Αλλάζουν διεθνώς οι δείκτες της πανδημίας για να αποφευχθούν νέα lockdown- Η μελέτη γερμανικού ινστιτούτου
Στην αρχή της πανδημίας στόχος ήταν η πρόληψη από την μόλυνση με κορωνοϊό. Όσο ο πληθυσμός άρχισε να εκτίθεται στον νέο ιό χωρίς ακόμη εμβόλια, ο υψηλός αριθμός μολύνσεων οδήγησε γρήγορα σε υπερπλήρη νοσοκομεία και μονάδες εντατικής με αυξημένο ποσοστό θανάτων – ιδίως ηλικιωμένων.
Τους τελευταίους μήνες, για την εκτίμηση της πορείας της πανδημίας, κρίσιμος ήταν ο δείκτης θετικότητας επτά ημερών, που αφορούσε τον αριθμό νέων μολύνσεων ανά 100.000 κατοίκους μέσα σε μια εβδομάδα. Βάσει αυτού οι πολιτικοί αποφάσιζαν τη λήψη μέτρων, όπως περιορισμό επαφών, απαγόρευση κυκλοφορίας ή λοκντάουν. Στο μεταξύ οι εμβολιασμοί έχουν αλλάξει ριζικά την εικόνα της πανδημίας, τουλάχιστον στη Δύση. Ο εμβολιασμός προστατεύει τους πολίτες, ειδικότερα τους ηλικιωμένους και τις ευπαθείς ομάδες που κινδυνεύουν περισσότερο. Επίσης ο εμβολιασμός αυξάνεται σε όλες τις ηλικιακές ομάδες, ενώ πολλοί νέοι έχουν νοσήσει με κορωνοϊό αναπτύσσοντας αντισώματα.Η πιθανότητα να πεθάνει κάποιος από κορωνοϊό έχει μειωθεί σημαντικά.
Διευρυμένη αξιολόγηση από το Ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ
Το γερμανικό Επιδημιολογικό Ινστιτούτο Ρόμπερτ Κοχ σχεδιάζει στο μέλλον να αξιολογεί την πορεία της πανδημίας όχι μόνο βάσει του δείκτη θετικότητας, αλλά λαμβάνοντας υπόψη και την γενική πληρότητα των νοσοκομείων. Τα γερμανικά νοσοκομεία θα πρέπει έτσι να συλλέγουν δεδομένα, μεταξύ άλλων σχετικά με τον αριθμό ασθενών με κορωνοϊό που γίνονται δεκτοί σε κανονικούς θαλάμους (πέραν δηλαδή της εντατικής), τα συμπτώματα που παρουσιάζουν, ενώ θα αναφέρουν και την εμβολιαστική τους κατάσταση. Μέχρι στιγμής τα γερμανικά νοσοκομεία αναφέρουν μόνο τον αριθμό των εισαγωγών στις εντατικές. Η διεύρυνση των κριτηρίων αυτών, δεν συνεπάγεται ωστόσο μια θεμελιώδη αλλαγή στρατηγικής στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Και στη Γερμανία στην πράξη δεν λαμβανόταν υπόψη αποκλειστικά και μόνο ο δείκτης επτά ημερών. Και ο δείκτης R, που αναπαριστούσε τον ρυθμό αναπαραγωγής της νόσου, λαμβανόταν υπόψιν, όπως και ο αριθμός των θανάτων που σχετίζονταν με τον κορωνοϊό. Αυτό τόνισε και ο υπ. Υγείας Γενς Σπαν, ο οποίος ανέφερε ότι ο δείκτης επτά ημερών θα εξακολουθεί να αποτελεί μια σημαντική παράμετρο.
Την εισαγωγή πάντως διευρυμένων κριτηρίων για την αξιολόγηση της πορείας της πανδημίας βλέπουν θετικά ειδικοί. «Η εικόνα της πανδημίας είναι περίπλοκη και δεν μπορεί να προσδιορίζεται μόνο από μια τιμή» ανέφερε χαρακτηριστικά η Δρ. Ούρσουλα Μπέργκερ από την Ομάδα Βιομετρίας και Βιοπληροφορικής του Πανεπιστημίου του Μονάχου. Η εισαγωγή του νέου κριτηρίου που αφορά τη γενική εικόνα των νοσοκομείων είναι επίσης κρίσιμη, διότι λαμβάνει υπόψιν όλες τις νοσοκομειακές κλίνες και όχι μόνο αυτές των εντατικών, θεωρεί ο Καθηγητής Επιδημιολογίας και Τροπικής Ιατρικής Κλέμενς Βέντνερ από την Πανεπιστημιακή Κλινική Σβάμπινγκ του Μονάχου.
Ο υψηλός αριθμός κρουσμάτων παραμένει επικίνδυνος
Στο μεταξύ θεωρείται πιθανό τόσο στη Γερμανία όσο και σε άλλες χώρες να χαλαρώσουν τα μέτρα για τον κορωνοϊό από το φθινόπωρο, αν αυξηθεί ο αριθμός των κρουσμάτων αλλά τα ποσοστά νοσηλείας παραμένουν χαμηλά. Όμως ένα τέτοιο σενάριο θα προκαλούσε προβλήματα, δεδομένου ότι ένας μεγάλος αριθμός ατόμων που δεν θα έχουν ακόμη εμβολιαστεί θα διατρέχουν κίνδυνο.Στη Γερμανία πχ. δεν υπάρχει εγκεκριμένο εμβόλιο για παιδιά κάτω των 12 ετών. Έτσι και στη νέα σχολική χρονιά πολλά παιδιά θα κάθονται στα θρανία ανεμβολίαστα. Ακόμη κι αν η μόλυνση με κορωνοϊό δεν απαιτεί νοσηλεία, ορισμένοι ενδέχεται να αρρωστήσουν σοβαρά ή να υποστούν μακροχρόνιες βλάβες.
Σε παγκόσμια κλίματα πάντως, ακόμη δεν γίνεται λόγος για τερματισμό της πανδημίας. Ακόμη κι αν η έντασή της μειωθεί σε πολλές εύπορες χώρες, η παγκόσμια πορεία των εμβολιασμών κινείται ακόμη με βραδεία πρόοδο και δύσκολα μπορεί να επιτευχθεί άμεσα ανοσία αγέλης. Σε πολλές φτωχές χώρες μαζικοί εμβολιασμοί δεν αναμένεται να ξεκινήσουν πριν από το 2024 λόγω της διανομής εμβολιών. Στο μεταξύ η εμφάνιση νέων μεταλλάξεων στις φτωχότερες χώρες θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να αποτελέσει σοβαρό πλήγμα και για πλουσιότερες.
Πηγή: DW