“Οι μισές διασωληνώσεις θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί”- Γνωστός εντατικολόγος εξηγεί τα λάθη στη διαχείριση της πανδημίας
Ως και οι μισές διασωληνώσεις ασθενών με κορωνοϊό στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί, αν το βάρος δινόταν στη σωστή διαχείριση των κλινικών Covid, αντί στη δημιουργία νέων κλινών ΜΕΘ, τονίζει στο iatronet ο καθηγητής πνευμονολογίας του ΑΠΘ στην Κλινική Αναπνευστικής Ανεπάρκειας του νοσοκομείου “Παπανικολάου”, Ιωάννης Στανόπουλος.
Ειδικές συσκευές μη επεμβατικού αερισμού και υψηλής ροής οξυγόνου, σε συνδυασμό με την επαρκή στελέχωση των κλινικών Covid με ικανό αριθμό γιατρών και νοσηλευτών θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν την βελτίωση της κλινικής εικόνας πολλών ασθενών, αλλά και την αποφόρτιση των ΜΕΘ που δέχονται πρωτοφανή πίεση. Η καθημερινή συνεχής αύξηση του αριθμού των διασωληνωμένων, παρά τη διαφαινόμενη μείωση του αριθμού των κρουσμάτων, δημιουργεί έντονο προβληματισμό και ανησυχία.
Ο καθηγητής, που έχει διαγράψει μία πορεία 33 ετών στις ΜΕΘ, χαρακτηρίζει πρωτοφανή τη σημερινή κατάσταση, ειδικά στη Θεσσαλονίκη και σε άλλες περιοχές της βόρειας Ελλάδας, για την οποία, όπως λέει, δεν ευθύνεται η διαφορά θερμοκρασίας.
“Όσοι ασχολούμαστε με τη διαχείριση αυτής της πρωτόγνωρης κατάστασης με την πανδημία, έχουμε αντιληφθεί πως το πρόβλημα εντοπίζεται έξω από τις ΜΕΘ”, τονίζει ο κ. Στανόπουλος, επισημαίνοντας πως η σωστή διαχείριση των ασθενών στις κλινικές Covid αποτελεί το κλειδί για τη δραστική μείωση του ποσοστού των διασωληνωμένων προς τους νοσηλευόμενους, το οποίο σύμφωνα με τα στοιχεία της ΗΔΙΚΑ βρίσκεται στο 20%.
Ένας στους πέντε νοσηλευόμενους διασωληνώνεται, ενώ πολλοί εξ αυτών θα μπορούσαν να το έχουν αποφύγει, λέει ο καθηγητής και εξηγεί: “Στις κλινικές που νοσηλεύουν ασθενείς με Covid πρέπει να υπάρχουν συσκευές μη επεμβατικού αερισμού και οξυγόνου υψηλής ροής. Πρόκειται για ρινικές συσκευές που τοποθετούνται κάτω από τη μύτη και εξασφαλίζουν ροή οξυγόνου της τάξης των 60 ως και 80 λίτρων ανά λεπτό, έναντι 15 των κοινών συσκευών. Σε ασθενείς με βαριά υποξυγοναιμία είναι κρίσιμη η χρήση τέτοιου είδους συσκευών. Σύμφωνα με τη διεθνή βιβλιογραφία, ως και οι μισοί ασθενείς μπορούν να αποφύγουν τη διασωλήνωση”, επισημαίνει.
Το νοσοκομείο “Παπανικολάου” παρέλαβε πριν από δύο εβδομάδες παρόμοιες συσκευές, αλλά σε αριθμό που δεν επαρκεί για να καλύψει τις αυξημένες ανάγκες αυτού του διαστήματος, ενώ σύμφωνα με τον καθηγητή, ανάλογη είναι η εικόνα σε όλα τα νοσοκομεία.
“Πιστεύω πως έχει πέσει όλο το βάρος στην επείγουσα δημιουργία νέων ΜΕΘ, αντί για την ενίσχυση των κλινικών, ώστε να γίνεται εκεί καλύτερη διαχείριση των ασθενών και να προλαμβάνεται η εισαγωγή πολλών εξ αυτών στις ΜΕΘ. Το κόστος είναι υποπολλαπλάσιο από αυτό που απαιτείται για τη δημιουργία νέων ΜΕΘ. Είναι ζήτημα κατανόησης και καλύτερης οργάνωσης”, σημειώνει και προσθέτει:
“Παράλληλα με την προμήθεια και χρήση συσκευών υψηλής ροής οξυγόνου, αυτό που χρειάζονται οι κλινικές είναι το επαρκές προσωπικό, που θα παράσχει την ορθή φροντίδα στους ασθενείς και θα μπορεί να επεμβαίνει έγκαιρα σε περίπτωση επιδείνωσης. Όταν αντιστοιχούν δύο νοσηλεύτριες ανά 100 ασθενείς, η νοσηλεία στα έξω από τις ΜΕΘ τμήματα είναι μοιραία προβληματική. Οι άνθρωποι αυτοί είναι καταβεβλημένοι, δεν έχουν το χρόνο ούτε να πιουν λίγο νερό”.
33 χρόνια στις εντατικές δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο
Ο κ. Στανόπουλος περιγράφει με δραματικό τρόπο την κατάσταση στις ΜΕΘ. “Βρίσκομαι 33 χρόνια στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας, γιατί εκτός από πνευμονολόγος είμαι και εντατικολόγος, και δεν έχω ξαναδεί κάτι τέτοιο. Είχαμε ένα πολύ δύσκολο περιστατικό με ασθενή κάθε δίμηνο ή τρίμηνο. Σε αυτή τη φάση είναι όλοι έτσι. Ένας πρωτοφανής αριθμός ασθενών σε πολύ δύσκολη κατάσταση”, λέει και προσθέτει: “Σε 24ωρη βάση πρέπει κάποιος να είναι πάνω από τους αναπνευστήρες και να ρυθμίζει διάφορες παραμέτρους, να βλέπει το μηχανικό αερισμό, τα αιμοδυναμικά χαρακτηριστικά, φορώντας ειδική ολόσωμη στολή, η οποία μουσκεύει από τον ιδρώτα κάθε 2 – 3 ώρες. Είναι μια πρωτόγνωρη κατάσταση, που ξεφεύγει από όσα γνωρίζαμε μέχρι σήμερα”.
Ο ίδιος δεν βλέπει σημάδια αποκλιμάκωσης. “Θα έλεγα ότι υπάρχει μια στασιμότητα στο peak. Δεν φαίνεται να βελτιώνεται. Είμαστε συνεχώς γεμάτοι”, επισημαίνει και απευθύνει μήνυμα στους πολίτες να αντιληφθούν την κρισιμότητα και την επικινδυνότητα και να είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί με την τήρηση των μέτρων προστασίας. “Όταν θα σε καταβάλλει η βαριά μορφή της ασθένειας, είναι πια πολύ δύσκολα να τη διαχειριστούμε. Θα ήταν ευχής έργο να το καταλάβουν όλοι, έστω και τώρα”, υπογραμμίζει.
Μύθος ότι φταίει η διαφορά θερμοκρασίας
Ο κ. Στανόπουλος, χαρακτηρίζει ως μύθο το επιχείρημα πως για την τραγωδία που βιώνει η Θεσσαλονίκη και η βόρεια Ελλάδα φταίει η διαφορά της θερμοκρασίας σε σχέση με την υπόλοιπη χώρα.
Σε ανάρτησή του στα κοινωνικά δίκτυα, ο καθηγητής επισυνάπτει τα δημοσιευμένα αποτελέσματα μιας παγκόσμιας μελέτης που συνυπολόγισε διάφορους παράγοντες και κατέληξε ότι οι καιρικές συνθήκες έχουν σχεδόν μηδενικό ρόλο (κάτω από 3%) στο βαθμό εξάπλωσης της νόσου. Πιο σημαντικοί παράγοντες είναι η κινητικότητα και η πυκνότητα του πληθυσμού.
“Όταν έγινε η μεγάλη διασπορά στη Θεσσαλονίκη ο καιρός ήταν καλός, δεν είχε χειμωνιάσει. Επίσης, έχουμε δει πως ο κορωνοϊός έχει εξαπλωθεί σε θερινή περίοδο σε χώρες όπως η Ινδία. Γνωρίζαμε πως ο καιρός δεν παίζει τόσο σημαντικό ρόλο όσο κάποιοι υποστηρίζουν, τώρα ήρθε μια έγκαιρη και εμπεριστατωμένη διεθνής μελέτη να το πιστοποιήσει”, σχολίασε στο iatronet ο κ.Στανόπουλος και πρόσθεσε: “Στη Θεσσαλονίκη, έπαιξαν σημαντικό ρόλο παράγοντες όπως η ρυμοτομία της πόλης, η μεγάλη παρουσία φοιτητών, η προσέλευση τουριστών από γειτονικές χώρες, ο συνωστισμός στα μπαρ, η αυξημένη κινητικότητα και οι ανεπαρκείς δημόσιες συγκοινωνίες. Επίσης, το lockdown άργησε – το παραδέχτηκε και ο πρωθυπουργός – ενώ ακόμη και σήμερα η κίνηση στους δρόμους δεν δείχνει εικόνα lockdown”.
Τι έδειξε η μελέτη
Συγκεκριμένα, στο πλαίσιο της μελέτης* οι επιστήμονες αξιολόγησαν τον ρόλο των καιρικών συνθηκών (λαμβάνοντας υπόψη την ισοδύναμη θερμοκρασία που συνδυάζει την επίδραση της υγρασίας και της θερμοκρασίας του αέρα) και άλλους παράγοντες όπως η αστική πυκνότητα, η κινητικότητα, η φιλοξενία, δημογραφικές πληροφορίες και χρήση μάσκας εντός των κοινοτήτων. Η μελέτη έδειξε πως οι παράγοντες που επηρεάζουν την εξάπλωση της πανδημίας, με σειρά σπουδαιότητας είναι:
Η κινητικότητα (με σχετική σημασία 34,32%).
Η παραμονή ή μη στο σπίτι (26,14%).
Ο πληθυσμός (23,86%).
Η αστική πυκνότητα (13,03%).
Η θερμοκρασία (σχετική σημασία <3%).
“Τα ευρήματα υπογραμμίζουν ότι η σχέση μεταξύ COVID-19 και μετεωρολογικών συνθηκών πρέπει να λάβει υπόψη την κλίμακα, την αστική πυκνότητα και τις περιοχές κινητικότητας για τη βελτίωση των προβλέψεων”, επισημαίνουν οι επιστήμονες.
Πηγή: iatronet.gr