Σουλιώτης στο libre: Υποχρεωτικός και αναγκαστικός εμβολιασμός – Η σύγχυση προκαλεί αντιδράσεις
Πρόσφατα, (8 Απριλίου), το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ECHR) αποφάνθηκε ότι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός είναι «νόμιμος και αναγκαίος σε μία δημοκρατική κοινωνία». Η απόφαση του ECHR δεν αφορούσε τον εμβολιασμό κατά της Covid-19, αλλά την προσφυγή γονέων παιδιών στην Τσεχία, που δεν έγιναν δεκτά σε νηπιαγωγεία της χώρας επειδή δεν είχαν εμβολιαστεί.
Της Ρούλας Σκουρογιάννη
Για την ιστορία αξίζει να αναφερθεί η σημαντική πλειοψηφία με την οποία λήφθηκε η απόφαση, καθώς το Δικαστήριο έκρινε με 16 ψήφους υπέρ και 1 κατά, ότι ο υποχρεωτικός εμβολιασμός εξυπηρετεί το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών, καθώς τα προστατεύει από σοβαρές ασθένειες.
Μάλιστα, σύμφωνα με το ΕΔΑΔ, «η υποχρεωτική μορφή του δεν αντιβαίνει στο άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου περί προστασίας της ιδιωτικής ζωής».
- Η συγκεκριμένη ετυμηγορία αν και ελήφθη με άλλη αφορμή, ωστόσο, αναμένεται να επηρεάσει σημαντικά πολιτικές υποχρεωτικού εμβολιασμού κατά της πανδημίας, στην Ε.Ε., τουλάχιστον. «Η απόφαση ενισχύει τη δυνατότητα μίας εμβολιαστικής υποχρέωσης υπό όρους στο πλαίσιο της παρούσας επιδημίας της Covid-19», σχολίασε ο ειδικός νομικός του Δικαστηρίου Νικολά Ερβιέ.
Ήδη, η ιταλική κυβέρνηση Ντράγκι έχει θεσμοθετήσει το μέτρο του υποχρεωτικού εμβολιασμού κατά της Covid-19 για τους εργαζομένους του υγειονομικού τομέα, ενώ και ο Έλληνας Πρωθυπουργός, Κυριάκος Μητσοτάκης, δήλωσε θετικός να εφαρμοστεί το μέτρο και στην Ελλάδα.
Το libre μίλησε με τον Καθηγητή Πολιτικής Υγείας, στη Σχολή Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου, κ. Κυριάκο Σουλιώτη, με στόχο να γίνει η διάκριση μεταξύ υποχρεωτικού και αναγκαστικού εμβολιασμού, κάτι που συχνά συγχέεται και προκαλεί άσκοπα αντιδράσεις, αλλά και να διευκρινιστεί πώς τεκμηριώνεται η σκοπιμότητα της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού.
Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα είναι και τα συμπεράσματα ελληνικών ερευνών που αναφέρονται και δείχνουν ότι η ελληνική κοινωνία είναι συμφιλιωμένη με την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού κυρίως σε παιδιά, αλλά και ότι αντιμετώπισε τον εμβολιασμό κατά της γρίπης ως μέτρο προστασίας την περίοδο της πανδημίας.
Mεγαλύτερη θετική επίδραση υπέρ του εμβολιασμού ασκεί στους πολίτες το παράδειγμα του εμβολιασμού των υγειονομικών και λιγότερο των αξιωματούχων, των πολιτικών, των καλλιτεχνών και άλλων δημόσιων προσώπων. Τέλος, αξίζουν προσοχής τα όσα αναφέρει ο καθηγητής για την επόμενη ημέρα της πανδημίας και τον τρόπο που η κρίση αυτή θα αφήσει το αποτύπωμά της στον κόσμο και τον τρόπο λειτουργίας των Συστημάτων Δημόσιας Υγείας και των αντανακλαστικών που θα αναπτύξουμε ως κοινωνία για την έγκαιρη αντιμετώπιση παρόμοιων κρίσεων.
Διάκριση μεταξύ υποχρεωτικού και αναγκαστικού εμβολιασμού
«Η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού συζητιέται στο πλαίσιο συγκεκριμένων επαγγελμάτων που φέρνουν σε επαφή τους επαγγελματίες με ευάλωτες ομάδες, όπως ασθενείς, ηλικιωμένοι κ.λπ. Κυρίως, βέβαια, αφορά τους υγειονομικούς.
Άρα, αναφερόμαστε σε επαγγελματίες των οποίων τα καθήκοντα είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την έκθεση στον κίνδυνο τόσο των ίδιων όσο και εκείνων τους οποίους φροντίζουν, με αποτέλεσμα να τεκμηριώνεται η σκοπιμότητα της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού.
Ουσιαστικά, ο στόχος μιας τέτοιας επιλογής είναι διπλός:
- αφενός πρέπει να σπάσει η αλυσίδα μετάδοσης και να προστατεύσουμε τις ευάλωτες ομάδες
- και αφετέρου, πρέπει να αποφύγουμε μικρές επιδημίες μέσα στα νοσοκομεία ή σε άλλες δομές παροχής φροντίδας υγείας, οι οποίες μας μειώνουν τις δυνατότητες του συστήματος υγείας να φροντίζει αυτούς που θα νοσήσουν.
Άρα, φαίνεται ότι υπάρχει μία τεκμηρίωση ως προς τη σκοπιμότητα του υποχρεωτικού εμβολιασμού, κυρίως, τη στιγμή που άλλα μέσα, όπως η συστηματική ενημέρωση και η τεκμηρίωση του ατομικού και του κοινωνικού οφέλους από τον εμβολιασμό, δεν αρκούν.
Δηλαδή, τη στιγμή που όλα τα άλλα μέσα δεν αποδίδουν στον βαθμό που απαιτείται, οι οργανωμένες Πολιτείες κινητοποιούνται προκειμένου να προστατεύσουν την κοινωνία από την περαιτέρω διασπορά του ιού.
Για αυτό, όπως είδαμε και στην Ιταλία, ελήφθη απόφαση περί υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού των υγειονομικών, με συγκεκριμένες συνέπειες για εκείνους που θα αρνηθούν, οι οποίες θα μπορούσαν να είναι προσωρινή απομάκρυνση από την εργασία, άδειες μετά ή και άνευ αποδοχών αλλά και μετακίνηση σε θέσεις, όπου ο εργαζόμενος δεν έχει επαφή με ευάλωτες ομάδες (αν και αυτό αντιμετωπίζεται με κάποια προσοχή καθώς μπορεί να οδηγήσει σε καταχρηστική άρνηση του εμβολιασμού, προκειμένου ένας εργαζόμενος να μετακινηθεί σε θέσεις με λιγότερο κίνδυνο).
- Η Ιταλία αποτελεί ένα καλό παράδειγμα για την εφαρμογή της υποχρεωτικότητας του εμβολιασμού των υγειονομικών, επιλογή η οποία φαίνεται ότι θεμελιώνεται και νομικά και συνταγματικά, ιδίως υπό τις συνθήκες μιας πανδημίας.
Αυτό που απομένει για να εφαρμοστεί κάτι τέτοιο είναι να υπάρξει η πολιτική βούληση και η σχετική πολιτική απόφαση, η οποία θα ορίζει με λεπτομέρειες ποιους αφορά και τι θα ισχύει σε περίπτωση που, παρόλα αυτά, κάποιος επιμένει να μην εμβολιάζεται.
Αναγκαστικός, πάντως, δεν μπορεί να είναι ο εμβολιασμός!
Δε γίνεται να εμβολιάσουμε κάποιον παρά τη θέλησή του. Όταν, όμως, το επάγγελμά του είναι τέτοιο που μπορεί να θέσει σε κίνδυνο ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού, τότε μπορεί να επιβληθούν συγκεκριμένοι κανόνες, κάτι το οποίο το οποίο, ούτως ή άλλως, εφαρμόζεται σε μία σειρά από επαγγέλματα».
Πόσο έτοιμη είναι η ελληνική κοινωνία να δεχτεί τον υποχρεωτικό εμβολιασμό;
«Αξίζει να αναφερθεί εδώ ότι, σε μία μελέτη που διενεργήσαμε στο Ινστιτούτο Πολιτικής Υγείας 1-2 μήνες πριν την πανδημία, φαίνεται ότι η κοινωνία είναι συμφιλιωμένη με την υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού κυρίως σε παιδιά, ως προϋπόθεση για την εγγραφή τους στο σχολείο, σε παιδικούς σταθμούς κ.λπ.
Άρα, οι πολίτες κατά κάποιο τρόπο αποδέχονται την ιδέα του υποχρεωτικού εμβολιασμού, ωστόσο, επαναλαμβάνω ότι αυτό αφορά γενικά στον εμβολιασμό και όχι στην περίπτωση που εξετάζουμε. Η έρευνά μας αυτή διενεργείται κάθε χρόνο από το 2017, οπότε σύντομα θα είμαστε σε θέση να αναλύσουμε και τα αποτελέσματα του Οκτωβρίου-Νοεμβρίου 2020 και να δούμε πώς επηρέασε η πανδημία τη γενικότερη στάση της κοινωνίας πάνω στο θέμα του εμβολιασμού».
Αύξηση της πρόθεσης εμβολιασμού κατά της γρίπης ως μέτρο προστασίας την περίοδο της πανδημίας
«Σε άλλη πάντως μελέτη μας, η οποία διενεργήθηκε κατά τη διάρκεια του 2ου κύματος της πανδημίας, καταγράψαμε μία αύξηση της πρόθεσης εμβολιασμού για την γρίπη σε σχέση με την αντίστοιχη περίοδο του 2019. Συγκεκριμένα, ενώ το 2019 είχε εμβολιαστεί το 44% του δείγματος, η αντίστοιχη πρόθεση για το 2020 ανήλθε σε 57%. Η αύξηση αυτή αποδίδεται στο ότι οι πολίτες δεν θέλουν να κινδυνεύσουν ερχόμενοι σε επαφή με το σύστημα υγείας εν μέσω πανδημίας λόγω της γρίπης.
- Στην ίδια έρευνα, πάντως, ένας περίπου στους 3 δηλώνει επιφυλακτικός απέναντι στο εμβόλιο για τον κοροναϊό, αναφέροντας ως βασικό λόγο γι’ αυτή την επιφυλακτικότητα την ταχύτητα ανάπτυξης των εμβολίων, συγκρίνοντάς τη, όμως, με τους χρόνους ανάπτυξης εμβολίων παλαιότερων δεκαετιών, τότε που οι ερευνητικές δυνατότητες και οι δυνατότητες ανταλλαγής πληροφοριών, χρηματοδοτήσεων, προσέλκυσης εθελοντών κ.τ.λ. ήταν πάρα πολύ περιορισμένες. Δεν είναι δόκιμη η σύγκριση αυτή, όπως αντιλαμβάνεστε. Αν αυτή, βέβαια, είναι η βασική τους ένσταση νομίζω ότι πολύ εύκολα θα μπορούσε κάποιος να απαντήσει σε αυτές τις επιφυλάξεις.
Σε κάθε περίπτωση, χρειάζεται συστηματική ενημέρωση του πληθυσμού, προκειμένου να γίνει αντιληπτό ότι ο κίνδυνος από βαριά νόσηση με Covid-19 είναι πολύ μεγαλύτερος από τον κίνδυνο των παρενεργειών από τον εμβολιασμό».
Απαραίτητη η ποιοτική αξιολόγηση όσων εκφράζουν επιφυλάξεις για τον εμβολιασμό κατά της Covid-19
«Επανερχόμενοι στο ζήτημα του εμβολιασμού του υγειονομικού προσωπικού, νομίζω ότι είναι αναγκαία μία μελέτη των χαρακτηριστικών όσων αρνούνται, καθώς μπορεί μεταξύ αυτών να συγκαταλέγονται και άτομα που δεν ενδείκνυται ο εμβολιασμός τους για λόγους υγείας. Είναι άλλο κάποιος να αρνείται να εμβολιαστεί επειδή συντρέχουν ειδικοί λόγοι και άλλο να το κάνει από πεποίθηση, τη στιγμή που είναι κατάλληλος για εμβολιασμό. Πρέπει να δούμε τα πραγματικά ποσοστά για να αντιληφθούμε το πραγματικό μέγεθος του προβλήματος.
- Στο σημείο αυτό θα ήθελα να αναφέρω ότι σε μία πρόσφατη μελέτη της διαΝΕΟσις, φάνηκε ότι αυτό που έχει μεγαλύτερη θετική επίδραση υπέρ του εμβολιασμού είναι το παράδειγμα του εμβολιασμού των υγειονομικών και λιγότερο των αξιωματούχων, των πολιτικών και άλλων δημόσιων προσώπων. Αυτό το εύρημα είναι πολύ σημαντικό και μπορεί να αποτελέσει οδηγό για τις αναγκαίες δράσεις ενημέρωσης του πληθυσμού.
Σε κάθε περίπτωση, τα συζητάμε όλα αυτά γιατί αντιμετωπίζουμε μία τεράστια απειλή, η οποία δεν είναι μόνο υγειονομική. Είναι κοινωνική και οικονομική! Και είναι αναγκαίο να επανέλθουμε σε αυτό που αποκαλούμε κανονικότητα, το συντομότερο δυνατό!».
Ο κόσμος μετά την πανδημία
«Είμαι πεπεισμένος ότι θα δούμε έναν άλλο κόσμο μετά την πανδημία. Στον νέο αυτό κόσμο, ελπίζω ότι θα γίνει αντιληπτή η σημασία που έχει η καλή λειτουργία των Συστημάτων Δημόσιας Υγείας (παρακολούθηση της υγείας του πληθυσμού, συστηματική καταγραφή δεδομένων, εντοπισμός απειλών και ενίσχυση των μηχανισμών που θα ενεργοποιούνται αυτόματα κάθε φορά που υπάρχει μία ανάλογη κρίση). Πιστεύω ότι αυτό θα οδηγήσει και σε αναδιανομή των πόρων για την υγεία του πληθυσμού συνολικά.
Θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε με το ενδεχόμενο μίας αντίστοιχης απειλής στο μέλλον και άρα να αναπτύξουμε μηχανισμούς άμεσου εντοπισμού του κινδύνου και κινητοποίησης μηχανισμών που δεν είχαμε μέχρι τώρα.
- Τα αντανακλαστικά, πάντως, της επιστημονικής κοινότητας ήταν πάρα πολύ γρήγορα. Το ότι έχουμε σήμερα εμβόλια και μπορούμε να εμβολιάσουμε σταδιακά μεγάλο ποσοστό του πληθυσμού είναι το «καλό νέο» στην υπόθεση της πανδημίας. Βέβαια αυτό δεν αρκεί. Πρέπει να προχωρήσει το πρόγραμμα εμβολιασμού γρήγορα και να βρεθούν τρόποι να παραχθούν και διατεθούν περισσότερα εμβόλια σε σχέση με όσα παράγονται τώρα.
Επίσης, όσον αφορά την ενεργοποίηση του ιδιωτικού τομέα, καλό θα ήταν τέτοιες συμφωνίες να έχουν ολοκληρωθεί υπό ομαλότερες συνθήκες και να αξιοποιούνται την ώρα της κρίσης και όχι να γίνεται διαπραγμάτευση υπό πίεση. Επιπλέον, ελπίζω ότι θα γίνει, επιτέλους, αντιληπτή η σημασία της έρευνας και θα δοθεί το ειδικό βάρος που της αξίζει από τα κράτη, υπό την έννοια τόσο της ενίσχυσής της όσο και της αξιοποίησής της κατά τη διαδικασία λήψης αποφάσεων.
Η πολιτική υγείας είναι απαραίτητο να γίνει περισσότερο τεκμηριωμένη και να αποκτήσει και μεγαλύτερο πλουραλισμό. Θα έλεγα ότι πρέπει να ενσωματωθεί σε κάθε δημόσια πολιτική, καθώς επηρεάζει, όπως είδαμε, όλα τα πεδία δράσης των ατόμων αλλά και όλα τα πεδία ρύθμισης από την πλευρά των κυβερνήσεων».