Η Πρωτοβουλία 17+1 και η Ελλάδα
H συμμετοχή της Ελλάδας στην Πρωτοβουλία 17+1 σφραγίζεται με την πρώτη επίσημη παρουσία της στη διαδικτυακή συνάντηση της 9ης Φεβρουαρίου 2021 υπό την αιγίδα του Κινέζου προέδρου Σι Τζινπίνγκ. Πρόκειται για ένα φόρουμ, όπου 17 κράτη της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης αλλά και των Βαλκανίων αναζητούν συνέργειες με την Κίνα.
Του Γιώργου Ν. Τζογόπουλου*
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είχε προγραμματίσει να ταξιδέψει τον περασμένο Απρίλιο στο Πεκίνο, για να παρευρεθεί στη σχετική σύνοδο, η οποία, όμως, αναβλήθηκε λόγω της πανδημίας. Παρόλα αυτά, έστω και με καθυστέρηση, αυτή πραγματοποιείται τώρ
Οι ελληνοκινεζικές σχέσεις αναπτύσσονται σταθερά ανεξαρτήτως κυβέρνησης. Η Ελλάδα έγινε επίσημα μέλος της Πρωτοβουλίας 17+1 στη σύνοδο του Ντουμπρόβνικ τον Απρίλιο του 2019.
Ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας συνέδεσε την επιλογή αυτή με την επιθυμία του να αναλάβει η χώρα πιο ενεργό περιφερειακό ρόλο. Η συμφωνία των Πρεσπών είχε ήδη ανοίξει το δρόμο, ώστε η Ελλάδα να αποτελεί πλέον μέρος της λύσης και όχι του προβλήματος σε σημαντικά ζητήματα της ευρύτερης περιοχής. Χάρη στη δραστηριοποίηση της COSCO στο λιμάνι του Πειραιά, θα ήταν δυνατό να αυξηθεί το εμπόριο αλλά και να επιταχυνθούν επενδύσεις που προωθούν τη διασύνδεση μεταξύ διαφορετικών χωρών, στις οποίες συμπεριλαμβάνεται η Βόρεια Μακεδονία.
Από τον Αύγουστο του 2018 βρισκόταν σε ισχύ το ελληνοκινεζικό μνημόνιο για την κοινή κατασκευή του Δρόμου του Μεταξιού, το οποίο υπεγράφη κατά τη διάρκεια επίσης επίσκεψης του υπουργού εξωτερικών Νίκου Κοτζιά στην κινεζική πρωτεύουσα.
Το Νοέμβριο του 2019, ο πρόεδρος Σι Τζινπίνγκ επισκέφθηκε την Ελλάδα, βελτιώνοντας περαιτέρω τις προοπτικές των σινοελληνικών σχέσεων. Η Πρωτοβουλία 17+1 προσθέτει πολυμερή διάσταση σε αυτές, καθώς διευκολύνει συμπράξεις με κράτη της Ανατολικής και Κεντρικής Ευρώπης και των Βαλκανίων.
Η Ελλάδα, μάλιστα, καλείται να δώσει την απαραίτητη ευρωπαϊκή νότα σε ένα σχήμα που έχει προκαλέσει διττή ερμηνεία στις Βρυξέλλες, και ενίοτε θεωρείται πως διχάζει την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ωστόσο, μία συστηματική παρακολούθηση των κινεζικών προτεραιοτήτων δείχνει ότι το Πεκίνο ευνοείται από τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης.
Για αυτό, άλλωστε, υποστήριζε την παραμονή της Ελλάδας στο ευρώ σε όλη τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης και δεν έβλεπε θετικά μια πιθανή έξοδο της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση πριν από το δημοψήφισμα του 2016. Από την κινεζική οπτική, η Πρωτοβουλία 17+1 εντάσσεται στο πλαίσιο της ανάπτυξης των σινοευρωπαϊκών σχέσεων στο σύνολό τους και συμπληρώνει τη σύνοδο Κορυφής Κίνας-Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Ελλάδα πρέπει να αξιοποιεί κάθε υπάρχουσα δυνατότητα στο πεδίο της οικονομικής και εξωτερικής πολιτικής. Στενότερη συνεργασία με την Κίνα σε διμερές και πολυμερές επίπεδο δε σημαίνει απεμπόληση των δυτικών αξιών ή υπονόμευση των ελληνοαμερικανικών σχέσεων. Ο κόσμος σήμερα είναι τελείως διαφορετικός συγκριτικά με την περίοδο του Ψυχρού Πολέμου και επιβάλλει έξυπνες κινήσεις και ανοιχτούς ορίζοντες.
Συμμετέχοντας στην Πρωτοβουλία 17+1 η Ελλάδα όχι μόνο συσφίγγει τους δεσμούς της με την Κίνα αλλά μπορεί να συζητήσει την αύξηση των εξαγωγών της προς άλλες χώρες και να διερευνήσει κοινές δράσεις για την καταπολέμηση της πανδημίας, την ενίσχυση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και την υλοποίηση επενδύσεων με χρηματοδότηση από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης και εξωτερικούς παίκτες όπως οι κινεζικές τράπεζες. Μόνον πέρυσι το εμπόριο της Κίνας με τις χώρες της Πρωτοβουλίας 17+1 παρουσίασε άνοδο 8.2% και ξεπέρασε τα 100 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η Κίνα, η μόνη χώρα που κατάφερε να κλείσει το 2020 με ανάπτυξη, προσφέρει πολλές οικονομικές ευκαιρίες. Μετά τη σύναψη της σινοευρωπαϊκής συμφωνίας για τις επενδύσεις πριν από 1,5 μήνα, η δυναμική γίνεται μεγαλύτερη. Η σωστή μελέτη της χώρας και του καινούριου πενταετούς οικονομικού της σχεδίου μπορεί να αποδειχθεί αμοιβαία επωφελής για την Ελλάδα που αναζητεί τον βηματισμό της για την εποχή μετά την πανδημία.
*Ο Δρ. Γιώργος Ν. Τζογόπουλος είναι Διευθυντής Σινοευρωπαϊκών προγραμμάτων και Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Centre International de Formation Européenne (CIFE) στη Νίκαια της Γαλλίας, Ερευνητής στο Begin-Sadat Centre for Strategic Studies του Ισραήλ (BESA) και το ΕΛΙΑΜΕΠ, και διδάσκει στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης