Γεραπετρίτης: Το επιτελικό κράτος βελτίωσε την ποιότητα της δημοκρατίας
Στον απολογισμό του επιτελικού κράτους, στη μέση της κυβερνητικής θητείας, προχώρησε, από το βήμα του 6ου Οικονομικού Φόρουμ των Δελφών, ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Γεραπετρίτης, αποκαλύπτοντας και τις επόμενες προκλήσεις του νέου μοντέλου.
«Βελτιώθηκε καθ’ εαυτή η ποιότητα της Δημοκρατίας», δήλωσε με έμφαση, ενώ προέβη στην εκτίμηση ότι «θα είναι η μεγάλη παρακαταθήκη για τις επόμενες πολιτικές γενεές». Ως μεγαλύτερη τομή του μοντέλου αξιολόγησε τον απόλυτο διαχωρισμό ανάμεσα στην κυβέρνηση και τη διοίκηση: σήμερα περίπου το 80% της ύλης ενός Υπουργείου παράγεται από την ίδια τη διοίκηση και η γραφειοκρατία πάνω από 70%, σημείωσε. Χάρη στο επιτελικό κράτος χτυπήθηκε διαφθορά και πελατειακές σχέσεις, ενώ ήταν απολύτως καθοριστική η παρουσία του νέου μοντέλου διακυβέρνησης την περίοδο της πανδημίας, πρόσθεσε.
Ξεκινώντας από τις πρώτες ημέρες της παρούσας διακυβέρνησης, ο υπουργός μίλησε για τον πρώτο νόμο που ήλθε στη Βουλή, που αφορούσε την οργάνωση του κράτους: είναι ένα νομοσχέδιο που «επεξεργαζόμασταν για μια διετία πριν την ανάληψη της διακυβέρνησης, πρόκειται για ένα νομοσχέδιο που ουσιαστικά αποτελεί ένα εγχειρίδιο νέας διακυβέρνησης», σημείωσε χαρακτηριστικά. Και, «μολονότι έχουμε μια εδραιωμένη δημοκρατία στη Μεταπολίτευση, δεν είχε υπάρξει ως το 2019 ένα συγκροτημένο, ενιαίο κωδικοποιημένο κείμενο, το οποίο θα αποτελούσε τη βάση της λειτουργίας του κράτους, τη βάση της διακυβέρνησης».
Με δεδομένο ότι «βρισκόμαστε σε μια φάση περίπου στη μέση της δική μας διακυβέρνησης, είναι ένας χρόνος ικανός για μια πρώτη αποτίμηση», ανέφερε επίσης με πρώτη διαπίστωση ότι η νέα δομή του κράτους κλήθηκε να αντιμετωπίσει μια κατάσταση εντελώς πρωτόγνωρη.
Ερωτηθείς για τη «μεγαλύτερη τομή» που επέφερε το επιτελικό κράτος, απάντησε ότι «αυτό έχει να κάνει με τον απόλυτο διαχωρισμό ανάμεσα στην κυβέρνηση και τη διοίκηση, δηλαδή την πολιτική διοίκηση και την υπηρεσιακή διοίκηση. Εκείνο το οποίο είχαμε παρατηρήσει ως βασική παθολογία της Μεταπολίτευσης ήταν το γεγονός ότι υπήρχε μια πρόσμειξη της πολιτικής με τη διοίκηση», θέμα που, πρόσθεσε, παρήγαγε διαφθορά κυρίως πελατειακών σχέσεων.
Σήμερα, πλέον, σειρά αρμοδιοτήτων πέρασε στη διοίκηση, δηλαδή «τα πρόσωπα που εκφράζουν τη συνέχεια του κράτους, δεν επηρεάζονται από τις πολιτικές αλλαγές και είναι τα πρόσωπα, τα οποία λόγω της τεχνοκρατικής τους πρόσληψης είναι σε θέση να χειριστούν τα ζητήματα αυτά. Αποδώσαμε πολύ μεγάλη εμπιστοσύνη στη διοίκηση και αποζημιωνόμαστε για αυτό», υπογράμμισε ακόμη.
Και με τη γλώσσα των αριθμών, σήμερα περίπου το 80% της ύλης ενός Υπουργείου παράγεται από την ίδια τη διοίκηση και με τον τρόπο αυτό περιορίστηκε η γραφειοκρατία πάνω από 70%, διότι «απαιτούνται πολύ λιγότερες υπογραφές για να εκδοθεί μία πράξη, αποκόψαμε τον ομφάλιο λώρο της πολιτικής διαφθοράς». Αναγνωρίζοντας, όμως, ότι δεν ήταν εύκολο να εκριζωθούν παθογένειες, ο κ. Γεραπετρίτης αποκάλυψε ότι ήταν «πολλές οι πιέσεις που δέχθηκα εγώ και οι συνεργάτες μου για να κάνουμε αλλαγές, οι οποίες απομείωναν την ισχύ του ρηξικέλευθου αυτού νέου μοντέλου». Όμως, κατέληξε, «παρά ταύτα αντέξαμε».
Κληθείς να σχολιάσει την κριτική ότι το επιτελικό κράτος είναι ένα υπερσυγκεντρωτικό μοντέλο με αφαίρεση αρμοδιοτήτων από τους υπουργούς, απάντησε επικαλούμενος το παράδειγμα της πανδημίας: κατά το διάστημα των 14 μηνών αυτής έχουν εκδοθεί περί τις 1.500 Υπουργικές Αποφάσεις, η πλειονότητα των οποίων είναι Κοινές Υπουργικές Αποφάσεις, έως και δέκα υπουργών, αντέτεινε. Ως εκ τούτου, συμπλήρωσε, «υπήρξε μια πολύ γρήγορη αντίδραση στα πράγματα». Συμπέρασμα; «Με τον τρόπο αυτό αποφεύχθηκαν αντιθέσεις, αντιφάσεις, κενά, αντινομίες, ασάφειες. Το πρόβλημα στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης ήταν ότι η πολιτική παραγόταν με έναν τρόπο ιδιοκτησιακό: κάθε Υπουργείο είχε τη δική του ύλη (…) δεν υπήρχε κεντρικός σχεδιασμός αλλά ούτε και ένα κεντρικό επιχειρησιακό σχέδιο».
Ταυτόχρονα, «βελτιώθηκε καθ’ εαυτή η ποιότητα της Δημοκρατίας: παραδοσιακά το Υπουργείο Συμβούλιο ήταν ένα συλλογικό όργανο το οποίο απλώς καλείτο να επιβεβαιώσει υφιστάμενες πολιτικές. Εμείς αλλάξαμε εντελώς το μοντέλο αυτό», παρατήρησε, τόσο ποσοτικά, αφού έχει υπερδιπλασιασθεί ο αριθμός των Υπουργικών Συμβουλίων, κυρίως όμως ποιοτικά. Στο σημείο αυτό μάλιστα θύμισε την ατζέντα που έχει στο εξής το Υπουργικό Συμβούλιο για το μήνα Δεκέμβριο, εκεί δηλαδή όπου εγκρίνεται το ενιαίο κυβερνητικό σχέδιο πολιτικής για το επόμενο έτος, που περιλαμβάνει και τα νομοθετήματα, και το οποίο αναρτάται σε δημόσια γνώση. Δηλαδή «για το 2021 είναι ανηρτημένο ολόκληρο το σχέδιο της κυβέρνησης, που περιλαμβάνει όλες τις δράσεις και όλο τον προγραμματισμό της. Είναι η υψηλότερη μορφή λογοδοσίας που θα μπορούσε να υπάρξει, κάθε πολίτης γνωρίζει και μπορεί να αξιολογήσει, να κρίνει, να κατακρίνει την κυβέρνηση για το γεγονός ότι δεν πέτυχε τους στόχους της».
Παραλλήλως, ο υπουργός Επικρατείας υποστήριξε ότι πλέον η δημοκρατία είναι «πολύ ισχυρή διαβουλευτική», όρο που εξήγησε με το πιο κάτω επιχείρημα: το 2018 κατά μέσο όρο τα νομοθετήματα ετίθεντο σε δημόσια διαβούλευση πέντε ημερών και στη συνέχεια ψηφίζονταν, ενώ σήμερα το Υπουργικό Συμβούλιο διαλογικά έρχεται και εγκρίνει το νομοθέτημα, στη συνέχεια τίθεται σε δημόσια διαβούλευση για 14 ημέρες – και ο κανόνας αυτός «έχει τηρηθεί απαρέγκλιτα».
Όταν του ζητήθηκε από τη δημοσιογράφο Μαρία Σαράφογλου να μιλήσει για τα επόμενα βήματα, είπε πως η κυβέρνηση εξ αρχής είχε συλλάβει ένα …τριφασικό σύστημα: η πρώτη φάση του επιτελικού κράτους περιελάμβανε την οριζόντια διακυβέρνηση (κυβέρνηση – διοίκηση – νομοθεσία), η δεύτερη φάση την πολυεπίπεδη διακυβέρνηση και η τρίτη, το ψηφιακό κράτος.
Ωστόσο και δεδομένων των συνθηκών «το ψηφιακό κράτος ήλθε πολύ πιο μπροστά, με περηφάνια μπορούμε να πούμε και στο πλαίσιο του επιτελικού κράτους αυτή τη στιγμή έχουν υπερδιπλασιασθεί οι ψηφιακές υπηρεσίες που παρέχονται -κι αυτό διευκόλυνε πάρα πολύ τη διαχείριση της κρίσης. Κατά τη διάρκεια της κρίσης είμαστε περίπου στα 100 εκατ. ηλεκτρονικά ραντεβού και υπηρεσίες που παρασχέθηκαν μοναδικά σε πολίτες», κατά συνέπεια, συμπέρανε, «έχουμε εξασφαλίσει ένα κράτος – αρωγό στον πολίτη».
Και στην τρίτη φάση, όπως εξελίχθηκαν τα πράγματα, «εντός του 2021 θα έλθει και η μεγάλη μεταρρύθμιση που αφορά την πολυεπίπεδη διακυβέρνηση, πράγμα που σημαίνει αρμοδιότητες, αυτοτελείς πόρους, λογοδοσία για τους Δήμους και τις Περιφέρειες, δηλαδή μεταφορά μιας βαριάς ύλης του κράτους εκεί που πρέπει: στα όργανα της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, άρα κοντά στον πολίτη».
Κλείνοντας την παρέμβασή του, ο υπουργός Επικρατείας ενθυμήθηκε την περίοδο κατά την οποία το επιτελικό κράτος τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση, τότε, δηλαδή, που είχαν ακουσθεί κατά βάση δύο κριτικές: πρώτον, ότι ήταν πάρα πολύ φιλόδοξο: «με μέτρο και ταπεινότητα θα πω ότι έχουμε πετύχει αυτό το νέο μοντέλο, θα είναι η μεγάλη παρακαταθήκη για τις επόμενες πολιτικές γενεές όταν εμείς θα αποχωρήσουμε από την εξουσία», ήταν η απάντηση του Γ. Γεραπετρίτη. Και, δεύτερον, ότι ήταν συγκεντρωτικό: «Συγκεντρωτισμός δεν υπάρχει, συγκεντρωτικό είναι το σύστημα που αφήνει αρρύθμιστη την κατάσταση», αντέλεξε. Αντ’ αυτού, «εμείς αποκαταστήσαμε όλα τα όργανα του κράτους στο Συνταγματικό τους ρόλο: ο πρωθυπουργός συγκαλεί και προεδρεύει, το Υπουργικό Συμβούλιο παράγει δημόσιες πολιτικές, ο υπουργός κάνει την πολιτική και η διοίκηση έρχεται και παράγει όλο το διοικητικό έργο».