Βούτυρο και κανόνια…
Την δεκαετία του ’90, την περίοδο μετά την φονική κρίση των Ιμίων ( τότε που ο άνεμος …πήρε την σημαία, τμήμα του Αιγαίου έγινε “γκρίζο”, και θρηνήσαμε για την απώλεια του Χριστόδουλου Καραθανάση, του Παναγιώτη Βλαχάκου και του Έκτορα Γιαλοψού), οι “μετρ” στα καφέ του Κολωνακίου και του Νέου Ψυχικού προστάτευαν με “νύχια και με δόντια” τα “ρεζερβέ” τραπέζια από την μία των χρηματιστών και από την άλλη των αντιπροσώπων γερμανικών, αμερικανικών και γαλλικών εταιρειών οπλικών συστημάτων.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Η χώρα, με τις παροτρύνσεις των τότε κυβερνητικών στελεχών, βυθιζόταν στην αυταπάτη του γρήγορου πλουτισμού μέσω Χρηματιστηρίου, και προσαρμοζόταν ψυχολογικά στην ανάγκη προμήθειας περισσότερων μαχητικών αεροσκαφών, φρεγατών και αρμάτων μάχης με νωπή την μνήμη ενός παρολίγου πολέμου και του “ευχαριστώ” Σημίτη προς την Ουάσιγκτον. Άλλοι συζητούσαν με πάθος για τα “χαλυβδόφυλα”, κι άλλοι για τα Leopard και τα Eurofighter.
Η ιστορία επαναλαμβάνεται κατά το ήμισυ. Το θερμό καλοκαίρι του Oruc Reis και η επιστροφή της γενικευμένης ανησυχίας για τον παραβατικό και επιθετικό γείτονα έφερε στα πρωτοσέλιδα και τις συζητήσεις καφενείου την ανάγκη ενίσχυσης των ενόπλων δυνάμεων.
Το “7 προς 10” της δεκαετίας του ’80 δεν υφίσταται, είναι αλήθεια, εδώ και καιρό, παρά το γεγονός πως η Ελλάδα δέχεται συχνά την επιβράβευση του αμερικανικού παράγοντα γιατί τηρεί απαρέγκλιτα –ακόμα και την εποχή των μνημονίων– το 5% ως προς τις δαπάνες του προϋπολογισμού για στρατιωτικούς εξοπλισμούς.
Η κυβέρνηση εμφανίζεται αποφασισμένη να αντιμετωπίσει την τουρκική απειλή, όχι μόνο στο πεδίο των ευρωπαϊκών και διεθνών συμμαχιών (;) και με την επίμονη επίκληση του διεθνούς δικαίου αλλά και με ένα γιγαντιαίο –για τα δεδομένα της σημερινής εποχής– εξοπλιστικό πρόγραμμα τουλάχιστον 10 δισ. Με ταχύτατες, απ΄ ότι φαίνεται, διαδικασίες που δείχνουν προτίμηση στην γαλλική αγορά όπλων (Rafale, πιθανώς και φρεγάτες), την ώρα που “τρέχει” και η συμφωνία με τις ΗΠΑ για την αναβάθμιση των F 16.
Το δίπτυχο είναι σαφές: από την μία διπλωματία που θα οδηγήσει σε έναν απευθείας διάλογο με την Τουρκία, υπό γερμανική διαμεσολάβηση και αμερικανική συγκατάνευση, και από την άλλη ενίσχυση της αποτρεπτικής ικανότητας της χώρας.
Όπως αποκάλυψε η γερμανική FAZ, η Τουρκία του νεοοθωμανικού ερντογανικού αφηγήματος (των πολλών μετώπων: από τον Εβρο και το Αιγαίο, μέχρι την Κύπρο, την Συρία και την Λιβύη) δαπανά ήδη περίπου το 8% του ΑΕΠ της χρεοκοπημένης οικονομίας της. Η Ελλάδα δεν μπορεί να μείνει πίσω, θα ισχυριστούν πολλοί και δύσκολα θα βρεθεί πειστική αντίθετη άποψη.
Η κοινή γνώμη “πλάθεται”, άλλωστε, προς αυτή την κατεύθυνση. Η “αποκάλυψη” της Die Welt (κρατήστε πως πρόκειται για γερμανική εφημερίδα με ισχυρά ερείσματα σε εκείνα τα πολιτικά κέντρα του Βερολίνου που προωθούν μια ελληνοτουρκική διαπραγμάτευση “θολής” ατζέντας) πως ο Ταγίπ Ερντογάν έδωσε εντολή στους επιτελείς των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων να βυθιστεί ελληνικό πλοίο ή να καταρριφθεί μαχητικό αεροσκάφος, είτε εδράζεται σε πραγματικά περιστατικά (;;;), είτε όχι, αποβαίνει εξαιρετικά χρήσιμη.
Ενισχύει στην τουρκική και την ελληνική κοινή γνώμη την ανάγκη του διαλόγου μεταξύ των δύο χωρών, όσο προωθεί και την ιδέα στην ελληνική πως χρειάζονται περισσότερα “κανόνια” ακόμα κι αν λείψει το…”βούτυρο”.
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα, ωστόσο, έχει βεβαρημένο παρελθόν σχετικά με τις προμήθειες οπλικών συστημάτων. Το περιβόητο και θηριώδες ΕΜΠΑΕ της κυβέρνησης Σημίτη, όπως έχει ειπωθεί κατά κόρον, αποτέλεσε μία από τις αιτίες της επιβάρυνσης του δημοσίου χρέους και εν τέλει την χρεοκοπία της οικονομίας. Αρκετά από τα “ρεζερβέ” του Κολωνακίου και του Νέου Ψυχικού βρέθηκαν ή κινδύνευσαν να βρεθούν στη φυλακή, κάποιες από τις πολιτικές “πλάτες” τους το ίδιο, ενώ αποκαλύφθηκαν και οι μιντιακοί αρωγοί εκείνου του διεφθαρμένου συστήματος.
Αυτό το φαινόμενο δεν πρέπει να επαναληφθεί ούτε κατ’ ελάχιστον. Η αντιπολίτευση (ακόμα και η αξιωματική του ΣΥΡΙΖΑ που ως κόμμα του 4% έβγαζε φλύκταινες για τους στρατιωτικούς εξοπλισμούς αλλά μετά την διακυβέρνηση παραδέχεται την αναγκαιότητα) συναινεί στη διαπίστωση πως οι καιροί και η απειλή Ερντογάν επιβάλλουν ανασχεδιασμό και ενίσχυση της αποτρεπτικής ισχύος της χώρας.
Αυτό το πεδίο συναίνεσης δεν πρέπει να ακυρωθεί με βιαστικές και παρασκηνιακές μεθοδεύσεις που πιθανώς θα επαναφέρουν τα ζόμπι των μεσαζόντων και της μίζας.
Ο ελληνικός λαός έχει πληρώσει πάρα πολύ ακριβά την διαφθορά του παρελθόντος (και) στον τομέα αυτό, και η οικονομία –μετά από τρία μνημόνια και με το χρέος να παραμένει φαραωνικό- δεν πρέπει να υπονομευτεί από μια κούρσα νέων εξοπλισμών. Όλα πρέπει να γίνουν λελογισμένα, σε συνεννόηση των πολιτικών δυνάμεων και με απόλυτη διαφάνεια. Και, φυσικά, χωρίς να τεθούν στο περιθώριο οι μεγάλες ανάγκες της κοινωνίας.
Κι αυτό πρέπει να επισημανθεί επειδή έχουν ήδη …πιάσει δουλειά εκείνοι που πονηρά αρχίζουν να ιεραρχούν τα όπλα ως πρωτίστως αναγκαία, ακόμα κι αν πρέπει να μην πληρωθούν τα αναδρομικά των συνταξιούχων, ή να παραπεμφθούν στις καλένδες οι προσλήψεις στην Υγεία και την Παιδεία.
Από τους εταίρους, δε, μην περιμένουμε σύνεση. Να πουλήσουν θέλουν.
Είναι γνωστό, άλλωστε, στους παροικούντες την αθηναϊκή Ιερουσαλήμ πως η (διαμεσολαβούσα τώρα υπέρ του διαλόγου) Άγκελα Μέρκελ πίεζε, το 2009, τον τότε πρωθυπουργό Κώστα Καραμανλή να αγοράσει η Ελλάδα περισσότερα όπλα (κυρίως τα αεροσκάφη γερμανογαλλικής συμπαραγωγής), παρότι είχε στα χέρια της τα στοιχεία της Eurostat για την προ των θυρών πτώχευση της ελληνικής οικονομίας.
Φωτό από: «Κουρσάροι της Μάλτας και της Μπαρμπαριάς» του Πίτερ Ερλ (μετάφραση Μιχάλης Κοκολάκης, εκδόσεις «Αλεξάνδρεια»