Βασιλακόπουλος στο libre: Ο αρνητικός παράγοντας που έβαλε στο “κόκκινο” τη βόρεια Ελλάδα
Η εικόνα της πανδημίας, γενικά στη χώρα, φαίνεται να σταθεροποιείται. Υπάρχει, όμως, μία αυξητική τάση στη Θεσσαλονίκη και σε όλη τη Βόρεια Ελλάδα (ιδιαίτερα στην Κεντρική και Ανατολική Μακεδονία), που, από Νομό σε Νομό, κυμαίνεται από 11% ως 36% και αυτό ανησυχεί ιδιαίτερα τους ειδικούς αλλά και τους αρμόδιους, όπως παραδέχτηκαν στην ενημέρωση της Πέμπτης από το υπουργείο Υγείας τόσο η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας, Μίνα Γκάγκα, όσο και η Καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας και μέλος της Επιτροπής Εμπειρογνωμόνων, Βάνα Παπαευαγγέλου.
της Ρούλας Σκουρογιάννη
Μάλιστα, τον κίνδυνο επεσήμανε, κρούοντας καμπανάκι κινδύνου, η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Υγείας, κατά την πρόσφατη επίσκεψή της στη Θεσσαλονίκη.
Το ζήτημα σχολίασε, στο libre, o καθηγητής Πνευμονολογίας και Εντατικής Θεραπείας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεόδωρος Βασιλακόπουλος, σε μία προσπάθεια να ερμηνευτεί όχι μόνο η αύξηση της έξαρσης της πανδημίας στη Β. Ελλάδα αλλά και το χαμηλό ποσοστό των εμβολιασμένων πολιτών στην περιοχή, που φαίνεται να συμβάλλει σημαντικά στην επιδημιολογική εικόνα του συγκεκριμένου τμήματος της χώρας.
–Πού οφείλεται η αύξηση των κρουσμάτων στη Βόρεια Ελλάδα, κυρίως, καθώς στην υπόλοιπη χώρα παρατηρείται μία σταθεροποίηση της εικόνας της διασποράς της Covid-19;
Αν το συνδυάσουμε και με την αντίστοιχη περσινή περίοδο, όπου και πάλι παρατηρήθηκε η ίδια αύξηση, θα μπορούσαμε να το συνδέσουμε είτε με την κινητικότητα, που υπάρχει το Σεπτέμβριο, στην πόλη της Θεσσαλονίκης και τις γύρω περιοχές λόγω της ΔΕΘ; Ή μήπως η αύξηση οφείλεται σε περιβαλλοντικούς παράγοντες, καθώς στη Βόρειο Ελλάδα, ο καιρός κρυώνει πολύ νωρίτερα από την υπόλοιπη χώρα, οπότε καταγράφονται εκεί τα πρώτα δείγματα αύξησης του ιικού φορτίου;
«Ο κυριότερος αρνητικός παράγοντας είναι ότι οι θερμοκρασίες πέφτουν πιο νωρίς στη Βόρειο Ελλάδα», επεσήμανε ο κ. Βασιλακόπουλος». «Έτσι, στην περιοχή οι άνθρωποι κλείνονται πιο γρήγορα μέσα στο σπίτι και οποιαδήποτε επιδημία εκδηλώνεται νωρίτερα από ότι στην υπόλοιπη χώρα. Εδώ, αξίζει να τονίσουμε ότι στη Βόρειο Ελλάδα αυτή τη στιγμή έχουμε πολύ χαμηλότερο ποσοστό εμβολιασμένων πολιτών».
–Μπορούμε να εξηγήσουμε αυτό το φαινόμενο πού οφείλεται; Γιατί εντοπίζεται εκεί ένα σημαντικά χαμηλότερο ποσοστό εμβολιασμένου πληθυσμού;
«Δεν μπορούμε να το πούμε αυτό με απόλυτη βεβαιότητα. Και εγώ, προσωπικά, ειλικρινά, δεν μπορώ να το καταλάβω…».
–Μπορούμε, ίσως, να μιλήσουμε υποθετικά πάντα για διαφορετική νοοτροπία ως προς τον εμβολιασμό και ως προς τη νόσο, που κάνει τους ανθρώπους να εκλαμβάνουν διαφορετικά τον κίνδυνο;
«Είναι και αυτό που λέτε πιθανό. Θα πρέπει, εδώ, να πω κάτι που πιστεύω προσωπικά και το παρατηρούμε συχνά: η αποδοχή του εμβολίου συνδέεται πολύ με το μορφωτικό επίπεδο. Όπου υπάρχει υψηλό μορφωτικό επίπεδο, υπάρχει και πολύ μεγάλη αποδοχή του εμβολίου. Όπου το μορφωτικό επίπεδο είναι πιο μέτριο, η αποδοχή του εμβολίου μειώνεται. Ωστόσο, δε γνωρίζω το μορφωτικό επίπεδο των κατοίκων των περιοχών όπου έχει σημειωθεί έξαρση της επιδημίας, αυτή τη στιγμή, λόγω της αύξησης του ανεμβολίαστου πληθυσμού για να το ερμηνεύσω βάσει αυτού».
–Προφανώς, η προσέγγιση για να μπορέσουμε να εξηγήσουμε γιατί τοπικά καταγράφονται σημαντικά χαμηλότερα ποσοστά εμβολιασμένου πληθυσμού είναι πολυπαραγοντική. Ίσως, όπως λέτε, ένας από τους παράγοντες να είναι και το μορφωτικό επίπεδο.
«Ναι, κάτι αντίστοιχο συμβαίνει και με τους φοιτητές, οι οποίοι είναι εμβολιασμένοι σε πολύ μεγάλο ποσοστό. Αν λάβουμε υπόψη μας τα ποσοστά του εμβολιασμού στην ηλικιακή κατηγορία 20 με 30 ετών, στην Ελλάδα, και τα αντιδιαστείλουμε με τα ποσοστά του εμβολιασμού των φοιτητών, και στη συνέχεια αφαιρέσουμε τους φοιτητές, θα δούμε ότι τα ποσοστά εμβολιασμού στους μη φοιτητές είναι πολύ πιο χαμηλά. Άρα, η μόρφωση είναι ένας βασικός παράγοντας που καθορίζει αν κάποιος θα εμβολιαστεί ή όχι».
–Η αύξηση της νόσησης στα παιδιά οφείλεται στην επικρατούσα, αυτή τη στιγμή, παραλλαγή, τη Δέλτα, κάτι που δεν είχαμε δει με το κύριο στέλεχος ούτε και με την παραλλαγή Άλφα, το διάστημα που αντίστοιχα είχε επικρατήσει.
«Ναι, και αυτό είναι πολύ λογικό. Αφού το στέλεχος είναι πλέον πολύ πιο μεταδοτικό, είναι λογικό τα παιδάκια που είναι και μη εμβολιασμένα να κολλάνε πιο συχνά. Έτσι, λοιπόν, τα ίδια μέτρα, όπως η μάσκα, που είδαμε ότι ήταν αποτελεσματικά, τώρα με το πιο μεταδοτικό στέλεχος, είναι λογικό να έχουν λιγότερη αποτελεσματικότητα».
–Στο θέμα του εμβολιασμού των παιδιών, θεωρείτε ότι η εμπλοκή των παιδιάτρων στην ενημέρωση των γονέων και στη διενέργεια του εμβολιασμού θα συμβάλει ώστε να εμβολιαστεί μεγαλύτερο ποσοστό των παιδιών στη χώρα;
«Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι θα βοηθήσει πάρα πολύ η συμμετοχή των παιδιάτρων στον εμβολιασμό και στην ενημέρωση των γονέων. Αναμένουμε, σίγουρα, μεγαλύτερη ανταπόκριση των γονέων στην προτροπή να εμβολιαστούν τα παιδιά τους, λόγω αυτού. Ωστόσο, ακόμα μεγαλύτερη ανταπόκριση θα υπάρξει από τους γονείς των παιδιών και γενικά γενικότερα από τον κόσμο όταν θα καταγραφεί μεγάλη αύξηση των κρουσμάτων… Τότε, πολλοί από τους ανεμβολίαστους πολίτες θα σπεύσουν να εμβολιαστούν και να εμβολιάσουν και τα παιδιά τους. Ίσως, όταν γίνει αντιληπτός ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τα παιδιά, να αλλάξει τελείως η ψυχολογία απέναντι στον εμβολιασμό»