Prorata: Ακρίβεια και Εθνικά θέματα το βαρόμετρο των εξελίξεων
Βαρόμετρο για τις πολιτικές εξελίξεις θα αποτελέσουν το επόμενο διάστημα τα ζητήματα της ακρίβειας λόγω του κύματος ανατιμήσεων στην αγορά, που σε συνδυασμό με τους καθηλωμένους μισθούς συμπιέζουν τα νοικοκυριά σύμφωνα με την έκθεση της εταιρείας Prorata που δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα των Συντακτών.
Παράλληλα, την αυξημένη προσοχή της κοινής γνώμης, συγκεντρώνουν τα εθνικά θέματα και η πορεία των ελληνοτουρκικών που επηρεάζουν επίσης σε μεγάλο βαθμό τον ανταγωνισμό και τις επιδόσεις των κομμάτων σε σχέση με την εκλογική τους επιρροή.
Από την άλλη πλευρά, το ενδιαφέρον της κοινωνίας για την πανδημία δείχνει να υποχωρεί, σε σύγκριση με παλαιότερες χρονικές περιόδους, γεγονός που μάλλον συσχετίζεται με την πρόσφατη περαιτέρω άρση των περιορισμών. Πάντως, η γενική εικόνα απογοήτευσης και θυμού για την πολιτική και οικονομική κατάσταση της χώρας παραμένει αναλλοίωτη.
Σε ό,τι αφορά την πρόθεση ψήφου, η Ν.Δ. εξακολουθεί να κρατά το προβάδισμα έναντι του ΣΥΡΙΖΑ με την ψαλίδα να μειώνεται όμως στις 8 μονάδες υπέρ της (από 10 που ήταν τον Ιούλιο).
Πιο αναλυτικά, στα ερωτήματα που απασχολούν την τρέχουσα επικαιρότητα, όπως η αμυντική συμφωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Γαλλία, το 68% την αξιολογεί θετικά και το 27% αρνητικά, ενώ μοιρασμένες είναι οι απαντήσεις στο ερώτημα αν θα οδηγήσει σε μια κούρσα αγοράς στρατιωτικού εξοπλισμού που θα προκαλέσει νέα οικονομικά προβλήματα στη χώρα μας (50% συμφωνούν και 45% διαφωνούν).
Με το συντριπτικό ποσοστό 96% οι πολίτες εκφράζουν τη βεβαιότητα ότι η ακρίβεια θα πλήξει τον μέσο οικογενειακό προϋπολογισμό, ένα οξύτατο πρόβλημα το οποίο τοποθετείται μέσα στην πεντάδα των σημαντικότερων ζητημάτων που αντιμετωπίζει η χώρα. Στην κορυφή της ατζέντας βρίσκονται οι χαμηλοί μισθοί και τα εργασιακά, ακολουθούν τα εθνικά και έπονται η διαφθορά και η υποθέσεις διαφάνειας και τα θέματα της Παιδείας. Για τη διαχείριση της πανδημίας από την κυβέρνηση οι θετικές γνώμες καταγράφουν μια ανεπαίσθητη άνοδο μιας μονάδας έναντι της προηγούμενης μέτρησης και οι αρνητικές μια ανάλογη κάμψη (από 61 σε 58).
Στην αξιολόγηση του κυβερνητικού έργου, ικανοποιημένο δηλώνει το 35% και δυσαρεστημένο το 64%, ενώ για την αντιπολίτευση που ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ, συγκεντρώνει 21% θετικές γνώμες και 78% αρνητικές. Ενδιαφέρον παρουσιάζει και το ερώτημα για τη μεσαία τάξη, στο οποίο οι συμμετέχοντες πιστεύουν ότι η Ν.Δ. βρίσκεται μακριά από τα αιτήματα και τις ανάγκες της σε ποσοστό 60% και ο ΣΥΡΙΖΑ 63%.
Τέλος, σε ό,τι αφορά την πρόθεση ψήφου, το 34% απαντά ότι θα ψήφιζε Ν.Δ. αν γίνονταν αύριο εκλογές (από 34,5% τον Ιούλιο), το 26% ΣΥΡΙΖΑ (από 24,5%) και ακολούθως το Κίνημα Αλλαγής με 6,5%, το ΚΚΕ με 4,5%, η Ελληνική Λύση με 3% και το ΜέΡΑ25 με 2% που θα το άφηνε εκτός Βουλής. Αναποφάσιστο εμφανίζεται το 16,5% των ψηφοφόρων, από τους οποίους στις προηγούμενες εκλογές το 27% είχε επιλέξει τη Ν.Δ. και το 12% τον ΣΥΡΙΖΑ.
Συμπεράσματα
Στο συνοδευτικό κείμενο της έρευνας της Prorata που δημοσιεύεται επίσης στην εφημερίδα, ο επικεφαλής των πολιτικών ερευνών της δημοσκοπικής εταιρείας, Άγγελος Συριάτος, σημειώνει μεταξύ άλλων ότι το δίπολο των εργασικών και της καθημερινότητας που είναι ευνοϊκό πεδίο για τις αριστερές δυνάμεις, και το πεδίο ασφάλειας κααι εθνικής ακεραιότητας που είναι προνομιακό πεδίο πολιτικής για τα δεξιά κόμματα, είναι αυτό που καθορίζει την γενικότερη αποτύπωση του αποτελέσματος με ελαφρά φθορά της κυβέρνησης που ανακόπτεται από την ελληνο-γαλλινή αμυντική συμφωνία αλλά και την ελαφρά άνοδο της αξιψματικής αντιπολίτευσης λόγω των εργασιακών που μετά την παανδημίαα έρχονται εκ νέου στην πρώτη γραμμή της επικαιρότητας και του ενδιαφέροντος
Η πλήρης ανάλυση του Άγγελου Σεριάτου, παρατίθεται:
Μια διαδρομή ευνοϊκή προς την κυβέρνηση
Αναμφίβολα η εξοικείωση με την κατάσταση σε σχέση με την πανδημία και η άρση των περιορισμών στην οικονομική και κοινωνική ζωή, δίνουν την τελευταία περίοδο χώρο σε άλλα μεγάλα θέματα της περιόδου να κυριαρχήσουν στις ιδιωτικές και δημόσιες συζητήσεις. Σύμφωνα με τον Σφυγμό του Οκτωβρίου, στο προσκήνιο έρχονται ζητήματα που αφορούν τους χαμηλούς μισθούς, τις συνθήκες εργασίας και την ακρίβεια, ζητήματα δηλαδή που παραδοσιακά προσλαμβάνονται ως θεματική αρμοδιότητα των αριστερών και κεντροαριστερών κομμάτων, καθώς και τα εθνικά θέματα, τα οποία παραδοσιακά προσλαμβάνονται ως ατζέντα ευνοϊκότερη για τα δεξιά και κεντροδεξιά κόμματα. Πώς όμως συνδέονται τα θέματα της επικαιρότητας με τον κομματικό ανταγωνισμό;
Σύμφωνα με τα ευρήματα, η κυβέρνηση πέτυχε να αναχαιτίσει το αρνητικό προς αυτήν κλίμα που είχε δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, μετατοπίζοντας σε πολύ μεγάλο βαθμό τη δημόσια συζήτηση από τη διαχείριση της πανδημίας και τις πυρκαγιές στα εθνικά θέματα και τις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Και η αναβάθμιση της συγκεκριμένης ατζέντας μέσω των κυβερνητικών πρωτοβουλιών δείχνει να φρενάρει την κυβερνητική φθορά με 7 στους 10 να διατηρούν την άποψη ότι η συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας, παρά τις επιμέρους διαφωνίες, ήταν θετική και επωφελής για τη χώρα.
Εν τούτοις, τα εθνικά θέματα είναι εξαιρετικά δύσκολο να διατηρηθούν στην κορυφή της ατζέντας για πολύ μεγάλο διάστημα, χωρίς να υπάρχει κάποιο κρίσιμης σημασίας γεγονός. Αναπόφευκτα, εν μέσω της τρέχουσας ενεργειακής κρίσης, τα ζητήματα της οικονομίας θα διεκδικήσουν την κυριαρχία στη δημόσια ατζέντα, καθώς η αναμενόμενη ακρίβεια θα επιβαρύνει με τρόπο άμεσο τα νοικοκυριά. Εν μέσω του κύματος ανατιμήσεων είναι βέβαιο πως οι μισθοί μεγάλης μερίδας της κοινωνίας θα φαντάζουν ακόμα πιο χαμηλοί, αυξάνοντας τη δυσαρέσκεια απέναντι στις κυβερνητικές πολιτικές.
Εντός αυτού του πλαισίου, το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης πετυχαίνει να αυξήσει δυνάμεις το τελευταίο διάστημα, ακόμα και αν συνεχίζει να είναι το μόνο για το οποίο η ικανοποίηση από το έργο του –αν και οριακά βελτιωμένη συγκριτικά με την προηγούμενη μέτρηση– είναι μικρότερη από την εκλογική επιρροή του. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αν και δυσκολεύεται να εμπνεύσει και να συσπειρώσει με τρόπο θετικό το ακροατήριο του, έχει –παρά τις επιμέρους διαφωνίες μερίδας ψηφοφόρων του– εμπεδωθεί ως η μόνη ρεαλιστική εναλλακτική προοπτική διακυβέρνησης. Η δε σταδιακή υποχώρηση του αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύματος προσφέρει στο κόμμα της Αριστεράς μια αυξανόμενη δυναμική που δυνητικά μπορεί να αξιοποιηθεί. Ο παραπάνω ισχυρισμός ενδυναμώνεται και από την κατάρρευση του συσχετιζόμενου αφηγήματος πως η απόσταση μεταξύ Νέας Δημοκρατίας και ΣΥΡΙΖΑ ως προς το ποιο κόμμα βρίσκεται εγγύτερα στους προβληματισμούς και τις ανησυχίες της «μεσαίας τάξης» είναι εξαιρετικά μεγάλη.
Συμπερασματικά, η Νέα Δημοκρατία, παρά τη σταδιακή φθορά που καταγράφει κατά τη διάρκεια του τελευταίου χρόνου, συνεχίζει και διατηρεί μια απόσταση ασφαλείας από τον ΣΥΡΙΖΑ, η οποία αποτυπώνεται και στην πρόθεση ψήφου. Αυτό συμβαίνει γιατί, παρά την αύξηση της εκλογικής επιρροής του ΣΥΡΙΖΑ συγκριτικά με τις αμέσως προηγούμενες μετρήσεις, το κυβερνών κόμμα πέτυχε να αντισταθμίσει τις καλοκαιρινές απώλειες με κέρδη που προέκυψαν, κυρίως, από τη σύναψη της ελληνογαλλικής συμφωνίας, η οποία σε γενικές γραμμές αξιολογήθηκε θετικά από τη μεγαλύτερη μερίδα της κοινωνίας.
Υπό αυτή την έννοια, φαντάζει σχεδόν βέβαιο πως το επόμενο διάστημα η κυβέρνηση θα επιχειρήσει να διατηρήσει ψηλά στην ατζέντα θέματα που την ευνοούν, όπως τα εθνικά, ενώ ο ΣΥΡΙΖΑ θα επιχειρήσει να κυριαρχήσουν θέματα ευνοϊκότερα προς αυτόν, όπως το τρέχον κύμα ακρίβειας, οι μισθοί και τα εργασιακά. Παράλληλα, τα «μικρότερα» κόμματα θα επιδιώξουν να δώσουν το δικό τους διακριτό στίγμα μέσα σε ένα σκηνικό έντονα δικομματικό, πιεζόμενα ταυτόχρονα να απαντήσουν και σε διλήμματα που εκ των πραγμάτων δεν βάζουν τα ίδια. Μια κατάσταση, δηλαδή, μάλλον ασφυκτική για τα τελευταία.
Καταληκτικά, δεν μπορεί κανείς να το αρνηθεί: η επόμενη περίοδος προμηνύεται εξαιρετικά ενδιαφέρουσα, ακριβώς γιατί η συστηματική την τελευταία περίοδο φθορά της κυβέρνησης μοιάζει να αναχαιτίζεται, ενώ πρώτη φορά έπειτα από πολλούς μήνες το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης δείχνει σαφείς ανοδικές τάσεις. Ο επόμενος Σφυγμός θα δώσει την απάντηση ως προς το αν τα παραπάνω δύο στοιχεία αποτελούν υπαρκτές τάσεις ή συγκυριακές και άρα μικρής σημασίας μεταβολές.