Το τέλος της “συναίνεσης”, το δίλημμα της αυτοδυναμίας
H απάντηση σχετικά με το εύρος, την εστίαση (σε κοινωνικές ομάδες), και το κόστος των εξαγγελιών του Κυριάκου Μητσοτάκη στη ΔΕΘ μπορεί να είναι διττή: υποσχέθηκε όσα υποσχέθηκε επειδή κρατά ορθάνοιχτο το ενδεχόμενο να προσφύγει σε πρόωρες εκλογές το πρώτο 9μηνο του 2022, ή παρουσίασε ένα “πακέτο” περίπου 3,5 δισ ευρώ γνωρίζοντας πως η δημοσιονομική κατάσταση της οικονομίας και οι ευρωπαϊκές εξελίξεις δεν θα του επιτρέψουν να υποσχεθεί ανάλογες παροχές στην 86η ΔΕΘ του 2022.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Σε κάθε περίπτωση το προεκλογικό άρωμα της συνολικής παρουσίας του πρωθυπουργού στη Θεσσαλονίκη είναι έντονο και έφθασε μέχρι τα στούντιο των δελτίων ειδήσεων των φίλα προσκείμενων καναλιών. Κι’ αυτό παρότι ο ίδιος, για ακόμα μία φορά, δεσμεύτηκε εμφατικά πως πρόθεσή του είναι να εξαντλήσει την τετραετία.
Το έναυσμα για να υποθέτει βασίμως κανείς πως ο κ. Μητσοτάκης δεν κλείνει το “παράθυρο ευκαιρίας” για πρόωρες εκλογές, από την άνοιξη έως το αργότερο το φθινόπωρο της επόμενης χρονιάς, είναι, αναμφίβολα, η σαφής -και σχετικά απρόκλητη- αναφορά του σχετικά με τις συναινέσεις.
“Θεωρώ ότι έχω εξαντλήσει την πρόθεσή μου, τη διάθεσή μου, να είμαι συναινετικός με ανθρώπους και πολιτικούς χώρους που δεν επιδιώκουν καμία συναίνεση”, είπε χαρακτηριστικά.
Τι είναι, άραγε, αυτό που ωθεί έναν πρωθυπουργό, που μόλις διήλθε τον ρουβίκωνα της διετίας στην διακυβέρνηση, και δη εν μέσω δυσάρεστων για τον ίδιο ποιοτικών δημοσκοπικών στοιχείων, μετά τις πυρκαγιές του καλοκαιριού και τον πρόσφατο ανασχηματισμό που κατέληξε σε πολιτικό ναυάγιο, σε μία τέτοια δήλωση; Ακόμα κι αν πράγματι πιστεύει πως δεν υπάρχουν καλές προθέσεις από όλα (…) τα κοινοβουλευτικά κόμματα -πρωτίστως από την αξιωματική αντιπολίτευση- για τις ελάχιστες, έστω, συνεννοήσεις, γιατί “καίει” οριστικά αυτό το χαρτί; Είναι βέβαιος πως δεν θα προκύψουν νέες περιπέτειες με την πανδημία, στο θολό πεδίο των ελληνοτουρκικών, στο Κυπριακό, ή πως δεν θα υπάρξουν άλλες στιγμές ανάλογες με την καταστροφή που έζησε η χώρα το καλοκαίρι;
Προφανώς έχει αποφασίσει πως δεν επικαλεστεί ξανά την ανάγκη συναίνεσης από τις πολιτικές δυνάμεις και ειδικότερα από τον Αλέξη Τσίπρα, ακόμα κι αν προκύψει τέτοια ανάγκη, όταν ο ίδιος δηλώνει ευθέως και κατηγορηματικά πως “έχει εξαντλήσει τις προθέσεις του”.
Για να κάνει κάτι τέτοιο, λογικό είναι πως εφεξής έχει επιλέξει να κινηθεί συγκρουσιακά και να αναγάγει την πόλωση σε αιχμή του δόρατος της στάσης του απέναντι στην αξιωματική αντιπολίτευση. Όσο και να τον έχουν “τραυματίσει”, όμως, οι δικοί του χειρισμοί και η στάση του ΣΥΡΙΖΑ στην υπόθεση Αποστολάκη, το χαρτί της συναίνεσης, είτε ειλικρινώς, είτε ως προσποίηση υπευθυνότητας, δεν ακούγεται λογικό να το αποποιείται κανείς.
Η απάντηση ίσως κρύβεται στην βαθύτατη πεποίθηση του -όπως συνάγεται από όσα είπε στη συνέντευξη Τύπου- πως έχει τις επόμενες εκλογές “στο τσεπάκι του”, πως μπορεί να εξασφαλίσει αυτοδυναμία ακόμα και στην πρώτη αναμέτρηση με απλή αναλογική, ή, σε κάθε περίπτωση, στη δεύτερη που, όπως είπε, θα επιδιώξει. Το τελευταίο συνδέεται άρρηκτα με το προηγούμενο: δεν μπορείς να ζητάς συναίνεση -ακόμα κι αν η αξιωματική αντιπολίτευση δεν ανταποκρίνεται-, και την ίδια στιγμή να θεωρείς ως μοναδική επιδίωξή σου την αυτοδυναμία στις εκλογές.
Το δίλημμα της αυτοδυναμίας αποκτά λογική (;) μόνο εάν έχεις πλήρως ενοχοποιήσει όλες τις άλλες πολιτικές δυνάμεις ότι δεν επιθυμούν συγκλίσεις και συνεννοήσεις. Πως θα μπορούσες -αυτό είναι το μήνυμα- να συγκροτήσεις κυβερνητική συνεργασία με τον αντίπαλο που υπονομεύει τη συναίνεση και (κάτι που συνάγεται από μία άλλη απάντηση σε ερώτηση-πάσα) διοχετεύουν τοξικότητα στο διαδίκτυο σχετικά με εσένα και την οικογένειά σου;
Ο πρωθυπουργός έκαψε, λοιπόν, τα σπαρτά της πολιτικής συνεννόησης για να στερήσει από τον βασικό πολιτικό του αντίπαλο το επιχείρημα της υπεύθυνης αντιπολίτευσης και για να αναδείξει στο πρόσωπο του κ. Τσίπρα το προφίλ ενός πολιτικού ταραξία. Προοπτικά, αυτή την επικοινωνιακή τακτική θα την δούμε να αποκτά ολοένα και περισσότερα ερείσματα στα φίλα προσκείμενα ΜΜΕ και στην ρητορική των κυβερνητικών στελεχών. Στόχος είναι η απομόνωση της αξιωματικής αντιπολίτευσης, και η δημιουργία περιβάλλοντος οξύτατης πόλωσης και σκληρού δικομματισμού που θα περιορίσει όλα τα μικρότερα κόμματα και στο κέντρο και στα δεξιά της Ν.Δ.
Φαίνεται πως το γεγονός ότι κάτι τέτοιο ευνοεί παράλληλα και τον “άλλο πόλο” (ΣΥΡΙΖΑ) μάλλον δεν τον ενδιαφέρει άμεσα επειδή πιστεύει πως μπορεί να τον κερδίσει εύκολα στην δεύτερη εκλογική αναμέτρηση με τον εκλογικό νόμο του κλιμακωτού μπόνους στο πρώτο κόμμα.
Τούτων δοθέντων, όμως, η πιθανότητα πρόωρων εκλογών το 2022 αυξάνει. Είναι δύσκολο να διατηρήσει κλίμα πόλωσης σε μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο δύο ετών. Όσο μεγαλύτερο είναι το χρονικό διάστημα μέχρι την τελική “εκκαθάριση λογαριασμών”, τόσο αυξάνει ο κίνδυνος “ατυχήματος” και οι πιθανές παρενέργειες κεντρικών αποφάσεων στις Βρυξέλλες και το Βερολίνο σχετικά με την οικονομία.
Και κάτι τελευταίο: ο πρωθυπουργός φαίνεται πως είναι βέβαιος ότι “έχει” τον Αλέξη Τσίπρα. Πως μπορεί εύκολα να τον νικήσει στις επόμενες εκλογές. Με το δίλημμα της αυτοδυναμίας, ωστόσο, καίει τις γέφυρες και με ένα ΚΙΝ.ΑΛ που θα παραμείνει στα χέρια της Φώφης Γεννηματά– την κατέταξε, άλλωστε, στους χώρους που δεν επιθυμούν συναίνεση. Πιστεύει, προφανώς, πως δεν θα χρειαστεί ούτε την δική της συνδρομή σε μία κυβέρνηση συνεργασίας. Εάν, φυσικά, του προκύψει -ή συνδράμει κιόλας προς αυτή την κατεύθυνση- η ηγεσία του Ανδρέα Λοβέρδου, πιθανώς να γίνουν οι αναγκαίες προσαρμογές…
Οι βεβαιότητες σχετικά με την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να επιστρέψει στην διακυβέρνηση στο ορατό πολιτικό μέλλον και την συνέχιση, σχεδόν αδιατάρρακτα, της δικής του πολιτικής ηγεμονίες θα κριθούν τους επόμενους μήνες. Τίποτε πιο βέβαιο στην πολιτική από την αβεβαιότητα- αλλά φαίνεται πως στο Μέγαρο Μαξίμου δεν το λαμβάνουν υπόψιν τους.
Η αλήθεια, όμως, είναι πως έχει με το μέρος του την ευχέρεια των πολιτικών πρωτοβουλιών (ως κυβέρνηση), διαθέτει -ακόμα- ασφαλές επικοινωνιακό περιβάλλον, βοήθειες από το εξωτερικό και τις αγορές και, επιπλέον, τις αμφισημίες στο κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τα στελέχη της οποίας ενίοτε πυροβολούν τα πόδια τους.