Βρυξέλλες: Άρχισε ο “πόλεμος” των πλεονασμάτων για το 2023- Πως επηρεάζει την Ελλάδα- Τα στρατόπεδα και το Βερολίνο
Tα μαζικά μέτρα στήριξης της οικονομίας που έλαβαν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις στη διάρκεια της πανδημίας, έχουν επιδεινώσει σημαντικά τη δημοσιονομική κατάσταση των περισσότερων κρατών μελών, οδηγώντας σε ιστορικά υψηλά επίπεδα το δημόσιο χρέος.
Η διαπίστωση αυτή που δεν αμφισβητείται σήμερα από κανέναν, οδηγεί σε μεγάλες αλλαγές και στον τρόπο διακυβέρνησης της Ευρωζώνης, αφού εκ των πραγμάτων δεν είναι δυνατή πλέον από την πλευρά πολλών κρατών μελών, η τήρηση όλων των σημερινών δημοσιονομικών κριτηρίων της συνθήκης. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ξεκινάει σήμερα και επίσημα την συζήτηση, προτείνοντας στις κυβερνήσεις να προχωρήσουν σε μια απλούστευση των δημοσιονομικών κανόνων και μια καλύτερη εφαρμογής τους.
Η συζήτηση θα εξελιχθεί με ορατή τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ των οκτώ ισχυρών οικονομιών του Ευρωπαϊκού Βορρά και υπό τις νέες συνθήκες που θα δημιουργηθούν με τον σχηματισμό της νέας γερμανικής κυβέρνησης, πιθανότατα το αργότερο μέχρι τα Χριστούγεννα όπως προεξοφλούν Γερμανοί αναλυτές. Σοσιαλδημοκράτες και Πράσινοι έχουν εισέλθει στη δεύτερη φάση της διαπραγμάτευσης, οι δε Φιλελεύθεροι έχουν θέσει κι εκείνοι τις προϋποθέσεις συμμετοχής τους.
Αναμφίβολα το κρισιμότερο θέμα που θα επηρεάσει και τις ευρωπαϊκές εξελίξεις είναι η γενικότερη στρατηγική του Βερολίνου για την Ευρώπη, κάτι που φαίνεται πως διαφοροποιεί τον Όλαφ Σολτς από την αποχωρούσα Άγκελα Μέρκελ. Το δόγμα “περισσότερη Ευρώπη” φαίνεται να είναι αρκετά ισχυρό, όπως και η κατ’ αρχήν συμφωνία για ενίσχυση των κονδυλίων για δημόσιες επενδύσεις, αυξήσεις στον κατώτατο μισθό και πολιτικές υπέρ του κοινωνικού κράτους και μάλιστα χωρίς αύξηση της φορολογίας για τα υψηλότερα εισοδήματα.
Η εξίσωση φαντάζει δύσκολη και θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από το ποιο κόμμα θα αναλάβει το υπουργείο Οικονομικών. Εάν το “ταμείο του κράτους” αναλάβει ο επικεφαλής του FDP Κρίστιαν Λίντνερ μοιάζει άλυτη. Ωστόσο και οι Πράσινοι πιέζουν να αναλάβουν εκείνοι το υπουργείο για να σηματοδοτήσουν τη στροφή προς την πράσινη οικονομία και την κοινωνική πολιτική.
Όλα αυτά θα επηρεάσουν τη στάση της Γερμανίας σχετικά και με το Σύμφωνο Σταθερότητας.
Για την Ελλάδα το θέμα είναι μείζονος σημασίας. Οιαδήποτε αλλαγή από την πολιτική της χαλάρωσης -με τη ρήτρα διαφυγής- που εφαρμόστηκε λόγω πανδημίας και επιστροφή στην σφιχτή πολιτική των πρωτογενών πλεονασμάτων θα φέρει σε δύσκολη θέση την κυβέρνηση. Σε μία τέτοια περίπτωση θα πρέπει να υλοποιηθούν περιοριστικές επιλογές για το 2023 και θα φανούν στο σχέδιο προϋπολογισμού τον Οκτώβριο του 2022. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός πως ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θόδωρος Σκυλακάκης είναι πολύ επιφυλακτικός με το θέμα των επιδοματικών πολιτικών σε ασθενέστερους ενόψει Χριστουγέννων, ή ακόμα και με την κατάργηση του Ειδικού Φόρου Κατανάλωσης στα καύσιμα, επικαλούμενος τον “δημοσιονομικό χώρο”.
Οι Βρυξέλλες σε αναμονή
Η Κομισιόν αφήνει τα κράτη μέλη να αναζητήσουν την κατάλληλη απόφαση, ωστόσο είναι προφανές ότι κανένας δεν υποστηρίζει σήμερα τον προ πανδημίας στόχο για διαρκή προσπάθεια των κρατών μελών με υψηλό χρέος να το επαναφέρουν κάτω από το 60% του ΑΕΠ. Χρέος όπως της Ελλάδας, της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Πορτογαλίας ή ακόμη και της Γαλλίας που κινείται σήμερα μεταξύ 110-200% ανάλογα με τη χώρα θα χρειαστεί δεκαετίες για να επανέλθει κάτω του 60% του ΑΕΠ. Συνεπώς πρέπει να γίνει αναπροσαρμογή σε σχέση με τον τρόπο μείωσης του χρέους, αλλά και επιμήκυνση του χρονοδιαγράμματος.
Οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των χωρών του βορρά που υποστηρίζουν τη δημοσιονομική πειθαρχία και εκείνων του νότου που θέλουν χαλάρωση και περισσότερο χρόνο για να μειώσουν το χρέος αναμένονται δύσκολες. Ζητούμενο είναι η εξεύρεση ενός κοινού τόπου ο οποίος δεν θα κλονίσει την εμπιστοσύνη των χρηματαγορών, ώστε να εξακολουθήσουν να δανείζουν τα κράτη μέλη με ιδιαίτερα χαμηλά επιτόκια για ένα πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα.
Με πληροφορίες από την DW