Η άνοδος και η πτώση (;) του “τραμπισμού”
Αν παρατηρήσει κάποιος προσεκτικά το βίο και την πολιτεία του Ντόναλντ Τραμπ θα δει ότι δεν κάνει πρωτοφανή πράγματα αλλά λέει πράγματα με πρωτοφανή τρόπο. Καμία από τις πολιτικές που εφάρμοσε ή επιχείρησε να εφαρμόσει από το 2016 μέχρι σήμερα δεν ήταν άνευ προηγουμένου ή πέραν της λογικής των συντηρητικών πολιτικών των ρεπουμπλικάνων προκατόχων του.
Του Αντρέα Παναγόπουλου
Ακόμη κι αν σήμερα-αύριο κατεβάσει την εθνοφρουρά ή το στρατό στους δρόμους των αμερικανικών πόλεων αυτό δεν θα είναι πρωτοφανές. Το είχαν κάνει πολλοί πρόεδροι των ΗΠΑ με πιο κοντινό παράδειγμα τον Λίντον Τζόνσον, τη δεκαετία του ’60.
Αντίθετα δεν υπάρχει παράδειγμα αμερικανού προέδρου ή έστω υψηλά ιστάμενου αμερικανού πολιτικού που να έχει πει «αν γουστάρεις μια γυναίκα πας και της χουφτώνεις το μ@@@ί» ή κάτι ανάλογης σεξιστική χυδαιότητας. Όπως και εκατοντάδες άλλες χυδαιότητες και χοντράδες που έχει πει για γυναίκες, άντρες, αντιπάλους ή και πρώην συνεργάτες, αμερικανούς και ξένους, άσπρους, μαύρους ή μειονότητες.
Οποιος νομίζει ότι όλα αυτά είναι μία απλή έλλειψη τρόπων, ένα «μπρουτάλιτι» ενός ανθρώπου χωρίς συναισθηματική ευφυΐα, πλανάται πλάνη οικτρά. Η λεκτική συμπεριφορά του Τραμπ είναι ο πυρήνας της στρατηγικής ενός πολύ καλά οργανωμένου επικοινωνιακού συστήματος πέριξ αυτού. Ενός συστήματος που επέλεξε να συγκρουστεί όχι με το παλιό διεφθαρμένο σύστημα και τις ελίτ, όπως αρέσκονται να λένε, αλλά με ένα αξιακό πλαίσιο: την πολιτική ορθότητα και τους εκφραστές της, τον κοινωνικό φιλελευθερισμό και ένα μέρος της Αριστεράς (όπως κι αν αυτή προσδιορίζεται στις ΗΠΑ).
Η ριζοσπαστική Δεξιά (altright) στις ΗΠΑ αλλά και σε όλο τον κόσμο, κατάφεραν να πλασάρουν την άποψη ότι η πολιτική ορθότητα –που η αλήθεια είναι ότι πολλές φορές άγγιξε την υπερβολή- είναι σύμπτωμα ανελευθερίας, «αριστερισμού» αλλά και αντιλαϊκού «καθωσπρεπισμού».
Το να λες «μαύρος» ή «έγχρωμος» αντί για «νέγρος», «γκέι» αντί για «αδελφή», «ισπανόφωνος» αντί «μεξικάνος» και πολλά άλλα, σου περιορίζει, υποτίθεται, την έκφραση. Τάση που γρήγορα εξαπλώθηκε παντού και βέβαια και στην Ελλάδα με την χρήση, ακόμη και από δημοσιογράφους, του όρου «λαθρομετανάστης» αντί για «μετανάστης» ή/και «πρόσφυγας», «γύφτος» αντί για «ρομά», «μπαχαλάκιας» αντί για «διαδηλωτής» κ.α.
Η ειρωνεία είναι ότι την ίδια στιγμή, η πολιτική ορθότητα και ο καθωσπρεπισμός δεχόταν ανηλεή πόλεμο από ένα άλλο ρεύμα, στον αντίποδα του «τραμπισμού» και του altright, το μουσικο-κοινωνικό κίνημα της Χιπ-Χοπ, της τραγουδοποιίας των μειονοτήτων που κυριάρχησε τόσο στα γκέτο όσο και στην παγκόσμια μουσική σκηνή. Ενας πόλεμος με εντελώς διαφορετικά, βέβαια, γλωσσικά χαρακτηριστικά όπου ζητούμενο είναι να ειπωθούν τα πράγματα «έξω από τα δόντια» και όχι να αναβιώσουν τα πιο χυδαία ένστικτα, να ειπωθούν τα πιο χοντρά ψέματα στο όνομα της «λαϊκής» έκφρασης.
Οι υπεύθυνοι της επικοινωνιακής στρατηγικής του Τραμπ γνωρίζουν πολύ καλά μια προαιώνια αλήθεια: όποιος ελέγχει τη γλώσσα μπορεί να ελέγξει και τις μάζες. Επιλέγοντας έναν «ελευθερόστομο» τρόπο έκφρασης και ρητορείας που κοντράρεται με την ισορροπημένη, μετριοπαθή ομιλία των αντιπάλων και τον «πουριτανισμό» των προοδευτικών, αποκτούν ένα πανίσχυρο εργαλείο.
Με αυτό ο βαθύπλουτος, καλοζωισμένος Τραμπ υποδύεται το «παιδί του λαού», το «αλάνι» που τα βάζει με την καλοβαλμένη Χίλαρι, με τους στριφνούς τραπεζίτες, με τους «σπασίκλες» της τεχνολογίας, με τους «καραβανάδες» του Πενταγώνου, με τις «γεροντοκόρες» της Δικαιοσύνης, με τους «λαπάδες» του FBI, με τον «κοιμήση» Μπάιντεν, με τους «σχιστοτομάτηδες» της Ασίας, με τους πάντες.
Την ίδια στιγμή μπορεί να βρίσκει τις καλύτερες εκφράσεις και να υμνεί ηγέτες που θεωρεί ότι μαζί τους μοιράζεται την ίδια «ειλικρίνεια», «αποφασιστικότητα» και «δυναμικότητα» όπως για τον Βλαντιμίρ Πούτιν, τον Ταγίπ Ερντογάν, τον Κιμ Γιογκ Ουν, τον Βίκτορ Ορμπαν, τον Ζαΐχ Μπολσονάρου.
Μπορεί να λέει ο,τι γουστάρει, όποτε το γουστάρει, χωρίς πρωτόκολλα και συμβιβασμούς, «πυροβολώντας» κατά ριπάς από το Twitter. Το κυριότερο: τον καθιστά απρόσβλητο από τις κατηγορίες ότι λέει ανακρίβειες, ότι φάσκει και αντιφάσκει, ότι διαδίδει fakenews, ότι λέει ψέματα. Απέναντι σε αυτές, ο Τραμπ μπορεί να αντιτείνει: «Μου κάνουν πόλεμο τα ΜΜΕ, οι Δημοκρατικοί, οι Αριστεροί επειδή τους χαλάω το παιχνίδι». Δεν χρειάζεται να δώσει καμία εξήγηση ούτε να δικαιολογηθεί για οτιδήποτε. Δεν χρειάζεται να επιχειρηματολογήσει. Τέσσερις-πέντε λέξεις αρκούν…
Για τους παραπάνω λόγους η απόπειρα των Δημοκρατικών να τον παραπέμψουν για να τον εκθρονίσουν χωρίς να έχουν τον απαραίτητο συσχετισμό δυνάμεων υπέρ τους, το μόνο που κατάφερε ήταν να τον ενισχύσει.
Τέσσερις άνθρωποι, από όλο το πολιτικό προσωπικό των ΗΠΑ, θα μπορούσαν να αντιπαλέψουν τον «τραμπισμό» και να αλλάξουν τη «μαύρη» μοίρα της χώρας. Δύο άντρες και δύο γυναίκες. Ο Μπάρακ Ομπάμα, ο Μπέρνι Σάντερς, η Οκάσιο Κορτάζ και η Μισέλ Ομπάμα. Δυστυχώς και οι τέσσερις είναι εκτός μάχης. Ο πρώτος γιατί δεν μπορεί να κατέβει πάλι στην αρένα. Ο δεύτερος γιατί βγήκε εκτός κούρσας. Η τρίτη γιατί είναι νωρίς ακόμη και η τέταρτη γιατί ετοιμάζεται για τη μεγάλη μάχη αλλά για το 2024!!!
Οσο για τον Τζο Μπάιντεν; Υπό κανονικές συνθήκες δεν θα είχε καμία ελπίδα να υπερισχύσει του Τραμπ. Οι χειρισμοί του προέδρου για την αντιμετώπιση της πανδημίας ίσως να του δίνουν κάποιες αμυδρές ελπίδες που είναι πιθανόν να εξανεμιστούν εάν οι ταραχές στην Αμερική φουντώσουν και οι αφροαμερικανοί τον εγκαταλείψουν ενώ παράλληλα χάσει και ένα μέρος των λευκών ψηφοφόρων του.
Είναι λοιπόν ανίκητος ο Τραμπ και το σύστημα που τον στηρίζει;
Όχι βέβαια. Ο μεγαλύτερός του αντίπαλος είναι η ίδια η πραγματικότητα. Αυτή που έχει καταφέρει εδώ και τέσσερα και πλέον χρόνια να διαστρέφει μέσα από μία σοφά σχεδιασμένη καμπάνια αλλά και χάρη στις αδυναμίες των πολιτικών του αντιπάλων που δεν έχουν βρει τον τρόπο να αδρανοποιήσουν τα «όπλα» του τραμπισμού. Τόσο στις ΗΠΑ όσο και διεθνώς, εκεί που αυτός παίρνει υβριδικές μορφές. Όπως στην Ελλάδα όπου εκπροσωπείται από ένα ευρύ φάσμα «πολιτικών» και Μέσων που περιλαμβάνει από τον Αδωνι Γεωργιάδη και τον Γιώργο Κυρανάκη μέχρι τον ΣΚΑΪ και το «Μακελειό». Δηλαδή παραπολιτικά υποσυστήματα που λειτουργούν πάνω σε παραλλαγές των τακτικών και μεθόδων του τραμπισμού και της μεταδημοκρατίας.
Αργά ή γρήγορα θα συντριβούν μαζί με τα ψεύδη που καλλιεργούν και με τα οποία αναδείχθηκαν στην εξουσία. Μέχρι τότε όμως παραμένουμε απαισιόδοξοι ως προς τις συνέπειες που θα υπάρξουν στις κοινωνίες και τη Δημοκρατία…