Ποιοι “θολώνουν” την “γραμμή” Τσίπρα στα ελληνοτουρκικά- Αμηχανία για το άρθρο Βαλντέν
Την περασμένη Παρασκευή ο Αλέξης Τσίπρας έδωσε μια ενδιαφέρουσα συνέντευξη στο Νίκο Χατζηνικολάου και τον Realfm. Ενδιαφέρουσα ως προς το γεγονός ότι συμπύκνωσε την κεντρική θέση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ σχετικά με τις εξελίξεις στα ελληνοτουρκικά, τα αποτελέσματα του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, όπου δεν κατέστη εφικτό να αποφασισθούν -για ακόμα μία φορά- κυρώσεις κατά της Τουρκίας, αλλά και επειδή κατέθεσε την πρόταση του για επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια ως μια εθνική αντίδραση στην τουρκική επιθετικότητας με την προσοβλή δυνητικής κυριαρχίας από το Oruc Reis στην θαλάσσια περιοχή του νησιωτικού συμπλέγματος του Καστελόριζου.
Ήταν μια συνέντευξη “γραμμής”, αισθητά διαφοροποιημένης από την στάση άλλων κομμάτων της αντιπολίτευσης, μία σύνθεση κριτικής στους κυβερνητικούς χειρισμούς (χαρακτήρισε, για παράδειγμα, “ατυχή” την δήλωση Γεραπετρίτη ότι “η κόκκινη γραμμή είναι τα εξι μίλια”) αλλά και συναινετικών τόνων ως κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης που έχει χειριστεί τα εθνικά θέματα και ειδικότερα ελληνοτουρκικές κρίσεις κατά το κυβερνητικό παρελθόν του.
Δύο ημέρες μετά, με αφορμή την αρνητική εξέλιξη της νίκης του Ερσίν Ταλάτ στα Κατεχόμενα, ο Αλέξης Τσίπρας παρενέβη ξανά για το Κυπριακό, ενώ, όπως έχει αποκαλύψει το Libre, σχεδιάζει επίσκεψη στη Λευκωσία και πλαίσιο συντονισμού με το ΑΚΕΛ ενόψει των πιέσεων του ΓΓ του ΟΗΕ για επανεκκίνηση των συνομιλιών στο νέο τοπίο που δημιουργεί η προώθηση σχεδίου εμπλοκής και πιθανώς διχοτόμησης από το νέο ηγέτη του ψευδοκράτους και τον Ταγίπ Ερντογάν.
Θα περίμενε κανείς το Συριζαίϊκο σύμπαν να συνταχθεί στην “γραμμή” αυτή. Για ακόμα μία φορά, όμως, διαπιστώνεται από στελέχη του προεδρικού περιβάλλοντος η απροθυμία (…) ακόμα και φίλα προσκείμενων μέσων ενημέρωσης να προβάλλουν επαρκώς τις απόψεις Τσίπρα. Ίσως να έφταιγε πως η συνέντευξη στο Νίκο Χατζηνικολάου δόθηκε την Παρασκευή που κλείνουν οι εφημερίδες του σαββατοκύριακου. “Είναι επαρκής αυτή η εξήγηση;”, διερωτώνται, ωστόσο, αρκετοί στην Κουμουνδούρου.
Βεβαίως, η αντιπολίτευση στην αξιωματική αντιπολίτευση ήρθε, το πρωί της Δευτέρας, από τον Σταύρο Κοντονή με τη συνέντευξή του στα “Νέα”. Δεν είναι, όμως, μόνο αυτό. Αρκετοί εξεπλάγησαν (ξανά) με το άρθρο του εκ των πυλώνων της Προοδευτικής Συμμαχίας καθηγητή Σωτήρη Βαλντέν στην “Εφημερίδα των Συντακτών”.
Ο προερχόμενος από το εκσυγχρονιστικό μπλοκ του Κώστα Σημίτη καθηγητής Βαλντέν αιφνιδίασε την Κουμουνδούρου καθώς όχι μόνο συντάχθηκε με την άποψη Γεραπετρίτη που είχε κριτικάρει ο Αλέξης Τσίπρας αλλά αναίρεσε τις βασικές πτυχές της στρατηγικής που ακολούθησε η κυβέρνησή του. Σχολίασε αρνητικά την πρόταση για επέκταση στα 12 μίλια καθώς και τις συμμαχίες που συνήψαν Τσίπρας και Κοτζιάς με το Ισραήλ και άλλες χώρες της περιοχής. Ζητώντας, μάλιστα, διάλογο με την Τουρκία ακόμα και πέραν της εθνικής γραμμής με ανοικτά προς συζήτηση μείζονα θέματα, όπως αυτό της επήρειας του Καστελόριζου.
Οι απόψεις Βαλντέν μπορεί να θεωρηθούν πολύ πιο κοντά στις “μη ευχάριστες λύσεις” που είχε προτείνει ο Κώστας Σημίτης (με άρθρο- παραίνεση προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη, μέσω της “Καθημερινής”, λίγο μετά την ανάληψη της εξουσίας πέρυσι το καλοκαίρι), παρά στην κυβερνητική πρακτική του ΣΥΡΙΖΑ και στις απόψεις που διατυπώνει ο Αλέξης Τσίπρας το τελευταίο διάστημα.
Οι γνωρίζοντες τα “ρεύματα” στην Κουμουνδούρου διατυπώνουν εύλογα την απορία τους κατά πόσο μπορεί να “περάσει” η κεντρική θέση του ΣΥΡΙΖΑ σε ένα, ούτως ή άλλως, μη φιλικό μοντιακό περιβάλλον, όταν δρουν τέτοιου είδους φυγόκεντρες δυνάμεις που προκαλούν σύγχυση. Προσώρας, δεν υπάρχει απάντηση σε όλα αυτά.
Το άρθρο του Σωτήρη Βαλντέν στην efsyn.gr
Τι επιδιώκουμε με την Τουρκία;
«Η κόκκινη γραμμή είναι η εθνική κυριαρχία, και όταν λέμε εθνική κυριαρχία εννοούμε αυτονοήτως τα εθνικά χωρικά ύδατα τα οποία σήμερα είναι προσδιορισμένα στα έξι ναυτικά μίλια […]. Οι εύκολοι λεονταρισμοί για την επέκταση μονομερώς στα 12 μίλια που αποτελεί ένα δικαίωμα της ελληνικής Πολιτείας και το οποίο θα ασκήσει σε χρόνο τον οποίο η ίδια θα επιλέξει, δεν είναι ένα θέμα το οποίο μπορεί να τεθεί εν θερμώ» (Γιώργος Γεραπετρίτης, Alpha 14/10).
Επιτέλους μια σαφής τοποθέτηση της κυβέρνησης που αποκλείει τη στρατιωτική αντιπαράθεση με την Τουρκία (αφού ουδέποτε ετέθη ζήτημα παραβίασης των έξι μιλίων) και απαντά στην ανεύθυνη και δημαγωγική τοποθέτηση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Αν όμως τα πράγματα έχουν όπως δηλώνει ο κ. Γεραπετρίτης –και ελπίζω η κυβέρνηση να παραμείνει σ’ αυτή τη γραμμή–, τίθεται το ερώτημα: Προς τι η επί μήνες κινητοποίηση των Ενόπλων Δυνάμεών μας που επέφερε την αντίστοιχη κινητοποίηση των Τούρκων; Προς τι οι «επακουμβήσεις»;
Προς τι τα συνεχή στρατιωτικά γυμνάσια, οι ασκήσεις με Γάλλους και Αραβες που μας στοιχίζουν εκατομμύρια; Προς τι η εξαγγελία με τυμπανοκρουσίες τεράστιων εξοπλιστικών δαπανών; Προς τι η συστηματική καλλιέργεια πολεμικού κλίματος από τα ελεγχόμενα ΜΜΕ και τους ενσωματωμένους σ’ αυτά τουρκοφάγους σχολιαστές; Είναι προφανές πως «πατάμε σε δύο βάρκες». Ή τότε θα πρέπει να ρωτήσουμε ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο.
Κάποιοι στην κυβέρνηση και στη διπλωματία μας έκαναν το παν για να μην πάμε σε διάλογο με τη γείτονα και θα είναι ικανοποιημένοι που φαίνεται να το πετυχαίνουν.
Γι’ αυτό σαμποτάραμε τον διάλογο τον Αύγουστο υπογράφοντας μία μέρα πριν από την εξαγγελία του τη Συμφωνία με την Αίγυπτο. Γι’ αυτό αντισταθήκαμε όσο μπορούσαμε στη μεσολάβηση Στόλτενμπεργκ. Γι’ αυτό διαφημίσαμε τις αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου όσο γίνεται πιο προσβλητικά για τους Τούρκους.
Γι’ αυτό πολλαπλασιάσαμε τα στρατιωτικά γυμνάσια και εξαγγείλαμε άσκηση για την ημέρα της εθνικής γιορτής της Τουρκίας, παραβαίνοντας τα συμφωνημένα και υποστηρίζοντας ψευδώς πως αυτή ήρξατο χειρών αδίκων. Γι’ αυτό, τέλος, διακηρύσσουμε urbi et orbi πως δεν συζητάμε παρά μόνο οριοθέτηση ΑΟΖ/υφαλοκρηπίδα, υπαναχωρώντας από το «κεκτημένο» των διερευνητικών συνομιλιών του παρελθόντος (Χρ. Ροζάκης, «Τα Νέα», 12/10).
Οχι διάλογος λοιπόν, με διάφορα προσχήματα και ελπίζοντας να μας βοηθήσει σ’ αυτό και ο Ερντογάν με τις προκλήσεις του. Ποια είναι όμως η ελληνική στρατηγική;
Η στιγμή είναι κατάλληλη, μας λένε κάποιοι, για ένα «μάθημα» στον Ερντογάν. Ο Τούρκος ηγέτης έχει ξεσαλώσει και ανοίγει όλα τα μέτωπα: Συρία, Λιβύη, S-400, Καύκασος, Κύπρος. Η οικονομία του είναι εύθραυστη. Η Γαλλία και μερικοί ακόμη τον στοχοποιούν για δικούς τους λόγους (ηγεμονία στη Μεσόγειο, ισλαμοφοβία). Το Ισραήλ επίσης. Οι ΗΠΑ λόγω Ρωσίας και ελληνικού λόμπι προεκλογικά. Και η Μόσχα αμφιταλαντεύεται.
Ποιο μπορεί να είναι όμως αυτό το «μάθημα» και πόσο μας συμφέρει;
Φαίνεται πως υπάρχουν και τρελοί που προκρίνουν τη στρατιωτική σύγκρουση. Ηδη επεξεργάζονται σχέδια για το πώς θα χρεώσουμε την έναρξή της στην άλλη πλευρά. Διαβάζουμε και εκτιμήσεις για το ποιος έχει τα καλύτερα όπλα ή και λεονταρισμούς πως «θα τους συντρίψουμε».
Οι πολεμοχαρείς δεν είναι όμως οι περισσότεροι. Οι περισσότεροι –και ανάμεσά τους θέλω να πιστεύω και ο πρωθυπουργός– έχουν συνείδηση πως ένας πόλεμος θα ήταν εθνική συμφορά. Πως δεν θέλουμε φέρετρα για τους νέους μας. Πως ακόμη και ένας νικηφόρος πόλεμος θα σήμαινε για την οικονομία και την ασφάλειά μας ασήκωτα βάρη και απειλές επί δεκαετίες. Πως ακόμη και στο «καλύτερο» σενάριο μιας αντιπαράθεσης Ευρώπης και όχι Ελλάδας με την Τουρκία, εμείς θα υποστούμε πρώτοι τις συνέπειες, πολεμικές και άλλες. Αφήνω τι θα σήμαινε μια στρατιωτική ήττα που δεν μπορεί βέβαια να αποκλειστεί.
Αν απορρίψουμε τον πόλεμο, ποια είναι τότε η στρατηγική μας;
Ακούγαμε μέχρι πρόσφατα πως είναι οι ευρωπαϊκές κυρώσεις, και μάλιστα πως η επιβολή τους θα διευκολυνόταν από ένα κλίμα έντασης. Ομως, όπως διαφαίνεται και από την τελευταία συνάντηση κορυφής, ούτε και με την ένταση αποφασίζονται. Αν τελικά επιβληθούν, θα είναι το πιθανότερο συμβολικές. Αλλά και αν ακόμη «δαγκώνουν», πράγμα ακόμη πιο απίθανο, οι επιπτώσεις τους στην Τουρκία δεν θα φανούν βραχυπρόθεσμα.
Ως Ελλάδα, τι ακριβώς επιδιώκουμε με τις κυρώσεις;
Φαντασιώνεται κανείς ότι το αποτέλεσμα κυρώσεων (συμβολικών ή μη) θα ήταν η Αγκυρα να βάλει την ουρά κάτω από τα σκέλια και να υποχωρήσει; Πως θα έρθει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων με τους δικούς μας όρους; Το πιθανότερο είναι να αντιδράσει με σκλήρυνση των πολιτικών της.
Η τουρκική κοινή γνώμη να συσπειρωθεί γύρω από τον Ερντογάν. Και με δεδομένο τον χαρακτήρα του, δεν μπορεί να αποκλειστεί και κάποιος επιθετικός αντιπερισπασμός. Προσβλέπουμε μήπως στην κατάρρευση της Τουρκίας; Μα αυτή ούτε πιθανή είναι και ασφαλώς δεν θα συμβεί στο προσεχές μέλλον. Εξάλλου ούτε και εμάς συμφέρει το χάος στη γειτονιά μας.
Πού ποντάρουμε λοιπόν;
Οι κυρώσεις προβλήθηκαν αρχικά ως υποκατάστατο του πολέμου: «Τέλος προκλήσεων ή κυρώσεις», έλεγε ο πρωθυπουργός, αντί για «τέλος προκλήσεων ή αποτροπή» που υπέβοσκε ως δίλημμα προηγουμένως. Πράγματι, οι κυρώσεις είναι προτιμότερες από τον πόλεμο, όμως η τακτική αυτή πάσχει: πρώτον, γιατί δεν είναι πιθανό να επιβληθούν σοβαρές κυρώσεις και, δεύτερον, και κυριότερο, επειδή τίθεται το ερώτημα «Μετά τις κυρώσεις, τι;».
Κάθε λογικός άνθρωπος κατανοεί πως είτε επιβληθούν είτε όχι κυρώσεις, θα βρεθούμε πάλι στο σημείο όπου ξεκινήσαμε. Μόνο που η ένταση θα έχει κλιμακωθεί παραπέρα και θα γίνεται καθημερινά δυσκολότερο να ανακοπεί με αμοιβαίες υποχωρήσεις. Εχουμε ήδη προχωρήσει πολύ σ’ αυτό τον δρόμο.
Η στρατηγική των κυρώσεων, στην οποία επενδύει η κυβέρνηση –και ακόμη περισσότερο η αντιπολίτευση– βασίζεται σε αυταπάτες. Είναι όμως και επικίνδυνη, διότι οδηγεί κι αυτή, έστω με μικρή παράκαμψη, στη σύγκρουση.
Μα αν κάνουμε πίσω τώρα, μας αντιτείνουν, η χώρα θα χάσει κάθε αξιοπιστία. Πρόκειται για επιχείρημα που οδηγεί στον χορό του Ζαλόγγου ή, έστω, στο κάθε πέρσι και καλύτερα. Ας επαναλάβουμε πως δεν απειλείται η εθνική μας κυριαρχία. Πόλεμος δεν δικαιολογείται με κανένα τρόπο για διαφωνίες περί τις ΑΟΖ. Η εγκατάλειψη μιας αδιέξοδης και μαξιμαλιστικής στάσης και η ειλικρινής ετοιμότητα για διάλογο δεν πλήττει το κύρος μας, το ενισχύει, κατατάσσοντάς μας στα ώριμα κράτη που έχουν αυτοπεποίθηση.
Τι μπορούμε να κάνουμε σήμερα;
Να αποκλείσουμε την πολεμική αντιπαράθεση, τερματίζοντας τα στρατιωτικά μέτρα και τη ρητορική και τη δυναμική που οδηγεί σε αυτά. Να εγκαταλείψουμε τις κυρώσεις, εμμένοντας βέβαια στη διεθνή καταδίκη και τον τερματισμό μονομερών και προκλητικών ενεργειών (από τις οποίες θα πρέπει να απέχουμε και εμείς). Κυρίως όμως να στραφούμε στην προσπάθεια έναρξης και επιτυχίας ουσιαστικού διαλόγου και διαπραγματεύσεων με την ίδια την Τουρκία, εγκαταλείποντας τη νοοτροπία του μικρού που περιμένει να τον σώσει ο μεγάλος του αδελφός. Στο πλαίσιο αυτό, θα έπρεπε:
■ Να δηλώσουμε πειστικά και με αντίστοιχες κινήσεις πως στόχος της πολιτικής μας δεν είναι ο αποκλεισμός της Τουρκίας από τη Μεσόγειο και το Αιγαίο και να αναγνωρίσουμε το προφανές: πως η έκταση της επήρειας των νησιών μας για τον καθορισμό της ΑΟΖ είναι αντικείμενο διαπραγμάτευσης ή διαιτησίας.
■ Να σταματήσουμε τις προσπάθειες «περικύκλωσης» της Τουρκίας με ανούσιες και προκλητικές κινήσεις και συμμαχίες (Ισραήλ, Ιράκ, Αρμενία, Κούρδοι κ.λπ.).
■ Να δείξουμε ευελιξία στο ζήτημα της ατζέντας του διαλόγου, διαχωρίζοντας τις διερευνητικές συνομιλίες, όπου προφανώς θα τεθούν οι θέσεις και των δύο πλευρών, όχι μόνο οι δικές μας, από τις καθαυτό διαπραγματεύσεις, όπου η ατζέντα θα πρέπει να συμφωνηθεί, και φυσικά όχι με υιοθέτηση των θέσεων της μιας μόνο πλευράς.
■ Να τερματιστεί η πρακτική της καθοδήγησης των ΜΜΕ σε εθνικιστική κατεύθυνση και, αντίθετα, να ασκηθεί η επιρροή των αρχών υπέρ της μετριοπάθειας και της αντικειμενικής πληροφόρησης.
■ Να στηρίξουμε την κυπριακή ηγεσία για την επανέναρξη των διακοινοτικών συνομιλιών, αλλά όχι για τη συνέχιση μιας απορριπτικής στάσης.
Το δίλημμα «διάλογος ή πόλεμος» δεν μπορεί να παρακαμφθεί. Ολοι καταλαβαίνουν πως τα περιθώρια στενεύουν ασφυκτικά.
* Διδάσκων στο Ελεύθερο Πανεπιστήμιο των Βρυξελλών