Δύο μικρά “μαθήματα” παραδοξότητας από τους κ. Τασούλα και Δένδια…
Εάν υπήρχε “Εγχειρίδιο Πολιτικής Αυτογνωσίας”, αναμφίβολα θα έπρεπε να περιλαμβάνει, ως μικρά αξιώματα, δύο αποστροφές του λόγου που διατύπωσαν αυτές τις ημέρες ο πρόεδρος της Βουλής Κωνσταντίνος Τασούλας και ο υπουργός Εξωτερικών Νίκος Δένδιας. Δυο πολιτικοί, μάλλον διαφορετικών ιδεολογικών καταβολών και πολιτικών “σχολών” (αβερωφική και καραμανλική), κινούμενοι εντός της ίδιας ροής της κυβερνώσας παράταξης.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Ο δεύτερος, κατά την εισήγησή του στην Επιτροπή Εξωτερικών και Άμυνας της Βουλής σχετικά με όσα συνέβησαν προ ημερών στον Έβρο, τόνισε:
“Τα εθνικά ζητήματα δεν θα πρέπει να τυγχάνουν εκμετάλλευσης και ιδίως κομματικής ή ακόμη χειρότερα μικροκομματικής εκμετάλλευσης. Δεν μπορούμε και δεν πρέπει να θέτουμε σε κίνδυνο τα εθνικά μας συμφέροντα προκειμένου να κερδίσουμε λίγες και παροδικές εντυπώσεις και δημοσιότητα στο εσωτερικό.
Η χώρα έχει πληρώσει επανειλημμένα στην ιστορία της, πρόσφατη και απώτερη, την προσπάθεια εκμετάλλευσης των εθνικών θεμάτων. Κατά τούτο δεν προτίθεμαι να συμπράξω αυτοβούλως σε μια τέτοια διαδικασία”.
Νίκος Δένδιας
Ο πρώτος, αιφνιδίασε ευχάριστα αρκετούς, και ίσως δυσάρεστα κάποιους άλλους μέσα στο νεοδημοκρατικό “μαντρί” (για να θυμηθούμε τη γνωστή ρήση του πολιτικού του μέντορα Ευάγγελου Αβέρωφ), όταν επιχειρηματολόγησε υπερ της μη άρσης της ασυλίας των βουλευτών που ψήφισαν πριν περίπου 18 μήνες την Συμφωνία των Πρεσπών.
«Η εντολή που λαμβάνουν οι βουλευτές δεν είναι επιτακτική απο τους ψηφοφόρους. Είναι ελεύθερη εντολή. Αυτό σημαίνει ότι δεν παίρνει ο ψηφοφόρος το πρόγραμμα ενός κόμματος και λέξη προς λέξη του λέει να το υλοποιήσει. Εμπιστεύεται όχι μόνο το πρόγραμμα αλλά και την κρίση του προσώπου.
Κωνσταντίνος Τασούλας
Αυτή την τεράστια κρίση μην την βλέπετε με την έννοια του μαρτυρίου αλλά της γοητείας που προϋποθέτει βάσανο για το τι θα ψηφίσουμε. Αν το κατανοήσουμε τότε θα αποφύγουμε τις μηνύσεις . Δεν λύνονται με μηνύσεις τα πολιτικά ζητήματα. Λύνονται πολιτικά με πολιτικό κριτή τον ελληνικό λαό. Σήμερα δεν συζητούμε για την Συμφωνία των Πρεσπών. Αυτό το κάναμε και τοποθετήθηκαν οι πάντες. Η λέξη κοινοβούλιο είναι σύνθετη γαλλική λέξη. Οι 3 λέξεις που την συνθέτουν μεταφράζονται στο “πες την γνώμη σου”.
Ερμηνείες:
Πρώτη, ο πρόεδρος της Βουλής επισημαίνει πως ένα μπλοκ προεκλογικών δεσμεύσεων κάθε κόμματος που διεκδικεί την διακυβέρνηση δεν πρέπει να θεωρείται ως δόγμα, ή ως κάποιο άρρηκτο συμβόλαιο με τους πολίτες-ψηφοφόρους.
Συνιστά, όπως υποστηρίζει, μια “ελεύθερη εντολή” που υπόκειται και στο πλαίσιο εμπιστοσύνης που δημιουργείται μεταξύ των εκλογέων και του υποψηφίου πρωθυπουργού. Εφόσον, λοιπόν, η πλειοψηφία του εκλογικού σώματος επιλέγει ως κυβέρνήτη τον Μητσοτάκη, τον Τσίπρα, ή οιονδήποτε άλλο, του “χαρίζει” (;) και την ελεύθερη εντολή να μην υλοποιήσει “λέξη προς λέξη” τις προεκλογικές του δεσμεύσεις. Αναγνωρίζει την “κρίση του προσώπου”, άρα, θα μπορούσε να κατανοήσει κανείς, και την ευελιξία να μεταβάλλει όσα υποσχέθηκε προεκλογικά υπό το πρίσμα των γενικότερων εξελίξεων.
Η επιχειρηματολογία Τασούλα αποτελεί μια “τομή” στον πολιτικό λόγο και συγκρούεται με ένα πλέγμα στερεοτύπων πάνω στα οποία δομείται μια εντελώς διαφορετική αντίληψη.
Εκείνη που αποκαλεί ανακόλουθο, ή ακόμα και “ψεύτη”, τον πολιτικό που ανατρέπει την προεκλογική δέσμευση έναντι του εκλογικού σώματος. Έτσι έχουν και πρέπει να έχουν τα πράγματα; Θα μπορούσε να γίνει μια πολύ μεγάλη συζήτηση γι αυτό, μια συζήτηση που μπορεί να ακούγεται “φιλολογική”, αλλά, εν τέλει, είναι πολύ πρακτική.
Εξυπακούεται, φυσικά, πως εφόσον ισχύει αυτό που λέει ο Κωνσταντίνος Τασούλας, αφορά όχι μόνο τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την “ανακολουθία” του σχετικά με την Συμφωνία των Πρεσπών (και όχι μόνο), αλλά και τον προκάτοχό του ως προς την εντολή σύγκρουσης με τους δανειστές που έλαβε τον Ιανουάριο του 2015 και την μετέτρεψε σε συνθηκολόγηση επί του τρίτου μνημονίου το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς. Θα έπρεπε να αφορά τον Αντώνη Σαμαρά που από τα “Ζάππεια” διολίσθησε στο “Ουδείς Αναμάρτητος” (2012), νωρίτερα τον Γιώργο Παπανδρέου και, εν κατακλείδι, κάθε αρχηγό αξιωματικής αντιπολίτευσης που γίνεται πρωθυπουργός.
Ακούγεται ύποπτο, κυνικό, δηλητηριώδες, ωστόσο η επίκληση της “ελεύθερης εντολής”, εάν –επαναλαμβάνω: εάν– γίνεται δεκτή, δεν απονέμεται ως διακριτική ευχέρεια a la carte. Αφορά τους πάντες…
Η δεύτερη αφορά τις αναφορές του Νίκου Δένδια οι οποίες έχουν μεγάλο ενδιαφέρον, ως στοιχείο και αυτοκριτικής και μιας ζητούμενης πολιτικής αυτογνωσίας.
“Η χώρα έχει πληρώσει επανειλημμένα στην ιστορία της, πρόσφατη και απώτερη, την προσπάθεια εκμετάλλευσης των εθνικών θεμάτων”, επισημαίνει ο υπουργός Εξωτερικών. Όταν αναφέρεται στην “πρόσφατη” προσπάθεια εκμετάλλευσης των εθνικών θεμάτων, δεν μπορεί παρά να αναφέρεται σε αυτό που αφορά την δική του παράταξη.
Τον τρόπο, δηλαδή, με τον οποίο η Ν.Δ καπηλεύτηκε το Μακεδονικό και εμπορεύτηκε πολιτικά το αρνητικό συναίσθημα μερίδα του λαού και του εκλογικού σώματος για την Συμφωνία των Πρεσπών. Δεν μπορεί παρά να αναφέρεται στην στρέβλωση της ιστορίας και των γεωπολιτικών συνθηκών που υπαγόρευσαν την επίλυση του προβλήματος. Και δεν μπορεί παρά, έμμεσα, να αναφέρεται στα εκλογικά οφέλη που αποκόμισε το κόμμα του.
Έστω και καθυστερημένα, η αυτοκριτική είναι ευπρόσδεκτη. Και, όντως, πρέπει να αποτελεί πλοηγό για να μην μεταβάλλεται η εξωτερική πολιτική σε πεδίο μικροκομματικής αντιπαράθεσης- χωρίς, βεβαίως, αυτό να οδηγεί σε “συναίνεση σιωπής και συνενοχής”.