Ανάλυση δημοσκοπήσεων: Ανησυχία για το οικονομικό και εργασιακό μέλλον – Μηδενίζει το πολιτικό κοντέρ
Έχει «ρωγμές» η αύξηση δημοφιλίας του Κυριάκου Μητσοτάκη; Ποιο είναι το στοιχείο που ανησυχεί τον ΣΥΡΙΖΑ και ποιο το παράθυρο ευκαιρίας για την Αριστερά; Απαντήσεις σε αυτά, αλλά και άλλα πολλά ερωτήματα για τις πολιτικές αλλά και κοινωνικές συμπεριφορές μας την περίοδο αυτή, δίνει το Ινστιτούτο Νίκος Πουλαντζάς (σ.σ. το αποκαλούμενο και ως think tank του ΣΥΡΙΖΑ), έχοντας ως πρωτογενές υλικό τις δεκατέσσερις, δημοσιευμένες και πανελλαδικής κλίμακας, πολιτικές έρευνες της περιόδου από τα μέσα Μαρτίου (19/3) ως και το τέλος Μαΐου (28/5).
Ο μαθηματικός Κώστας Πουλάκης, στέλεχος του ΣΥΡΙΖΑ και του Συνασπισμού παλαιότερα, ταυτισμένο με τις δημοσκοπήσεις, και η Δανάη Κολτσίδα, πολιτική επιστήμονας και διευθύντρια του Ινστιτούτου, μελέτησαν τις έρευνες μιας περιόδου που καθορίζεται από τα μέτρα αποστασιοποίησης (social distancing) και του δραστικού περιορισμού της οικονομικής και κοινωνικής ζωής και των μετακινήσεων των πολιτών (lockdown), και ιδού τα συμπεράσματά τους…
Βασικά χαρακτηριστικά
Η περίοδος αυτή είχε ορισμένα πολύ συγκεκριμένα και πολύ ιδιαίτερα -σε σύγκριση με οποιαδήποτε άλλη περίοδο που γνωρίζουμε ως τώρα- χαρακτηριστικά, σημειώνουν οι δύο υπογράφοντες την έρευνα:
- Την κυριαρχία του φόβου ως βασικού συναισθήματος, και μάλιστα αφ’ ενός σε μαζική κλίμακα, αφ’ ετέρου αναγόμενου στον πρωταρχικό φόβο – αυτόν για τη ζωή.
- Την πρωτοκαθεδρία του επιστημονικού λόγου και των «ειδικών» έναντι των πολιτικών αποφάσεων, τουλάχιστον σε επίπεδο ρητορικής
- Τη μαζική (αυτό)απομόνωση του μεγαλύτερου μέρους του πληθυσμού (το γνωστό πια «μένουμε σπίτι»), η οποία μετέβαλε ριζικά τους διαύλους ενημέρωσης και επικοινωνίας των ανθρώπων και, τελικά, τις διαδρομές μέσω των οποίων οι άνθρωποι διαμόρφωναν άποψη για τα τεκταινόμενα. Στην περίπτωση δε της Ελλάδας ειδικότερα, «το προβληματικό από πλευράς πολυφωνίας και ανεξαρτησίας μιντιακό τοπίο έκανε τη συνθήκη αυτή ακόμα πιο σημαντική».
Συσπείρωση γύρω από την ηγεσία
Και σε αυτήν την εξαιρετική συνθήκη, συνέβη αυτό που συμβαίνει πάντα σε ανάλογες συγκυρίες: η πανδημία –όπως και κάθε συγκυρία η οποία εντείνει τα συναισθήματα φόβου και ανασφάλειας για το μέλλον– «τείνει να ενισχύει τη συσπείρωση των πολιτών γύρω από την εκάστοτε ηγεσία τους, με αποτέλεσμα να αυξάνονται τα ποσοστά αποδοχής και υποστήριξης προς τους πολιτικούς ηγέτες και τα κόμματα που βρίσκονται στη διακυβέρνηση, γεγονός που αποτελεί κοινό τόπο για όλους τους αναλυτές διεθνώς και διαχρονικά».
Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστικό ότι «ακόμα και στις χώρες που χτυπήθηκαν σφοδρότερα από την πανδημία (ΗΠΑ, ΗΒ, Ιταλία, Ισπανία κ.ά.) τόσο οι πολιτικοί τους ηγέτες όσο και τα αντίστοιχα κόμματα επωφελήθηκαν δημοσκοπικά, έστω περιορισμένα».
Ανεργία και «ανεπανόρθωτη» οικονομική ζημιά
Στην ελληνική κοινωνία ειδικότερα, «οι πολίτες – ενδεχομένως και λόγω της προηγούμενης πολύ δύσκολης για την ελληνική κοινωνία δεκαετία – δείχνουν να ανησυχούν περισσότερο για τις οικονομικές διαστάσεις της τρέχουσας κρίσης και είναι απαισιόδοξοι για τις προβλέψεις τους για την κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, όχι μόνο βραχυπρόθεσμα, αλλά και για τα επόμενα χρόνια.
Επί παραδείγματι, σε ποσοστό 62% καταγράφεται η πεποίθηση ότι οι οικονομικές συνέπειες θα διαρκέσουν δύο χρόνια ή και περισσότερο (απάντηση που δόθηκε πριν τις ανακοινώσεις της Κομισιόν για το Ταμείο Ανάκαμψης, πρέπει να διευκρινισθεί εν τούτοις). Πάντως, μια σημαντική μερίδα φαίνεται ότι δεν εντοπίζει πολιτικές επιλογές πίσω από το βάθος ή την έκταση της κρίσης, αλλά θεωρεί ότι πρόκειται για μια «ασύμμετρη απειλή» που εκφεύγει του ελέγχου οποιασδήποτε κυβέρνησης» (σ.σ. σε ποσοστό 39%).
Δύσκολη, αναλυτικά, είναι η οικονομική κατάσταση σε προσωπικό επίπεδο για πολλούς από τους πολίτες που απάντησαν στις σχετικές έρευνες, με την ανεργία να απασχολεί σημαντική μερίδα αυτών (σ.σ. 37%), ενώ πολλοί (σ.σ. 28%) είναι και όσοι χαρακτηρίζουν την οικονομική ζημιά που θα υποστούν από τον covid19 «ανεπανόρθωτη».
Μάλιστα περισσότεροι από έναν στους πέντε θα επέστρεφαν στην «κανονικότητα» ακόμα και με κίνδυνο για την υγεία και τη ζωή τους, γιατί έχουν ανάγκη να εργαστούν/για οικονομικούς λόγους – «στοιχείο ενδεικτικό της απελπισίας ορισμένων από τους συμπολίτες μας που υπέστησαν τη μεγαλύτερη ζημιά», σχολιάζουν οι Δ. Κολτσίδα και Κ. Πουλάκης.
Φόβος για τα δικαιώματα
Ας σημειωθεί ότι παρά το γεγονός ότι «η κυρίαρχη αντίληψη ήθελε τις δημοκρατικές ευαισθησίες ‘πολυτέλεια’ μέσα σε συνθήκες εξαίρεσης, ένα καθόλου ευκαταφρόνητο ποσοστό των πολιτών (σ.σ. 37%) εκτιμά ότι κάποια από τα μέτρα περιορισμού και ελέγχου θα συνεχίσουν να εφαρμόζονται και ανησυχεί ότι αυτό θα πλήξει τα δικαιώματά τους».
Παράθυρο ευκαιρίας για την Αριστερά
Η εμπειρία της πρωτόγνωρης αυτής κρίσης φαίνεται ότι οδήγησε μεγάλο μέρος της κοινωνίας (σ.σ. 53%) να αντιμετωπίζει πιο ευνοϊκά απόψεις γύρω από την ευρωπαϊκή ενοποίηση και αλληλεγγύη, την ανάγκη κρατικής παρέμβασης στην αγορά (σ.σ. 69%), αλλά και τη μόνιμη θέσπιση ενός ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος για όλους (σ.σ. 79%).
“Είναι πιθανό”, σύμφωνα με την αξιολόγηση των δύο ερευνητών, «η αίσθηση της ξαφνικής απώλειας του ελέγχου στη ζωή τους –αυτό που λέμε στην καθομιλουμένη ότι ‘έχασαν τη γη κάτω από τα πόδια τους’– να οδήγησε αρκετούς να ξανασκεφτούν την αξία της αλληλεγγύης και της ύπαρξης ενός κοινωνικού κράτους, αφού συνειδητοποίησαν ότι εν δυνάμει είμαστε όλοι ευάλωτοι. Η μεταβολή αυτή δημιουργεί ένα κατ’ αρχήν ευνοϊκό ‘παράθυρο ευκαιρίας’ για τις δυνάμεις της Αριστεράς, χωρίς να σημαίνει ότι –από μόνη της– στρέφει την κοινωνία προς τα αριστερά».
Ενώ δεν περνά απαρατήρητη μία ακόμη επισήμανση, ότι «παράλληλα με την άνοδο της ικανοποίησης προς την κυβέρνηση και, ως ένα βαθμό, παρά την άνοδο αυτή, μικρή άνοδο παρουσίασε και η ικανοποίηση για την αξιωματική αντιπολίτευση, η οποία διεύρυνε το ακροατήριό της, κυρίως με τις προτάσεις που αυτή κατέθεσε στο πλαίσιο του προγράμματος ‘Μένουμε Όρθιοι Ι’ και ‘Μένουμε Όρθιοι ΙΙ’».
Εκτός του πρωθυπουργού, «τα ποσοστά της δημοτικότητας του οποίου αυξήθηκαν κατά την περίοδο της πανδημίας κατά 11,2%, όπως ήταν αναμενόμενο», αύξηση παρουσίασε και η δημοτικότητα τόσο του Αλέξη Τσίπρα, όσο και της Φώφης Γεννηματά γεγονός που πρέπει να θεωρηθεί επιβράβευση εκ μέρους των πολιτών, σύμφωνα με τους Δ. Κολτσίδα – Κ. Πουλάκη, «αφ’ ενός για το γεγονός το ότι στήριξαν το lockdown και το ‘μένουμε σπίτι’, αφ’ ετέρου για το ότι ανέδειξαν κυβερνητικά λάθη ή επιλογές που είχαν αρνητικό πολιτικό πρόσημο (π.χ. το φιάσκο με την κατάρτιση των επιστημόνων, η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας κ.λπ.) και κατέθεσαν προτάσεις για την ‘επόμενη μέρα’».
Άνοδος για Μητσοτάκη, αλλά…
Από τα δεδομένα των ερευνών της περιόδου της πανδημίας, εμφανίζεται «μία τάση συσπείρωσης γύρω από το πρόσωπο του Κ. Μητσοτάκη, τα ποσοστά του οποίου ως ‘καταλληλότερου πρωθυπουργού’ σημειώνουν μικρή αύξηση».
Πάντως αυτό που επισημαίνουν οι δύο μελετητές είναι ότι «στο πρόσωπο του Κ. Μητσοτάκη δεν αποτυπώνεται στην ίδια κλίμακα η θετική γνώμη της κοινωνίας για τους κυβερνητικούς χειρισμούς κατά την κρίσιμη περίοδο, αφού η αύξηση που παρουσιάζεται στο ποσοστό όσων των θεωρούν καταλληλότερο για πρωθυπουργό είναι αισθητά μικρότερη της αύξησης που παρουσιάζει η ικανοποίηση από την κυβέρνηση, αλλά και της αύξησης στην πρόθεση ψήφου προς το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας».
Οι διαρροές του ΣΥΡΙΖΑ
Στις συσπειρώσεις, η ΝΔ αύξησε την ήδη υψηλή συσπείρωσή της από το 84,2% στο 87,3%, μειώνοντας τις μετακινήσεις ψηφοφόρων της κυρίως προς την Ελληνική Λύση (στο μισό), ενώ οι άλλες μετακινήσεις είναι αριθμητικά ασήμαντες. Σε ό,τι αφορά τον ΣΥΡΙΖΑ, η συσπείρωση των ψηφοφόρων του του Ιουλίου του 2019 παρουσίασε μείωση από 75,6% σε 71,2%, ενώ αυξήθηκαν οι μετακινήσεις προς τη ΝΔ από 6,8% σε 12,2%. Μικρές απώλειες είχε ο ΣΥΡΙΖΑ και προς το Μέρα25 (1,1%) και προς τα λοιπά κόμματα (0,5%). Παρατηρείται επίσης ότι μειώθηκαν και οι ψηφοφόροι του ΣΥΡΙΖΑ που προς την γκρίζα ζώνη 1,5%.
Και στο «δια ταύτα», με αφορμή –«ίσως και πρόσχημα, θα έλεγε κανείς»– την πανδημία, επέρχονται βαθιές αλλαγές στην οικονομία και στην εργασία, αλλά και στο πεδίο των δημοκρατικών δικαιωμάτων, με αποτέλεσμα «’βγαίνοντας από το σπίτι’ να διαπιστώνουμε ότι η ‘κανονικότητα’, στην οποία υποτίθεται ότι επιστρέφουμε, δεν υπάρχει», σημειώνουν με νόημα η Δ. Κολτσίδα και ο Κ. Πουλάκης.
«Με μία δόση υπερβολής», καταλήγουν, «θα μπορούσε κανείς να πει ότι η πανδημία ‘μηδένισε’ το πολιτικό ‘κοντέρ’, αλλάζοντας τελείως τις προτεραιότητες και τα θέματα της δημόσιας συζήτησης – από το σχεδιασμό της ‘μεταμνημονιακής Ελλάδας’ η κοινωνία και οι πολιτικές δυνάμεις βρίσκονται για ακόμη μια φορά αντιμέτωπες με την πρόκληση της υπέρβασης μιας πρωτόγνωρης κρίσης. Έτσι, αυτή την περίοδο θα κριθούν όλοι σχεδόν από την αρχή, τόσο η κυβέρνηση για τη διαχείριση και της υγειονομικής και της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης, φυσικά και η αξιωματική αντιπολίτευση με τις προτάσεις της».
Νίκος Παπαδημητρίου