικές συνθήκες δεν θα αλλάξουν σημαντικά σε περίπου ένα χρόνο από σήμερα. Ήτοι, οι δημοσκοπικές απώλειες για την κυβέρνηση δεν θα γίνουν αισθητά μεγαλύτερες -ίσως και να αντιταχθεί το κλίμα, λένε στο Μέγαρο Μαξίμου-, το οικονομικό κλίμα θα βελτιωθεί και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα προλάβει να ανακάμψει. Βεβαίως, αναμένονται και οι εξελίξεις στο ΚΙΝ.ΑΛ για να ολοκληρωθεί το παζλ.

Είναι επίσης γεγονός και δεν διαλανθάνει της προσοχής του Μεγάρου Μαξίμου ότι ακόμα και ο νέος εκλογικός νόμος (κλιμακωτό μπόνους) δεν δίνει εύκολα αυτοδυναμία στο πρώτο κόμμα (η ανάλυση του Πάνου Σταθόπουλου στην “Καθημερινή” περιγράφει πως η Ν.Δ εφόσον κερδίσει τις δεύτερες εκλογές λαμβάνει οριακή αυτοδυναμία 151 εδρών με 41%). Ο Κυριάκος Μητσοτάκης παρότι ξορκίζει τις κυβερνητικές συνεργασίες ίσως βρεθεί στην ανάγκη μιας συμμαχίας εφόσον στο ΚΙΝ.ΑΛ έχει επικρατήσει ο Ανδρέας Λοβέρδος.

Πέραν αυτών υπάρχει και ο ευρύτερος πολιτικός ορίζοντας που δεν αποτυπώνεται επαρκώς στις αναλύσεις. Είτε οι εθνικές εκλογές διεξαχθούν το 2022 (με τον φόβο ενός σκληρού προϋπολογισμού για το 2023, ιδιαίτερα εάν επικρατήσει το “δόγμα Λίντνερ), είτε εξαντληθεί η κυβερνητική θητεία και διεξαχθούν το 2023, δεν είναι τα μοναδικά πολιτικά ορόσημα. Το 2024 θα διεξαχθούν οι ευρωεκλογές, με την επίδραση που μπορεί να έχουν στο πολιτικό κλίμα, και το 2025 οι προεδρικές εκλογές που μπορεί και αν οδηγήσουν σε πολιτικές περιπέτειες.

Οι προβλέψεις είναι παρακινδυνευμένες και ο συνδυασμός αρνητικών οικονομικών εξελίξεων στην ΕΕ, μαζί με τον πολιτικό συστημικό κίνδυνο στην Ελλάδα δημιουργούν ένα περιβάλλον πιθανής αστάθειας.

Σχετικά Άρθρα