Επιζών του Έπους του ’40, 104 ετών: Η συγκλονιστική μαρτυρία από το μέτωπο
«Συγκίνηση και θαυμασμό προκαλεί η συνάντηση στον Βόλο με τον συμπολίτη Δ. Κάλμπαρη, που πολέμησε πέντε μήνες στο μέτωπο κατά τον ελληνοϊταλικό πόλεμο».
Την δήλωση αυτή έκανε ο Γ. Σούρλας, που τον επισκέφθηκε ως Πρόεδρος της Ένωσης Συγγενών Πεσόντων κατά το Έπος 1940 – 41 και συζήτησε μαζί του.
Στην ηλικία των 104 ετών, είναι ο μεγαλύτερος από τους λίγους επιζώντες μαχητές του Έπους 1940. Φέτος, ογδόντα χρόνια από τότε αφηγείται, συγκινείται και συγκινεί. Ξεφυλλίζει με την ισχυρή μνήμη και διαύγεια του πτυχές πλημμυρισμένες με πατριωτισμό και εθνική υπερηφάνεια για τους συμμαχητές του, που πολέμησε μαζί τους και κράτησαν απόρθητο το ηρωικό ύψωμα 731 κατατρόπωσαν τους Ιταλούς, στην πιο κρίσιμη μάχη που έκβαση του πολέμου κατά την εαρινή επίθεση.
Εκφράζει τον πόνο γι’ αυτούς που έπεσαν στα πεδία των μαχών της Β. Ηπείρου και έμειναν εκεί για πάντα. Μιλάει για τη φρίκη του πολέμου και όσα άλλα απειλούσαν τη ζωή τους. Για τα κρυοπαγήματα που οδήγησαν σε αναπηρίες και θανάτους. Για την ψείρα που όμως σπεύδει να πει ότι τους κρατούσε ξύπνιους σε εγρήγορση και δεν αιφνιδιάζονταν από τις νυχτερινές επιθέσεις των Ιταλών. Για την πείνα διηγείται απίστευτες ιστορίες, όπως για το σκοτωμένο άλογο, που τον κράτησε στη ζωή έναν και πλέον μην. Για τις κυψέλες που έτρωγαν το μέλι μαζί με τις μέλισσες και για τις φλούδες των δένδρων που έτρωγαν, γιατί αισθάνονταν ότι είχε κάποια θρεπτική ουσία.
Διηγείται διάφορα περιστατικά, και εκφράζει την υπερηφάνεια του για τους αγώνες στο μέτωπο. Δεν παραλείπει όμως να πει και το παράπονο για τα όσα έζησε μετά την επιστροφή του από το μέτωπο. Για την απόλυση από της δημοτική αρχή του Βόλου, όπου εργαζόταν στην καθαριότητα, λόγω των πολιτικών του φρονημάτων! Θα πει με πικρία: «Μ’ έδιωξαν ενώ γνώριζαν ότι δεν είχα καμία κομματική ταυτότητα, παρά μόνο μια για την πατρίδα. Ήταν μια απόφαση που με πλήγωσε, αλλά και μου στέρησε την εργασία και την πλήρη σύνταξη».
Πριν τελειώσουμε τη συζήτηση, ήθελε να μάθει τι έγινε με τους άταφους πεσόντες στα πεδία των μαχών της Βορείου Ηπείρου, όταν τον ενημέρωσα ότι σύντομα θα ολοκληρωθεί αυτή η προσπάθεια για τους 8.000 πεσόντες, που άρχισε πριν από δεκαπέντε χρόνια, αισθάνθηκε μια βαθιά ανακούφιση.
Η μαρτυρία
Ένας υπεραιωνόβιος Πηλιορείτης, ο Δημήτρης Κάλμπαρης, 102 ετών σήμερα, ξαναζωντανεύει μνήμες τρανές από το έπος που γράφτηκε στα στενά της Κλεισούρας κατά τη διάρκεια του πολέμου του 1940, μιλώντας στο e-thessalia.gr. Είναι ο τελευταίος επιζών από τους υπερασπιστές του αιματοβαμμένου υψώματος 731, αθάνατου συμβόλου ανδρείας για τον ελληνικό στρατό που πολέμησε ηρωικά και τσάκισε την «Εαρινή επίθεση» των Ιταλών. Ο βετεράνος πολεμιστής με αφορμή τη σημερινή επέτειο της 28ης Οκτωβρίου, που μνημονεύει την άρνηση της Ελλάδας στις αξιώσεις του Μουσολίνι πριν από 78 χρόνια, θυμάται λεπτό προς λεπτό την κόλαση που έζησε στο μέτωπο.
Παρά τα χρόνια που βαραίνουν το σώμα του, ο Δημήτρης Κάλμπαρης διατηρείται ακμαίος. Όπως παραμένει νέος και στην ψυχή. Μία ψυχή ανυπότακτη και ατρόμητη, που δεν σκιάχτηκε από την αντάρα του πολέμου και είναι ποτισμένη με υψηλά ιδανικά, που καθιστούν τον θαλερό γέροντα φωτεινό παράδειγμα για τις σύγχρονες γενιές. Η μαρτυρία του για τη φρίκη που έζησε στα χαρακώματα, όπου άφησαν την τελευταία πνοή τους πολλοί φίλοι και γνωστοί του, με τους οποίους ξεκίνησε από τον Βόλο όταν έγινε η επιστράτευση, είναι συγκλονιστική. Περιγράφει ανατριχιαστικές σκηνές από το πεδίο της μάχης, καθώς αντίκρισε τον εχθρό στα μάτια, με αποκορύφωμα την αιματοχυσία στο ύψωμα 731. Ο ηρωικός οπλίτης τότε πολέμησε υπό τις διαταγές του ταγματάρχη Δημήτρη Κασλά, ο οποίος καταγόταν από το Πουρί Πηλίου και υπήρξε διοικητής του θρυλικού ΙΙ/5 Τάγματος.
Οι αναμνήσεις του Μακρινιτσιώτη βετεράνου προκαλούν ρίγη συγκίνησης. Τα μάτια του δακρύζουν κάθε φορά που γυρίζει πίσω τον χρόνο και θυμάται με λεπτομέρειες όλα όσα έγιναν την περίοδο 1940/41, καθώς υπερασπιζόταν την ελευθερία της πατρίδας μας απέναντι στις ιταλικές μεραρχίες.
Ένας απλός άνθρωπος…
Καθώς ανασκάλεψε τις αναμνήσεις του από την εποχή εκείνη, που δεν πρόκειται ποτέ να ξεθωριάσουν, το πρώτο πράγμα που γίνεται αντιληπτό για τον Δημήτρη Κάλμπαρη είναι πως η ιστορία του δεν διαφέρει σε τίποτα από εκείνη χιλιάδων άλλων Ελλήνων που πολέμησαν κατά των φασιστικών δυνάμεων του Άξονα στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Ήταν ένας απλός άνθρωπος, ο οποίος όμως εκτέλεσε ακέραιο το καθήκον του απέναντι στην πατρίδα.
«Γεννήθηκα στις 16 Φεβρουαρίου 1917 στη Μακρινίτσα. Ήμασταν δέκα παιδιά. Οι γονείς μας είχαν άλλα είχαν κάνει, αλλά πέθαναν. Τώρα έχουμε μείνει τρεις. Οι αδερφές μου, η μία είναι 92 και η άλλη 94 ετών κι εγώ που έφτασα τα 102 χρόνια μου. Δύο γριούλες και ένας παππούς. Αυτοί ζούμε τώρα. Στο χωριό μεγάλωσα. Ο πατέρας μου δούλευε βυρσοδέψης. Φτώχεια μεγάλη. Έτσι, όταν μεγαλώσαμε λίγο, ο πατέρας μου, ο οποίος ήταν βρακάς, μας κατέβασε στον Βόλο. Ο αδερφός ο ένας, ήταν έναν χρόνο μεγαλύτερος από εμένα. Εμένα με έβαλαν νοσοκόμο στην κλινική του Τριχόπουλου, 12-13 χρόνων ήμουν, εκείνος μπήκε σε ένα φαρμακείο. Κάθισε 40 χρόνια φαρμακοϋπάλληλος. Μία μέρα είπα στον Τριχόπουλο: «Γιατρέ μου, θα φύγω». «Γιατί;», ρώτησε εκείνος. Ήθελα να πάω να γίνω τσαγκάρης. «Μα καλά, από δήμαρχος θα γίνεις κλητήρας;», Τέλος πάντων, κάθισα δύο χρόνια στην κλινική. Αργότερα ο πατέρας μου με πήγε σε ένα τσαγκάρικο. Το 1938 παρουσιάστηκα για τη θητεία μου. Πήγα πρώτα στο Σιδηρόκαστρο. Εκεί μας κράτησαν λίγο, μετά μας πήγαν στο Αχλαδοχώρι Σερρών. Κατέληξα στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα, στα οχυρωματικά έργα που έκανε ο Μεταξάς. Στο Μπέλλες ήμουν εγώ. Δύο χρόνια υπηρέτησα. Αρχές Οκτωβρίου του 1940 πήρα τον δρόμο της επιστροφής στον Βόλο», θυμήθηκε ο κ. Κάλμπαρης.
Η κήρυξη του πολέμου
Ελάχιστες ημέρες αργότερα η Ιταλία έσυρε την Ελλάδα στον πόλεμο, με τον δικτάτορα Ιωάννη Μεταξά να λέει «Όχι» στο τελεσίγραφο του Γκράτσι. Κηρύχθηκε γενική επιστράτευση και ο Δημήτρης Κάλμπαρης βρέθηκε στο μέτωπο: «Στις 28 Οκτωβρίου άκουγα παράξενα πράγματα στον δρόμο και αναρωτιόμουν τι συνέβαινε. Φτάνω στο τσαγκάρικο, έρχεται κάποιος και μου λέει: «Τι κάνεις εδώ; Έχουμε πόλεμο». Στον δρόμο έπεσα πάνω σε κάτι κοπέλες, που ανήκαν στην ΕΟΝ, τη νεολαία του Μεταξά. Με ρώτησαν τι σκοπό είχα. Απάντησα ότι πήγαινα να πάρω ρούχα και να παρουσιαστώ. Από τα αδέρφια μου, κανείς άλλον δεν πολέμησε. Μαζευτήκαμε όλοι οι κληρωτοί σε μία γέφυρα στον Ξηριά και μας έδωσαν ιματισμό, παπούτσια και μία κουραμάνα. Την έβαλα στο σακίδιο, άλλο βάρος δεν είχα. Προτού ξεκινήσω, η μάνα μου, μου έραψε στη μάλλινη φανέλα, ένα φυλαχτό με ένα κομμάτι από Τίμιο Ξύλο. Αυτό με έσωσε. Έτρωγα σφαίρες πολλές. Υπέφερα πάρα πολύ. Δεν έπρεπε να ζω εγώ τώρα. Μόλις νύχτωσε, μας πήγαν στον σιδηροδρομικό σταθμό. Μας έβαλαν σ’ ένα τρένο. Επιβιβαστήκαμε σε κλειστά βαγόνια, αυτά που έβαζαν τα ζώα. Το τάγμα απαρτιζόταν από Βολιώτες. Ο λοχαγός μου λεγόταν Δημήτριος Τζανάκης, Διμοιρίτης μου ήταν ο Δημήτρης Σφυάκης, που είχε το γυαλάδικο πίσω από την καπνοβιομηχανία Ματσάγγου. Σκοτώθηκε στο μέτωπο, όπως και όλο σχεδόν το τάγμα μου. Ελάχιστοι γυρίσαμε πίσω. Προορισμός μας ήταν η Καλαμπάκα. Κατέβηκε ένας ταγματάρχης και μας είπε δύο λόγια: «Παιδιά, αυτή την ώρα, ο εχθρός μπήκε στην Ελλάδα και μας παίρνει τα εδάφη». Από την Καλαμπάκα, φτάσαμε στα σύνορα με τα πόδια. Νύχτα μετακινούμασταν. «Πρέπει πάση θυσία να τους κρατήσουμε», ήταν η διαταγή. Βαδίζαμε τη νύχτα από τους δρόμους. Την ημέρα περνούσαμε μέσα από μονοπάτια και δάση, για κάλυψη. Οι αξιωματικοί είχαν βγάλει τα διακριτικά τους. Ήμασταν όλοι αδέρφια. Όλοι ίδιοι. Μας έλεγαν: «Ό,τι έχετε παραπανίσιο, πετάξτε το. Κρατήστε μόνο το όπλο σας και πυρομαχικά». Μας είχαν οι μανάδες μας πράγματα. Άλλος κουβέρτα, άλλος μια αλλαξιά ρούχα. Νόμιζαν πού πηγαίναμε».
Ο εφιάλτης του χειμώνα
Η εκδήλωση της ιταλικής επίθεσης στο Καλπάκι, ήταν άνιση για τους Έλληνες στρατιώτες. Οι ιταλικές δυνάμεις υπερτερούσαν. «Βρήκαμε τα πτώματα, όταν φτάσαμε στα ελληνοαλβανικά σύνορα. Μια ρεματιά μάς χώριζε με τους Ιταλούς», θυμήθηκε ο 102χρονος βετεράνος, καθώς άρχισε να εξιστορεί τις εμπειρίες του από τις πρώτες μάχες. «Ένα πρωί ήμασταν στο αμπρί, μες στο χιόνι. Ένας πρώτος ξάδερφός μου, Δημήτρης Νταβλαμάνας λεγόταν, σηκώθηκε όρθιος, γιατί είχε ξεπαγιάσει. Ένα βήμα έκανε. Του έριξε ένας Ιταλός, πετυχαίνοντάς τον στα μηνίγγια. Κοίταξα να δω πού ήταν χτυπημένος. Αίμα δεν έτρεξε, αλλά είχαν χυθεί τα μυαλά του έξω», περιέγραψε τον θάνατο του συγγενή του, ενώ έπειτα μίλησε για τις κακουχίες που αντιμετώπιζαν: «Περνούσαμε μέσα από χαράδρες. Φοβερό κρύο. Πάγους είχαν πιάσει κάτω. Άκουγες παλικάρια δύο μέτρα να εκλιπαρούν: «Δεν μπορώ άλλο από το κρύο». Και πάρτον κάτω. Πολλοί πέθαναν από κρυοπαγήματα. Το κρύο είναι χειρότερο και από σφαίρες. Δεν παλεύεται. Με τη σφαίρα καθαρίζεις. Την τρως και τέρμα. Ο χειμώνας του ’40 ήταν φοβερός. Άσε την πείνα και την ψείρα».