Είχαν τον Αλμπέρ Καμί μπροστά τους και προτίμησαν την…Lancaster- Η άγνοια και οι εμμονές (κάποιων) διαφημιστών
Έχοντας συνεργαστεί επί περίπου τρεις δεκαετίες και με διάφορες αφορμές με διαφημιστές, διαφημιστικές εταιρείες και συναφείς “ειδικότητες”, άρα γνωρίζοντας αρκετά τον “χώρο, και επειδή μεγάλη συζήτηση και πολιτική αντιπαράθεση έχει ξεσπάσει σχετικά με το “αφήγημα” πίσω από το σποτ της Marketing Greece με το σλόγκαν “Greek Summer is a state of mind“, ας διατυπώσω κι εγώ μερικές παρατηρήσεις.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Κατ’ αρχάς, ουδείς μπορεί να διανοείται πως η …κερδοσκοπικομηκερδοσκοπική “Συμμαχία για τον Τουρισμό”, που προσφέρει την ομπρέλα της στην εν λόγω εταιρεία, εισέπραξε 23 εκατ. ευρώ για να παράγει το συγκεκριμένο σποτ και μερικά ακόμα της ίδιας σειράς που θα προβληθούν σε διεθνή δίκτυα, στο YouTube, στα social media και αλλού. Πέντε- έξι έξυπνα σποτάκια κοστίζουν, ως σύλληψη και παραγωγή, το πολύ μερικές χιλιάδες ευρώ- άντε κάτι παραπάνω εάν κάνουν υπερωρίες τα drone…
Όποιος, λοιπόν, πάει την συζήτηση προς τα εκεί, ή άσχετος είναι, ή το κάνει εκ του πονηρού για να στρέψει αλλού το επίδικο της υπόθεσης. Δεν είναι τα σποτάκια η διαφημιστική καμπάνια των 23 εκατομμυρίων.
Τα σποτ και η καμπάνια δεν μπορούν να κριθούν εύκολα αισθητικά. Το γούστο χορεύει σαν τους δερβίσηδες και η οπτική γωνία ποτέ δεν μένει σταθερή. Κάτι που αρέσει σε έναν, δεν αρέσει σε κάποιον άλλο.
Διάβασα, φερ’ ειπείν, ότι ο σπουδαίος κινηματογραφιστής της “Πολίτικης Κουζίνας” (με εμπειρία από τον χώρο της διαφήμισης) Τάσος Μπουλμέτης βρήκε εξαιρετικό το φιλμάκι των 40 δευτερολέπτων. Άκουσα άλλους να λένε πως ήταν “φτηνιάρικο”, στατικό, χωρίς γωνίες και το συνέκριναν με άλλα σποτ προβολής του τουρισμού άλλων χωρών, ακόμα κι αυτά της γειτονικής Τουρκίας. Περί ορέξεως, όμως, κολοκυθόπιτα.
Ένα σποτ και μια καμπάνια κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Η ίδια εταιρεία, για παράδειγμα, τα προηγούμενα χρόνια μπορεί να έκανε “strike”. Τα 33 εκατομμύρια τουρίστες που έφερε, για παράδειγμα, η Έλενα Κουντουρά πέρυσι –χωρίς κοροναϊό, για να μην ξεχνιόμαστε– είναι ένα ρεκόρ που πιστώνεται η ίδια, η διοίκηση του ΕΟΤ και όσοι διαφημιστές συνεργάστηκαν για την καμπάνια.
Άρα, για να είμαστε δίκαιοι, η φετινή καμπάνια θα κριθεί “στο ταμείο”. Όταν διαπιστώσουμε πόσοι τουρίστες ήρθαν φέτος και θα έρθουν του χρόνου, και, φυσικά, όταν τους συγκρίνουμε, όχι με αυτό που θα θέλαμε, ή λέγαμε-για να κρατούμε τον πήχη χαμηλά-, αλλά με τους τουρίστες που θα επιλέξουν άλλες ανταγωνίστριες χώρες. Αν για παράδειγμα σε κάθε 100 Βορειοευρωπαίους που θα ταξιδέψουν, μόνο 10 έρθουν στην Ελλάδα και οι υπόλοιποι προτιμήσουν να μείνουν στις πατρίδες τους, ή, ακόμα χειρότερα, προτιμήσουν άλλες χώρες -ίσως και υγειονομικά μη ασφαλείς-, θα δημιουργηθούν εύλογα ερωτήματα.
Σημειώστε, όμως, τούτο, για να μην τολμήσει κανείς τα γνωστά επικοινωνιακά κόλπα:
Η Ελλάδα υποτίθεται πως είναι “covid free destination”. Αυτό δεν διαφημίζαμε τόσο καιρό; Για την τεράστια επιτυχία μας δεν χειροκροτούσαμε; “Μεσσία” και “Ηρακλή” δεν αποκάλεσαν κάποιοι τον πρωθυπουργό μας; Ως εκ τούτου, η σύγκριση δεν μπορεί να γίνει μόνο με την Ισπανία, ή την Ιταλία, που μετρούν ακόμα κρούσματα και νεκρούς με ημι-κλειστες οικονομίες, αλλά με χώρες που είναι υγειονομικά ισοδύναμοι προορισμοί, όπως η Κροατία, η Πορτογαλία, η Αίγυπτος κ..α
Πάμε, τώρα, στην ουσία.
Η κριτική που δέχθηκε η κυβέρνηση για την καμπάνια αφορούσε δύο βασικά πράγματα: πρώτον, το κόστος και την απευθείας ανάθεση στην Marketing Greece, και δεύτερον το “copy paste” του σλόγκαν “(Greek)summer is a state of mind” από την καμπάνια της πολυεθνικής Lancaster, μόλις προ δύο μηνών.
Ως προς το πρώτο η κυβέρνηση δεν μπορεί να γκρινιάζει και να βλέπει εχθρούς, όπως καλή ώρα κάνει ο ανεκδιήγητος και αποτυχημένος στο υπουργείο που του ανατέθηκε Χάρης Θεοχάρης, ο οποίος κατηγορεί τον Τσίπρα ότι θέλει να καταστραφεί ο τουρισμός φέτος για να χορεύει επί των ερειπίων. Αλλά από έναν άνθρωπο που αντάλλαξε τη στάση του ως προς την Συμφωνία των Πρεσπών για μια υποψηφιότητα στις εκλογές και μια θέση στο υπουργικό συμβούλιο, τι να περιμένει κανείς (κι ας μην το διαψεύσει, τον παρακαλώ, για να μην κουραζόμαστε με ονόματα, διευθύνσεις, και μηνύματα…).
Με μια πολύ απλή κίνηση η κυβέρνηση θα μπορούσε να απαντήσει στις δίκαιες απορίες, ακόμα και στους άδικους επικριτές της.
Ποια εταιρεία θα κάνει το “media buying” για το διαφημιστικό πρόγραμμα του τουρισμού; Πόσα ακριβώς χρήματα θα διατεθούν και πως θα γίνει η κατανομή ανά μέσο ενημέρωσης στο εξωτερικό ή το εσωτερικό (για τον κοινωνικό τουρισμό). Τιμολόγια, τώρα, όχι σε ενάμισι χρόνο, όπως συνέβη και με την καμπάνια “Μένουμε Σπίτι” και “Μένουμε Ασφαλείς”, η οποία εύλογα δημιουργεί απορίες για “πάρτι” μεταξύ του στενού πυρήνα του Μεγάρου Μαξίμου, της εταιρείας Initiative του κ. Γκάλγκου, και “ημετέρων” διαδικτυακών και λοιπών μιντιακών φίλων της κυβερνήσεως. Θα συμβεί ξανά το ίδιο;
Επίσης, για τα σποτ της σειράς του “State of Mind”, ποια εταιρεία παραγωγής τα ανέλαβε και πόσα εισέπραξε. Αφού η Marketing Greece και οι κ. Πέτσας και Θεοχάρης δηλώνουν πως η εταιρεία της κυρίας Ιωάννας Δρέττα δεν έλαβε ούτε σεντ, και επειδή production team αυτού του είδους στον ΕΟΤ μάλλον δεν υφίσταται, ποιος τα παρήγαγε και πόσα πληρώθηκε; Απλά πράγματα, απλές απαντήσεις για να κλείσουν τα στόματα.
Υπάρχουν, φυσικά, και άλλα ερωτήματα για όσους γνωρίζουν την “πιάτσα” αλλά είναι πιο… σοφιστικέ και θα προκύψουν σε επόμενη φάση.
Πάμε, τώρα, στην “κλεμένη ιδέα” του σποτ, έτσι όπως εγκαλείται, τουλάχιστον, η κυβέρνηση από την αντιπολίτευση:
Διάβασα την απάντηση του διαφημιστή Θανάση Παπαθανασίου, ο οποίος, απ΄ ότι κατάλαβα, ανήκει μάλλον στο team των εμπνευστών.
Γραφει στο Facebook, λοιπόν:
Ο προφανώς καλός επαγγελματίας Θανάσης Παπαθανασίου σπεύδει να απαντήσει στον…ΣΥΡΙΖΑ (όπως γράφουν όσοι φιλοξενούν την ανάρτησή του), ή, ορθότερα, να υπερασπίσει την δουλειά και τον χώρο του, επικαλούμενος μια όντως εξαιρετικά ενδιαφέρουσα ιστορία από το μακρινό 1959, όταν ο σπουδαίος Αμπέρ Καμί βρέθηκε στο Σίγρι της Λέσβου, με την παρέα του και το σκάφος του εκδότη του Μισέλ Γκαλιμάρ .
Για την ιστορία και μόνο πριν την κατακλείδα:
Ο Αλμπέρ Καμί έφτασε στη Μυτιλήνη με προτροπή του καθηγητή Ψυχιατρικής Αγγελου Κατακουζηνού. Ο τελευταίος, με την ιδιότητα του προέδρου της Ελληνογαλλικής Πολιτιστικής Ενωσης, είχε προσκαλέσει τον Γάλλο διανοητή τον Απρίλιο του 1955, για να μιλήσει σε συμπόσιο για το μέλλον του ευρωπαϊκού πολιτισμού (το κείμενο δημοσιεύθηκε πρόσφατα από τις εκδόσεις Πατάκη).
Τα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι τον Ιούνιο του ’59, ο Καμί δέθηκε με την Ελλάδα και τους ανθρώπους της. Στη Λέσβο, πατρίδα του Κατακουζηνού, θα πήγαινε για να ολοκληρώσει ένα θεατρικό έργο. Και στο βιβλίο της Λητώς Κατακουζηνού «Συντροφιά με τον Albert Camus» (έκδοση του Ιδρύματος Κατακουζηνού) ξετυλίγεται το κουβάρι του κεραυνοβόλου έρωτα του Καμί με το Σίγρι.
Ταξιδεύει στη Μυτιλήνη με τον εκδότη του, Μισέλ Γκαλιμάρ. Κι όταν φτάνοντας στο νησί οι απλοί άνθρωποι συντρέχουν τους δύο ξένους (ο Γκαλιμάρ έχει αισθανθεί μια ξαφνική αδιαθεσία), ο Καμί μένει άναυδος από τη ζεστασιά και τη φιλοξενία των ντόπιων. «Αργότερα, όταν αράξαμε στο Σίγρι, μαγεύτηκα από τη γραφική λιτότητα του τοπίου, τους απλούς ανθρώπους, το απολιθωμένο δάσος και τον μύθο για κείνο το άλλο, που λένε πως βρίσκεται στον βυθό. Εδώ θέλω να ’ρθω να ζήσω και να εργαστώ -είπα σε κάποια στιγμή-, να, εκεί, πάνω στη θάλασσα, σ’ αυτό το απόμερο σπιτάκι».
Το πάθος για το ξεχασμένο Σίγρι όλο και ζωήρευε. Ακόμα περισσότερο, όταν ήρθε ο χειμώνας: «Εκεί θα πάω να ζήσω, Αγγελε, στο νησί σου. Ομως, στα δυτικά, στο γραφικό ψαροχώρι, ’κει που ο βράχος είναι γυμνός, κομμένος λες με μαχαίρι. Ποιος ξέρει… ίσως για πάντα… Θα στέκω εκεί στην άκρη του γιαλού και θ’ αγναντεύω τη θάλασσα». Αλλά το «για πάντα» του Καμί θα αποδειχθεί απελπιστικά λίγο. Τον Ιανουάριο του 1960 θα πεθάνει ακαριαία σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Αυτός που φοβόταν μια ζωή τα αυτοκίνητα. Και, μάλιστα, στο αυτοκίνητο που οδηγούσε ο Μισέλ Γκαλιμάρ, με το πλεούμενο του οποίου είχε ταξιδέψει στο Σίγρι. Για πρώτη και τελευταία φορά.
Επιστρέφω στην αποστροφή από τις αναφορές του Καμί που αλίευσε ο Θανάσης Παπαθανασίου:
Το 1959, ο Αλμπέρ Καμύ μεθυσμένος από τα καλοκαίρια της Λέσβου έγραφε: «βαθιά στην καρδιά του χειμώνα ανακάλυψα μέσα μου ένα ανίκητο καλοκαίρι.»
Το συναίσθημα αυτής της φράσης θέλαμε να νιώσει ο ξένος θεατής του σποτ και νομίζω ότι το μεταδώσαμε.
Ελπίζω μόνο τώρα να μην ξεσηκωθούν οι κληρονόμοι του Καμύ.
Και διερωτώμαι, απορώ, θυμώνω με όσα (με υπερχειλίζουσα ειρωνεία) γράφει ο διαφημιστής:
Αγαπητέ κύριε Παπαθανασίου, αγαπητοί διαφημιστές –που όπως μπορείτε να πιάσετε πηλό και να τον κάνετε να φαίνεται χρυσάφι, έτσι μπορείτε και να πιάσετε χρυσάφι και να το κάνετε να φαίνεται λάσπη-, αφού τόσο καλά γνωρίζατε την μικρή αλλά αιώνια ιστορία του Καμί και του ελληνικού καλοκαιριού, τι ακριβώς πήγατε και κάνατε στο περιβόητο σποτ;
Αφού είχατε υπόψη σας (προς τιμήν σας) την ρήση του Καμί για το “ΑΝΙΚΗΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ”, τι ακριβώς σκαλίζατε στα εγχειρίδια της διαφήμισης όπου, όντως, κυριαρχεί η μανιέρα του “state of mind”;
Γιατί, δεν πήρατε δάνειο από τον Καμί -και ίσως και μερικούς ακόμα-, το “ΑΝΙΚΗΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ”, να φτιάξετε ένα σποτ που θα ταξίδευε σε ολόκληρο τον κόσμο μεταδίδοντας το πιο συγκλονιστικό μήνυμα που χρειάζεται ένας άνθρωπος μετά την πανδημία; Την έννοια του “ΑΝΙΚΗΤΟΥ”...
Δυστυχώς, για εσάς, επικαλείστε τον Καμί για να λοιδωρήσετε εκείνους που σας κάνουν κριτική και όχι για να εμπνευστείτε. Επικαλείστε την “αυθεντία” σας έναντι των κοινών θνητών που δεν γνωρίζουν, υποτίθεται, τα στερεότυπα και τους κανόνες της διαφήμισης, για να αποφύγετε την ομολογία πως το σποτ και το αφήγημα πίσω από το σποτ είναι μικρό, αποσπασματικό, ατελές, και, ίσως, εν τέλει παραπλανητικό.
Δεν είναι μόνο ότι δεν κάνατε τον κόπο να πληροφορηθείτε πως η Lancaster “τρέχει” την ίδια περίοδο διαφήμιση με το ίδιο σλόγκαν (κάτι καταφανώς αντιεπαγγελματικό), είναι –ακόμα χειρότερα- πως ενώ είχατε τον Καμί, ψάχνατε να βρείτε “ιδεολόγημα” στις μανιέρες. Και χάσατε αυτό που ο σπουδαίος Γάλλος περιέγραφε, εκείνο το καλοκαίρι του ’59 στη Λέσβο: την “ψυχική κατάσταση”, το “state of mind” του ελληνικού καλοκαιριού.
Πως το λέει η McCan WorldGroup για την ουσία της διαφήμισης; “Truth well told” (καλά το …”truth” είναι υπερβολή…). Εσείς πήρατε μια πραγματική “αλήθεια” (το ελληνικό καλοκαίρι) και δεν την είπατε καλά. Και πιθανώς θα συνεχίσετε να κάνετε το ίδιο…