Επαναπροωθήσεις στο Αιγαίο: Ακόμη μια προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο
Η κυβέρνηση μπορεί να προβαίνει συνεχώς σε κατηγορηματικές διαψεύσεις, ωστόσο πληθαίνουν οι καταγγελίες αλλά και οι προσφυγές, για παράνομες επαναπροωθήσεις προσφύγων και μεταναστών στο Αιγαίο από τις ελληνικές αρχές. Στο πλαίσιο αυτό, το Νομικό Κέντρο Λέσβου (LCL) – αστικός, μη κερδοσκοπικός οργανισμός, με έδρα τη Μυτιλήνη– προχώρησε σε προσφυγή προς το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, για σχετικό συμβάν που φέρεται να έλαβε χώρα στις 21 Οκτωβρίου του 2020.
Σημειώνεται ότι το εν λόγω περιστατικό έχει καταγγελθεί και από άλλες ΜΚΟ.
Σύμφωνα λοιπόν με τις καταγγελίες, μια ομάδα 180-200 ατόμων, συμπεριλαμβανομένων τουλάχιστον 40 παιδιών και αρκετών βρεφών, η οποία ταξίδευε με ένα παλιό αλιευτικό σκάφος, επαναπροωθήθηκε από τα ελληνικά χωρικά ύδατα κοντά στο νησί της Κρήτης, πίσω στην Τουρκία.
Το περιστατικό
Όπως αναφέρει η LCL –που εκπροσωπεί 11 υπηκόους Συρίας– αυτό το περιστατικό περιλάμβανε τον μεγαλύτερο αριθμό ατόμων που απελάθηκαν ταυτόχρονα.
Επαναπροωθώντας την ομάδα αυτή των σχεδόν 200 ατόμων, οι Ελληνικές Αρχές εκτέλεσαν δύο ταυτόχρονες επιχειρήσεις επαναπροώθησης, στις οποίες εμπλεκόταν τουλάχιστον ένα ναυαγοσωστικό σκάφος, τέσσερα σκάφη της Ελληνικής Ακτοφυλακής και δύο ταχύπλοα.
Σύμφωνα πάντα με την LCL, επιζώντες ανέφεραν ότι κατευθύνονταν από την Τουρκία στην Ιταλία, όπου σκόπευαν να κάνουν αίτηση για άσυλο. Εξαιτίας της έντονης κακοκαιρίας, η οποία εκδηλώθηκε περίπου στις 12 μ.μ. στις 20 Οκτωβρίου, το σκάφος τους αντιμετώπισε δυσκολίες και δεν μπορούσε να συνεχίσει στην προκαθορισμένη του πορεία.
Καθώς το σκάφος της ομάδας βρισκόταν κοντά στην Κρήτη εκείνη την ώρα, κάλεσαν την Ελληνική Ακτοφυλακή και ζήτησαν βοήθεια. Ωστόσο, αντί να διασωθούν, η ομάδα έλαβε οδηγίες από την Ελληνική Ακτοφυλακή να εισέρθουν σε Ελληνικά χωρικά ύδατα, πλησιέστερα στην ακτή της Κρήτης.
Η ομάδα κατάφερε να φτάσει στα ελληνικά χωρικά ύδατα, όπου προσεγγίσθηκε από τις ελληνικές Αρχές στη θάλασσα –πρώτα από ένα Ελληνικό ναυαγοσωστικό σκάφος και ύστερα από την Ελληνική Ακτοφυλακή– οι οποίες τους εμπόδισαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς την Ιταλία αλλά και να φτάσουν στην Κρήτη.
Οι ελληνικές αρχές παραπλάνησαν τους μετανάστες, διαβεβαιώνοντάς τους πολλάκις ότι θα έπρεπε να περιμένουν μέχρι τις 9 μ.μ. οπότε και θα κατέφθανε ένα μεγαλύτερο πλοίο για να τους μεταφέρει στην Ιταλία.
Οι μετανάστες δεν πίστεψαν τις πληροφορίες, που τους παρείχαν οι Ελληνικές αρχές αλλά δεν μπορούσαν να συνεχίσουν το ταξίδι τους λόγω της κακοκαιρίας. Περίπου στις 4:30 μ.μ., κάποιοι επιβαίνοντες στο σκάφος κοινοποίησαν την τοποθεσία τους σε συγγενείς, επιβεβαιώνοντας ότι βρίσκονταν περίπου 5 με 10 χιλιόμετρα μακριά από τις ακτές της Κρήτης, γεγονός που σημαίνει ότι το σκάφος τους βρισκόταν αναμφίβολα σε Ελληνικά χωρικά ύδατα, κοντά στην περιοχή της Ιεράπετρας.
Περίπου στις 9 μ.μ. ένα αγνώστου ταυτότητας μαύρο ταχύπλοο πλησίασε το σκάφος των μεταναστών και 4 με 6 οπλισμένοι άνδρες με καλυμμένα τα πρόσωπά τους και φορώντας στολές, πήδηξαν στο σκάφος της ομάδας.
Όπως αναφέρει η LCL, πλήθος ατόμων ανάφεραν ότι «ξαφνιάστηκαν» από τους καταδρομείς, που κατέφθασαν άξαφνα και πήδηξαν στο σκάφος τους «μέσα σε δευτερόλεπτα».
Μόλις βρέθηκαν πάνω στο αλιευτικό σκάφος, οι καταδρομείς χρησιμοποίησαν αναλάμποντες φανούς για να τυφλώσουν την ομάδα, καθώς τους φώναζαν, καθοδηγώντας τους να γονατίσουν και να στρέψουν τα κεφάλια τους στο δάπεδο.
Σύμφωνα πάντα με την LCL, ενώ οι καταδρομείς βρίσκονταν πάνω στο σκάφος της ομάδας, χτύπησαν και προκάλεσαν σωματικές βλάβες σε πολλά άτομα, παρόλο που οι επιβαίνοντες ήταν ειρηνικοί και άοπλοι.
Οι καταδρομείς έσπασαν τα παράθυρα των καμπινών στο κάτω κατάστρωμα του σκάφους όπως και της καμπίνας του καπετάνιου στο πάνω κατάστρωμα. Επιτέθηκαν με βία, χτύπησαν και προσέβαλαν το άτομο που ταυτοποίησαν ως οδηγό του πλοίου των μεταναστών.
Πολλοί επιζώντες της επαναπροώθησης σημαδεύτηκαν ιδιαίτερα από τη βία της εφόδου των καταδρομέων στο πλοίο τους και εξακολουθούσαν να έχουν εφιάλτες και ανακλήσεις τρείς μήνες μετά το συμβάν. Είπαν στην LCL ότι τους μεταχειρίστηκαν σαν να ήταν «τρομοκράτες» και περιέγραψαν τους καταδρομείς ως «χειρότερους από την αστυνομία στη Συρία».
Κάποιοι συγγενείς των επιζώντων, που επικοινώνησαν με τη LCL, επιβεβαίωσαν ότι έχασαν την επαφή με την ομάδα λίγο μετά τις 9 μ.μ. Ένα από τα άτομα της ομάδας έστειλε ένα τελευταίο μήνυμα στον γιο του/της στις 21 Οκτωβρίου 2020, στις 9:07 μ.μ λέγοντας: «η αστυνομία είναι στο πλοίο και άνθρωποι ξυλοκοπούνται».
Ύστερα από αυτό, οι καταδρομείς ανάγκασαν την ομάδα να χωριστεί στα δύο με τη βία, αρπάζοντάς τους από τα ρούχα και σπρώχνοντάς τους. Όλοι αναγκάστηκαν να αφήσουν τις τσάντες και τα υπάρχοντά τους πίσω στο αλιευτικό σκάφος, πριν μεταφερθούν με τη βία σε σκάφη της Ελληνικής Ακτοφυλακής.
Οι καταδρομείς προσπάθησαν να χωρίσουν τους άντρες απ’ τις γυναίκες, ακόμη και μέλη της ίδιας οικογένειας. Οι επιζώντες υπολογίζουν ότι πήρε περίπου μιάμιση ώρα μέχρι και οι δυο ομάδες να μεταφερθούν στα δύο μεγαλύτερα, γκρι, στρατιωτικού σχήματος πλοία της Ελληνικής Ακτοφυλακής, δηλαδή μέχρι περίπου τις 10:30 ή 11 μ.μ.
Ουδέποτε πάρθηκαν τα δακτυλικά αποτυπώματα κανενός εκ των ατόμων της ομάδας, ούτε ερωτήθηκε κανένας εάν επιθυμούσε να κάνει αίτηση για άσυλο.
Η πρώτη ομάδα που απαρτιζόταν από περίπου 120 άτομα (κυρίως άνδρες και ελάχιστες γυναίκες) πέρασε τη νύχτα στο σκάφος της Ελληνικής Ακτοφυλακής.
Νωρίς το πρωί της 21ης Οκτωβρίου 2020, λίγο πριν την ανατολή, οι αρχές του πλοίου επιτέθηκαν με βία στην ομάδα, επιδιώκοντας να τους αναγκάσουν να τρέξουν και να πηδήξουν από την πίσω πλευρά του μεγαλύτερου πλοίου, ένας-ένας, σε 2 γκρι, φουσκωτές σωσίβιες λέμβους και σε μία σωσίβια λέμβο που ήταν πορτοκαλί στην κορυφή και μαύρη στη βάση της. Καμία από τις λέμβους αυτές δεν είχε κινητήρα.
Το σκάφος της Ελληνικής Ακτοφυλακής τους άφησε και απομακρύνθηκε. Η πρώτη ομάδα διασώθηκε από την Τουρκική Ακτοφυλακή, η οποία αναφέρθηκε ότι είχε σώσει 3 σωσίβιες λέμβους με 121 άτομα στην περιοχή νότια του Μούγκλα και της Μαρμαρίδας στις 8:30 π.μ. την 21η Οκτωβρίου 202021.
Η πρώτη ομάδα προσήχθη στο αστυνομικό τμήμα της Μαρμαρίδας, στην Τουρκία, όπου παρέμειναν υπό κράτηση μέχρι την επόμενη ημέρα.
Η δεύτερη ομάδα, η οποία απαρτιζόταν από περίπου 80 άτομα (κυρίως γυναίκες και οικογένειες) μεταφέρθηκε με βία σε ένα δεύτερο, μεγάλο, στρατιωτικού-τύπου σκάφος της Ελληνικής Ακτοφυλακής. Μόλις επιβιβάστηκαν, τους έψαξαν όλους και κατέσχεσαν όλα τα τηλέφωνα. Δεν τους παρασχέθηκε καθόλου φαγητό ενώ το νερό ήταν ανεπαρκές.
Οι αιτούντες δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν την τουαλέτα και έπρεπε να ουρούν στη θάλασσα, στην πίσω πλευρά του πλοίου. Το σκάφος της Ελληνικής Ακτοφυλακής πλοηγήθηκε μέχρι που έφτασε κοντά σε τουρκικά χωρικά ύδατα, το απόγευμα της 21ης Οκτωβρίου 2020.
Σύμφωνα πάντα με την LCL, οι επιζώντες εξήγησαν ότι οι Ελληνικές Αρχές πάνω στο πλοίο τότε «άνοιξαν τέσσερις μεγάλες πορτοκαλί τσάντες που ήταν πάνω στο σκάφος εξαρχής» στο πίσω μέρος του σκάφους της Ελληνικής Ακτοφυλακής, κάτω από λευκά φουσκωτά ταχύπλοα.
Οι τσάντες περιείχαν τετράγωνες, τεντοειδείς, σωσίβιες λέμβους, με πορτοκαλί κορυφή και μαύρη βάση, χωρίς κινητήρα και με υπολογιζόμενη χωρητικότητα έως 20 άτομα. Η ομάδα τότε εξαναγκάστηκε να κατέβει, ένας-ένας, από μια σκάλα στο τέλος του μεγαλύτερου σκάφους της Ακτοφυλακής στις σωσίβιες λέμβους που βρίσκονταν στη θάλασσα. Το πλοίο της Ελληνικής Ακτοφυλακής τους άφησε εκεί και απομακρύνθηκε.
Η Τουρκική Ακτοφυλακή αναφέρεται να διέσωσε 4 σωσίβιες λέμβους με 76 άτομα πλησίον της ακτής του Μούγκλα/ Datça στις 21 Οκτωβρίου 2020, οι οποίες ανταποκρίνονται στην περιγραφή της δεύτερης ομάδας. Οι επιζώντες εξήγησαν ότι μόλις έφτασαν στην Τουρκία, παρέμειναν υπό κράτηση για μία νύχτα στο αστυνομικό τμήμα του Datça.