Τρία μηνύματα από την Ουάσιγκτον- Τα θετικά και οι κίνδυνοι
Η Ουάσιγκτον έστειλε τις τελευταίες 48 ώρες τρία μηνύματα σχετικά με το μείζον θέμα των ελληνοτουρκικών σχέσεων. Καλό θα ήταν στην Αθήνα να ακούσουν και τα τρία.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Πρώτο μήνυμα και αναμφίβολα γενναιόδωρο αυτό του Τζο Μπάϊντεν για τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση. Είναι αλήθεια πως είχαμε πάρα πολλά χρόνια να δούμε πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών να διατυπώνει ένα τόσο ευκρινές αφήγημα για τις σχέσεις με την Ελλάδα. Ως εκ τούτου έχει κάθε λόγο η κυβέρνηση να δηλώνει ικανοποιημένη από τη συμπεριφορά του νέου προέδρου των ΗΠΑ. Και το κλίμα που επικράτησε στην τηλεφωνική επικοινωνία με τον Έλληνα πρωθυπουργό επιβεβαιώνει αυτό το κλίμα.
Δεύτερο μήνυμα, το οποίο μας αφορά έμμεσα αλλά πάντως έχει μεγάλο ενδιαφέρον, αφορά την συμμετοχή του Μπάϊντεν στην τηλεδιάσκεψη της Συνόδου Κορυφής. Σηματοδοτεί μια νέα εποχή στις ευρωατλαντικές σχέσεις που τόσο δοκιμάστηκαν από την αλλοπρόσαλλη πολιτική του προκατόχου του και υπό προϋποθέσεις θα μπορούσε να αποτελέσει αντίβαρο στην προκλητικά φιλοτουρκική στάση της Γερμανίας. Ιδιαίτερα, δε, εάν συνδυαστεί με την ενεργότερη εμπλοκή του Εμανουέλ Μακρόν, όπως φάνηκε από το μήνυμά του για την επέτειο της Παλιγεννεσίας, και εφόσον επαληθευτεί πως Ουάσιγκτον και Παρίσι συγκλίνουν ως προς την γεωπολιτική οπτική τους στην ευρύτερη περιοχή που ενδιαφέρει τη χώρα μας.
Τρίτο μήνυμα ήταν αυτό που προήλθε από τον επικεφαλής του Στέϊτ Ντιπάρτμεντ Άντονι Μπλίνκεν, κατά την επίσκεψή του στην έδρα του ΝΑΤΟ. «Δεν είναι μυστικό ότι έχουμε διαφορές με την Τουρκία» ανέφερε ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, σε διαδικτυακή συζήτηση στην οποία συμμετείχε με τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ, σημειώνοντας το ζήτημα των S400, αλλά και της Ανατολικής Μεσογείου. Παράλληλα, ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών υπογράμμισε: «δεν είναι επίσης μυστικό ότι η Τουρκία είναι παλαιός και πολύτιμος σύμμαχος».
Θα ήταν λάθος εάν η ελληνική πλευρά επαναπαυτεί στις “δάφνες” του αμερικανικού μηνύματος και υποτιμήσει την γεωπολιτικά ωμή παρέμβαση του Αμερικανού Υπ.Εξωτερικών( που είναι και το “watchdog” (φύλακας, προστάτης, επιτηρητής της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής). Η Ουάσιγκτον δεν πρόκειται να απομονώσει και να απαξιώσει την Τουρκία του Ταγίπ Ερντογάν, ο οποίος βρίσκεται υπό πολιτική πίεση στο εσωτερικό λόγω των κραυγών του ακροδεξιού κυβερνητικού του εταίρου και της οικονομικής κατάρρευσης.
Είναι αφελής μια τέτοια προσέγγιση. Οι ΗΠΑ χρειάζονται και την Ελλάδα και την Τουρκία. Επιθυμούν, φυσικά, και επιδιώκουν μια Τουρκία που θα επιστρέψει στον σκληρό πυρήνα των αμερικανικών συμφερόντων και δεν θα δρα αυτονόμως στην ευρύτερη περιοχή αντιτιθέμενη συχνά στα αμερικανικά συμφέροντα, όπως έπραξε με την ταύτισή της με τη Ρωσία.
Στο πλαίσιο αυτό, η νέα διοίκηση Μπάϊντεν φαίνεται να υλοποιεί ένα φιλόδοξο άνοιγμα προς την Ελλάδα για δύο βασικούς λόγους: πρώτον, δια της αναβάθμισης της στρατιωτικής συνεργασίας και της αμερικανικής παρουσίας στην περιοχή δια της χώρας μας ώστε να καλύπτει πιθανά κενά που αφήνει η Τουρκία, και, δεύτερον, για να συνετίσει τον Ερντογάν. Όσο, όμως, η Ελλάδα είναι “ιστορικός εταίρος” για τις ΗΠΑ, άλλο τόσο η Τουρκία είναι “παλαιός και πολύτιμος σύμμαχος”.
Στην ευρωτουρκική ατζέντα, ωστόσο, τον πρώτο λόγο τον έχουν οι Γερμανοί. Αναμφίβολα, οι προτροπές της Ουάσιγκτον θα παίξουν ρόλο, όμως η Άγκελα Μέρκελ εδραιώνει μια στρατηγική της ΕΕ προς την Τουρκία που πόρρω απέχει από τα ελληνικά συμφέροντα. Και είναι πολύ πιθανό αυτή να είναι και η παρακαταθήκη που θα αφήσει η Γερμανίδα καγκελάριος στον όποιο διάδοχό της μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου.
Στην Σύνοδο Κορυφής η Ελλάδα πέτυχε την καλύτερη δυνατή από τις “κακές” εκδοχές των σχεδίων συμπερασμάτων, κυρίως μέσω της σύνδεσης της αναβάθμισης των ευρωτουρκικών σχέσεων με τις έννοιες της “αναλογικότητας” και της “αντιστρεψιμότητας”. Εάν, δηλαδή, η Τουρκία υποτροπιάσει στην ανατολική Μεσόγειο θα προβάλλονται εμπόδια στα πολλαπλά ωφέλη στα οποία επιδιώκει από την σύγκλισή της με την Ε.Ε. Οι κυρώσεις, βεβαίως, απουσιάζουν, για ακόμα μία φορά, από το κείμενο συμπερασμάτων, όπως απουσιάζει και ένας αυτόματος μηχανισμός ενεργοποίησης “μέσων και επιλογών” στην περίπτωση που η Άγκυρα κλιμακώσει τις προκλήσεις της. Είναι ώρα η Ελλάδα να αποκτήσει μια νέα και σαφή στρατηγική σχετικά για την Τουρκία και την ατζέντα σύνδεσής της με την ΕΕ (τελωνειακή ένωση κ.ά) και να μην στριφογυρίζει γύρω από μηχανισμούς κυρώσεων που είναι εξαιρετικά πιθανό να μην ληφθούν ποτέ.
Μετά τον 62ο γύρο διερευνητικών επαφών φαίνεται πως δημιουργείται περιβάλλον σχετικής αποκλιμάκωσης, κάτι το οποίο εργαλειοποιούν τόσο η Τουρκία, όσο και το φιλικό ευρωγερμανικό λόμπι των Βρυξελλών για να μην ληφθούν μέτρα εναντίον της, ενώ από την άλλη βολεύει και την Αθήνα. Όσο μεγαλύτερα χρονικά διαστήματα σχετικής ηρεμίας επικρατούν τόσο καλύτερο είναι.
Το Αιγαίο, ωστόσο, είναι μια άλλη υπόθεση που διαφοροποιείται από το πεδίο παραβατικών προκλητικών ενεργειών (γεωτρητικών) στην ευρύτερη περιοχή της Κυπριακής ΑΟΖ. Στο στενό πυρήνα των ελληνοτουρκικών σχέσεων, το Βερολίνο και η Ουάσιγκτον δεν αποκλίνουν σημαντικά καθώς και οι δύο προτρέπουν και πιέζουν σε διευθετήσεις μέσω διαλόγου, χωρίς να έχουν δείξει πως συμμερίζονται απολύτως την ελληνική στρατηγική της μιας και μοναδικής διαφοράς.
Όπως, εξαιρετικά σημαντική είναι και η πτυχή του Κυπριακού. Εφόσον, όπως συζητείται, η ΕΕ βρεθεί στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων ίσως είναι μία θετική εξέλιξη, δεδομένου ότι το μέλλον που προδιαγράφεται είναι ζοφερό και οδηγεί στην διχοτόμηση.