Αντιφάσεις και ελλείψεις στα επιχειρήματα κεφαλαιοποίησης της επικουρικής ασφάλισης
Η πρόσφατη (10/12/2020) κυβερνητική ενημέρωση-ανακοίνωση του σχεδίου κεφαλαιοποίησης της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης, χαρακτηρίζεται, μεταξύ των άλλων, από: α) παραγνώριση των νομοθετημένων ευρωπαϊκών υποχρεώσεων της χώρας μας, β) εννοιολογικές και θεωρητικές συγχύσεις, γ) μεθοδολογικές ελλείψεις και αντιφάσεις στα επιχειρήματα υποστήριξης της μετάβασης του αναδιανεμητικού συστήματος επικουρικής ασφάλισης σε ultra-κεφαλαιοποιητικό σύστημα ατομικών λογαριασμών (ατομικός κουμπαράς).
Των Σάββα Γ. Ρομπόλη, Βασίλειου Γ. Μπέτση*
Πιο συγκεκριμένα, το συγκεκριμένο ενημερωτικό σημείωμα παραγνωρίζει σε σημαντικό βαθμό τις σχετικές Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης (IORP II- ενσωμάτωση στον Ν.4680/2020), από την άποψη της υποχρέωσης του κάθε κράτους-μέλους που επιλέγει να κεφαλαιοποιήσει κλάδους ασφάλισης του αναδιανεμητικού του συστήματος, να ενημερώνει (θεσμικά και μετρήσιμα) τους πολίτες (ασφαλισμένους, συνταξιούχους, νέα γενεά) της χώρας του.
- Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να γίνει κατανοητό στους ασφαλισμένους και την νέα γενεά ότι η ένταξη τους στο ultra-κεφαλαιοποιητικό σύστημα θα συνεπάγεται την πλήρη ανάληψη από τον ίδιο τον νέο ασφαλισμένο/εργαζόμενο του δημογραφικού κινδύνου (αύξηση του προσδόκιμου ζωής), του κινδύνου του πληθωρισμού, του χρηματοοικονομικό-επενδυτικού κινδύνου των χρηματιστηριακών αγορών καθώς και του κινδύνου της μείωσης των πραγματικών αποδόσεων των επενδύσεων από τα κόστη διαχείρισης των αποταμιεύσεων τους (OECD, Pensions Outlook, 2020).
Eπίσης, απαιτείται να γίνει κατανοητό στις νέες γενεές ότι με την προτεινόμενη ultra-κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης δεν θα μπορούν να γνωρίζουν εκ των προτέρων το ύψος της μελλοντικής κεφαλαιοποιητικής επικουρικής τους σύνταξης, αφού το ύψος της δεν θα εξαρτάται από έναν συντελεστή αναπλήρωσης που προκύπτει από τα έτη ασφάλισης αλλά το πιθανό ποσό της επικουρικής σύνταξης θα εξαρτάται αποκλειστικά από το ύψος των εισφορών (6% του μισθού) και την πορεία των κεφαλαιαγορών και χρηματαγορών.
Έτσι, στις συνθήκες αυτές το ultra-κεφαλαιοποιητικό ταμείο (ατομικός κουμπαράς) είναι υποχρεωμένο να ενημερώσει τον υποψήφιο ασφαλισμένο ότι για παράδειγμα με ένα μέσο μηνιαίο μισθό 1.000 ευρώ και επιλέγοντας την επενδυτική στρατηγική του χαμηλού κινδύνου, θα λάβει μετά από 40 έτη συνεχόμενης εργασίας και χωρίς κενά από ασθένεια ή ανεργία, 169 ευρώ (μεικτά) τον μήνα κεφαλαιοποιητική επικουρική σύνταξη (σημερινό μηνιαίο επίπεδο 195 ευρώ-μεικτά).
- Εάν όμως, το προσδόκιμο ζωής αυξηθεί σύμφωνα με τις δημογραφικές προβολές της Eurostat για την Ελλάδα (Europop 2018), τότε ο νέος ασφαλισμένος θα λάβει 139 ευρώ (μεικτά) κεφαλαιοποιητική επικουρική σύνταξη τον μήνα λόγω της αύξησης του προσδόκιμου ζωής, δηλαδή 17,75% χαμηλότερο επίπεδο από αυτό που προγραμμάτιζε, όταν θα άρχιζε την λειτουργία του το ulta-κεφαλαιοποιητικό ταμείο.
Επιπλέον, αξίζει να σημειωθεί ότι εάν στο προαναφερόμενο παράδειγμα λάβουμε υπόψη ότι σήμερα οι ευέλικτες μορφές απασχόλησης αποτελούν το 45% των θέσεων εργασίας και ο ασφαλισμένος αντιμετωπίσει 4 έτη ανεργίας, κατά την 35ετή περίοδο του εργασιακού του βίου, τότε η επικουρική κεφαλαιοποιητική σύνταξη που θα λάβει ο ασφαλισμένος της νέας γενεάς θα είναι 115 ευρώ (μεικτά), δηλαδή κατά 40% χαμηλότερη από το σημερινό μέσο επίπεδο των 195 ευρώ (μεικτά).
Επίσης, σύμφωνα με τις Οδηγίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, απαιτείται να παρέχονται στα υποψήφια μέλη του ultra-κεφαλαιοποιητικού ταμείου τα αναγκαία στοιχεία, προκειμένου να γίνουν πλήρως κατανοητές οι αρνητικές επιπτώσεις του πληθωρισμού και των εξόδων διαχείρισης στις ονομαστικές αποδόσεις των επενδύσεων.
Παράλληλα, σε εννοιολογικούς και θεωρητικούς όρους, απαιτείται να σημειωθεί ότι η διεθνής και η ευρωπαϊκή έρευνα έχει αναδείξει ότι ο δημογραφικός κίνδυνος δεν διαφοροποιείται και ως εκ τούτου η βασική αρχή των ασφαλίσεων δεν είναι η διαφοροποίηση του ασφαλιστικού κινδύνου αλλά η μεταφορά (transfer) και ο περιορισμός (mitigate) του ασφαλιστικού κινδύνου. Το ίδιο, η διεθνής και η ευρωπαϊκή έρευνα έχει αναδείξει ότι ο δημογραφικός κίνδυνος είναι αυτός που προκαλείται από την αύξηση του προσδόκιμου ζωής και από την μείωση της αναλογίας εργαζομένων και συνταξιούχων, σε βαθμό που οδηγεί το κράτος, στο πλαίσιο άσκησης της κοινωνικής του πολιτικής, να καταβάλλει από τον Κρατικό Προϋπολογισμό χρηματικά κεφάλαια, προκειμένου να διατηρήσει σταθερό και στο μέλλον το σημερινό μηνιαίο (195 ευρώ-μεικτά) επίπεδο των επικουρικών συντάξεων.
Από την άποψη αυτή, είναι ενδιαφέρον να διερευνηθεί η συγκεκριμένη επιβάρυνση στην χώρα μας.
- Πράγματι, σύμφωνα με την αναλογιστική μελέτη του Ν. 4670/2020, ο αριθμός των ασφαλισμένων στην επικουρική ασφάλιση το έτος 2070 θα είναι 2.993 εκατ. άτομα από 3.362 εκατ. άτομα που είναι σήμερα και οι συνταξιούχοι 1.992 εκατ. άτομα από 1.620 εκατ. άτομα που είναι σήμερα. Η δαπάνη για τις επικουρικές συντάξεις θα αποτελεί το 1,6% του ΑΕΠ (λαμβάνοντας υπόψη την απαισιόδοξη αύξηση του ΑΕΠ ίση με 1% ετησίως) και η μέση μηνιαία επικουρική σύνταξη θα είναι ίση με 225 ευρώ (μεικτά), όταν το μέσο μηνιαίο σημερινό επίπεδο είναι 195 ευρώ (μεικτά).
Παράλληλα, το κράτος δεν θα χρειάζεται να χρηματοδοτήσει καθόλου την μηνιαία επικουρική σύνταξη των 225 ευρώ (μεικτά), γεγονός που σημαίνει ότι οι απαιτούμενοι πόροι θα προέλθουν από την αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και από τις εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών που είναι 3% αντίστοιχα (6% σε σύνολο), διαθέτοντας ταυτόχρονα περιουσιακά στοιχεία της τάξης των 6 δις ευρώ.
Με άλλα λόγια, αποδεικνύεται με τον πιο εύληπτο και μετρήσιμο τρόπο, ότι η επικουρική σύνταξη με βάση την μελέτη που συνοδεύει τον Ν. 4670/2020 δεν θα επιβαρύνει καθόλου τον Κρατικό Προϋπολογισμό και θα χορηγεί σύνταξη μεγαλύτερη από το σημερινό επίπεδο κατά 15%.
Τέλος, από μεθοδολογική άποψη αξίζει να σημειωθεί ότι η συγκεκριμένη μελέτη που συνοδεύει τον Ν. 4670/2020, υιοθέτησε τις δυσμενέστερες δημογραφικές και οικονομικές υποθέσεις εργασίας για την χώρας μας, κατά την περίοδο 2020-2070, τις οποίες επέβαλλαν οι δανειστές και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Αντίθετα, η προτεινόμενη ultra-κεφαλαιοποίηση της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης στην Ελλάδα, θα προκαλέσει με βεβαιότητα σημαντικό κόστος μετάβασης (όπως προκλήθηκε στις χώρες της Λατινικής Αμερικής και την Βαλτική), το οποίο εκτιμάται από 57 μέχρι 67 δις ευρώ, υπό την προϋπόθεση ότι η μέση μηνιαία σύνταξη θα παραμείνει στο σημερινό επίπεδο των 195 ευρώ (μεικτά).
Κι΄ αυτό γιατί οι κυβερνητικοί παράγοντες ισχυρίζονται ότι δεν θα θιχτούν οι σημερινές συντάξεις αλλά ούτε και οι μελλοντικές συντάξεις των σημερινών εργαζομένων 40. 45, 50 και 55 ετών, λαμβάνοντας επίσης υπόψη το σημερινό οικονομικό περιβάλλον των χαμηλών επιτοκίων το οποίο θα παραμείνει και στο μέλλον, όπως επιστημονικά έχει αποδειχθεί λόγω της γήρανσης του πληθυσμού.
- Βέβαια, το ύψος του κόστους μετάβασης είναι αυτονόητο ότι μπορεί να χειραγωγηθεί εύκολα κατά την μέτρησή του, εάν ληφθεί υπόψη ένα υψηλό προεξοφλητικό επιτόκιο το οποίο θα είναι εκτός πραγματικότητας, προκειμένου να υποστηριχθεί το συγκεκριμένο αδιέξοδο, κοινωνικο-οικονομικά και θεσμικο-συνταξιοδοτικά εγχείρημα.
Οι κυβερνητικοί παράγοντες υποστηρίζουν ότι το κόστος μετάβασης δεν αποτελεί πρόβλημα της ultra-κεφαλαιοποίησης της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης, επειδή, όπως υποστηρίζουν, θα καλυφθεί από κρατικές μεταβιβάσεις, από το ΑΚΑΓΕ, από αύξηση των φόρων και από τον επιπλέον ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ που θα προκαλέσει στην χώρα μας, κατά τους υποστηρικτές, η ultra-κεφαλαιοποίηση της επικουρικής ασφάλισης. Έτσι, όπως υποστηρίζουν, εάν η χώρα μας είχε από μόνη της 1% ανάπτυξη ετησίως και με τα κεφάλαια του ultra-κεφαλαιοποιητικού συστήματος η ανάπτυξη θα αυξηθεί σε 1,2%, τότε από το 0,2% θα χρηματοδοτηθεί το κόστος μετάβασης.
Όμως, τίθεται το ερώτημα, αφού το υπάρχον σύστημα επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης είναι αποτιμημένο μέχρι το 2070, με χορήγηση μέσης επικουρικής σύνταξης 225 ευρώ (μεικτά), χωρίς καμία χρηματοδότηση του κράτους και με τις δυσμενέστερες δημογραφικές και οικονομικές μελλοντικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, γιατί η κυβερνητική πολιτική προωθεί, παρά τις τεκμηριωμένες διαφωνίες, μεταξύ των άλλων, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του ΟΟΣΑ, την πρόκληση ενός κόστους μετάβασης της τάξης των 62 δις ευρώ χωρίς κανένα λόγο; Και εάν ακόμα καλυφθεί αυτό το κόστος μετάβασης, όπως υποστηρίζουν οι κυβερνητικοί παράγοντες, η επιλογή αυτή δεν θα δημιουργήσει επουδενί κόστος ευκαιρίας, δεδομένου ότι αυτοί οι πόροι θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν σε άλλες κοινωνικο-οικονομικές δραστηριότητες για την ενίσχυση των δημόσιων επενδύσεων, των υποδομών, του δημόσιου συστήματος υγείας, την ελάφρυνση της φορολογίας των επιχειρήσεων και των πολιτών, κ.λ.π.
Γιατί να προκληθεί ένα αχρείαστο κόστος από την στιγμή που το σύστημα της επικουρικής κοινωνικής ασφάλισης είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμο και χωρίς καμία επιβάρυνση του Κρατικού Προϋπολογισμού; Οι μόνοι κερδισμένοι αυτού του αδιέξοδου εγχειρήματος, θα είναι ιδιώτες διαχειριστές των κεφαλαίων, δηλαδή ξένες μεγάλες επενδυτικές εταιρείες και χώρες (οι αποταμιευτικοί λογαριασμοί της νέας γενεάς θα τοποθετούνται μέσω των χρηματιστηρίων σε κρατικά ομόλογα και τραπεζικές καταθέσεις), δεδομένου ότι θα έχουν υψηλή πιστοληπτική διαβάθμιση λόγω χαμηλού κινδύνου χρεοκοπίας (IORP II και Solvency II), ενώ τα κρατικά ομόλογα και οι τράπεζες της χώρας μας θα είναι χαμηλής πιστοληπτικής διαβάθμισης λόγω των τοκοχρεωλυσίων που πρέπει να αποπληρωθούν μέχρι το 2060.
Βέβαια, στην προοπτική αυτή η πιστοληπτική διαβάθμιση της χώρας μας θα επιδεινωθεί ακόμα περισσότερο εάν προστεθεί και η αποπληρωμή του σημαντικού και αχρείαστου για την ελληνική οικονομία και την κοινωνία κόστος μετάβασης της ultra-κεφαλαιοποίησης της επικουρικής ασφάλισης. Επιπλέον, εκτός από το αχρείαστο και δημοσιονομικά υψηλό κόστος μετάβασης με το οποίο θα επιβαρυνθούν οι έλληνες φορολογούμενοι, οι ασφαλισμένοι και οι συνταξιούχοι, ο ισχυρισμός της βεβαιότητας για υψηλότερες μελλοντικές συντάξεις από τις σημερινές, δεν ευσταθεί δεδομένου, μεταξύ των άλλων, των κινδύνων της γήρανσης, των χαμηλών επιτοκίων, των χαμηλών επενδυτικών αποδόσεων και της ευέλικτης αγοράς εργασίας (Pensions Outlook 2020, OECD, pg. 56) που υφίστανται τα ultra-κεφαλαιοποιητικά συνταξιοδοτικά συστήματα και αντικειμενικά οδηγούνται στην χορήγηση χαμηλών συντάξεων.
Σε αυτό το οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον της ultra-κεφαλαιοποίησης της επικουρικής ασφάλισης το μέσο μηνιαίο επίπεδο της επικουρικής σύνταξης των νέων γενεών θα είναι 169 ευρώ (μεικτά), δηλαδή 17,75% χαμηλότερο από το σημερινό μέσο μηνιαίο επίπεδο (195 ευρώ-μεικτά). Κατά συνέπεια, ποιός ο λόγος η Ελλάδα σε αυτό το δυσμενές οικονομικό περιβάλλον και με την ύφεση το 2020 να διαμορφώνεται τουλάχιστον στο -10,5% (ΑΕΠ 165 δις ευρώ περίπου) και έχοντας επιπλέον να αποπληρώσει ένα υψηλό χρέος μέχρι το 2060 και χωρίς καμία προοπτική χορήγησης μεγαλύτερου επιπέδου σύνταξης για τη νέα γενεά, να επωμιστεί ένα κόστος μετάβασης ύψους 62 δις ευρώ, το οποίο θα καλυφθεί με πόρους που θα απωλέσει η ελληνική οικονομία και κοινωνία;
- Επιπλέον, είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι καμία χώρα των βόρειων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, δεν έχει επιλέξει ένα τέτοιο εγχείρημα λόγω, κυρίως, του κόστους μετάβασης. Έχουν θεσμοθετήσει συνταξιοδοτικά συστήματα διανεμητικού και κεφαλαιοποιητικού συνδυασμού. Τα κεφαλαιοποιητικά συστήματα που διαθέτουν είναι τα επαγγελματικά ταμεία που δημιουργήθηκαν από την αρχή χωρίς να έχουν προκαλέσει το άγος του κόστους μετάβασης.
Στις μόνες χώρες που συναντώνται τέτοια πειράματα είναι στις χώρες της Λατινικής Αμερικής και τις χώρες της Βαλτικής, οι οποίες χώρες της Βαλτικής επέστρεψαν στο διανεμητικό σύστημα όταν διαπίστωσαν το πραγματικό οικονομικό βάρος του κόστους μετάβασης. Παράλληλα, επειδή το ύψος της κεφαλαιοποιητικής επικουρικής σύνταξης καθορίζεται αποκλειστικά από το ύψος του ατομικού λογαριασμού, όταν ένας νέος εργαζόμενος υποστεί αναπηρία ή θάνατο από εργατικό ατύχημα σε μικρή ηλικία χωρίς να έχει προλάβει να συσσωρεύσει αρκετά χρήματα στον ατομικό του κουμπαρά, τότε ο ανάπηρος ή η χήρα θα λάβει μία μηδαμινή επικουρική σύνταξη.
Σε ultra-κεφαλαιοποιητικά συστήματα ατομικού λογαριασμού για να υπάρξει κάποια πρόνοια για αναπηρία ή θάνατο, επειδή δεν επιτρέπεται να χρηματοδοτηθεί η αναπηρία από τον ατομικό λογαριασμό των άλλων εργαζομένων, θα πρέπει να υπάρχει επιπλέον ασφαλιστική εισφορά ή να χρηματοδοτηθεί από το κράτος, δηλαδή θα υπάρξει, χωρίς λόγο, άλλη μία επιβάρυνση του Κρατικού Προϋπολογισμού. Αντίθετα, όπως προαναφέρθηκε στην ανάλυση μας, δεν χρειάζεται στο υπάρχον σύστημα επικουρικής ασφάλισης, δεδομένου ότι υπάρχει αντικειμενικά πρόνοια για αναπηρία και θάνατο, λόγω της αλληλεγγύης των γενεών και μάλιστα χωρίς χρηματοδότηση από το κράτος.
Όμως, με το ultra-κεφαλαιοποίησης σύστημα των ατομικών λογαριασμών της κυβερνητικής πρότασης, καταστρατηγείται η αρχή της αλληλεγγύης των γενεών και ο δημόσιος και αναδιανεμητικός χαρακτήρας της επικουρικής ασφάλισης( αποφάσεις 4/10/2020 του 2019-ενσωμάτωση στον Ν.4670/2020) με την σύσταση ναι μεν δημόσιου ταμείου αλλά ultra-κεφαλαιοποιητικού χαρακτήρα, δεδομένου ότι στα κεφαλαιοποιητικά συστήματα ατομικών λογαριασμών εξ ορισμού δεν υπάρχει η αλληλεγγύη των γενεών αφού κάθε γενεά ασφαλισμένων αποταμιεύει ατομικά (χωρίς καμία αλληλεγγύη για την δική του σύνταξη), λειτουργώντας όπως στα ατομικά συνταξιοδοτικά προγράμματα των ασφαλιστικών επιχειρήσεων.
*Ομότ.Καθηγητή Παντείου Πανεπιστημίου, Δρ. Δρ. Παντείου Πανεπιστημίου