Μαραντόνα:”Δεν έκανα ποτέ κακό σε κανέναν εκτός από τον εαυτό μου”
Ο επίλογος από την αυτοβιογραφία του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα: «Εγώ ο Ντιέγκο», «Αποφάσισα να τα πω όλα» είναι συγκλονιστικός για έναν άνθρωπο που βλέπει την ζωή να περνά από μπροστά του και θυμάται τις καλές και τις κακές στιγμές της….
«Αν ξαναγεννιόμουν θα ζητούσα από τον Θεό να μου δώσει τα ίδια-γιατί μου έδωσε πράγματι υπερβολικά πολλά-καθώς επίσης και τη δυνατότητα να παίξω όλους τους αγώνες και να βάλω όλα τα γκολ που διασκέδασαν τους Ναπολιτάνους, στην χώρα μου, ζωντανά, για τους Αργεντινούς…
Είμαι περήφανος που έμεινα πιστός στις πεποιθήσεις μου, στις αρετές και τα ελαττώματά μου. Έπιασα τα 40 και μπορώ να κοιτάξω κατάματα όλο τον κόσμο. Δεν έκανα κακό σε κανέναν εκτός από τον εαυτό μου, δεν χρωστάω σε κανένα τίποτα, εκτός από την οικογένειά μου. Δίνω μάχη για την ζωή κάθε μέρα. Έχω δίπλα μου τους γονείς μου, έχω δίπλα μου τους φίλους μου. έχω την γυναίκα μου και τις δύο κόρες που είναι τόσο αξιαγάπητες όσο τις είχα ονειρευτεί. Και πάνω απ’ όλα έχω τον σεβασμό της χώρας που αγαπώ… ναι, πάνω απ’ όλα, έχω τον σεβασμό των Αργεντινών και αυτό μου δίνει μεγάλη ικανοποίηση.
Όλα όσα έχω αναφέρει σε τούτο εδώ το βιβλίο είναι αλήθεια, το ορκίζομαι στις κόρες μου. Προσπάθησα να είμαι όσο το δυνατόν πιο ειλικρινής σε όλα. Εξιστόρησα πράγματα, σίγουρα ξέχασα πολλά, αλλά το μήνυμα είναι ένα και μόνο ένα: θα εξακολουθήσω να λέω την αλήθεια μέχρι τέλους. Δεν πρόκειται να υποκύψω γιατί δεν μου αρέσει, δεν μου αρέσει η αδικία.
Σε όσους έρχονται και θέλουν να κάνουν τους έξυπνους σε μένα και μου λένε «Μα Ντιέγκο, αφού εσύ… », τους λέω πάντα το εξής: «Τον Ντιέγκο, εμένα με πήραν από το Βίγια Φιορίτο και μου έδωσαν μια κλωτσιά και με έστειλαν κατευθείαν στο Παρίσι, στον Πύργο του Αιφελ. Εγώ φορούσα το ίδιο παντελόνι χειμώνα-καλοκαίρι, εκείνο το κοτλέ. Εκεί προσγειώθηκα και μου ζήτησαν, απαίτησαν από μένα να πω αυτό που έπρεπε να πω, να φερθώ όπως έπρεπε να φερθώ, να κάνω αυτό που εκείνοι ήθελαν.
Και το έκανα.
Εγώ… Εγώ έκανα ό,τι μπορούσα, και νομίζω ότι δεν τα πήγα και άσχημα».