Χωρίς manual, χωρίς “κόκκινες” γραμμές…
Κάθε άνθρωπος δικαιούται στιγμές χαριτωμένης διάθεσης. Ακόμα κι αν είναι υπουργός Εξωτερικών. Ως εκ τούτου, θα μπορούσε κανείς να αποδώσει επιεικώς όσα είπε ο Νίκος Δένδιας στην τελευταία συνέντευξή του (ΕΡΑ) σε μια τέτοια παιγνιώδη και χιουμοριστική τάση. Κακό χιούμορ, όμως. Πολύ κακό. Κι όταν αφορά εξαιρετικά λεπτά θέματα εξωτερικής πολιτικής το κακό χιούμορ γίνεται και επικίνδυνο για τα συμφέροντα της χώρας. Κανείς επικεφαλής διπλωματίας δεν δικαιούται να υποτιμά “μερικές δεκάδες μέτρα γης” που διεκδικούνται από άλλη χώρα, ούτε φυσικά να χαριεντίζεται επειδή οι Τούρκοι “δεν έχουν αμφισβητήσει ακόμα τους Παξούς”.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Ο Νίκος Δένδιας είναι εν γένει ένας συμπαθής και μάλλον μετριοπαθής άνθρωπος. Όταν είχε δηλώσει –κόντρα στο ρεύμα των “μακεδονομάχων”– πως “εξωτερική πολιτική δεν γίνεται με συλλαλητήρια”, έπεσαν να τον φάνε οι εσωκομματικοί “θύλακες της φουστανέλας”. Όταν συμπλήρωνε πως “η Συμφωνία των Πρεσπών δεν αλλάζει μονομερώς”, εξόργιζε εκείνους που είχαν επενδύσει εκλογικά στο ότι μια κυβέρνηση της Ν.Δ θα καταργούσε την Συνθήκη. Ως προς τούτα δικαιώθηκε πλήρως. Τώρα, είναι τα ίδια πρόσωπα που με προμετωπίδα την “Ομάδα Αλήθειας” (και όχι μόνον) έσπευσαν να τον απαξιώσουν. Δυστυχώς, γι αυτόν, αυτή την φορά έχει άδικο.
Υπάρχει, όμως, το μικρό κάδρο, δηλαδή οι ανεκδιήγητες δηλώσεις Δένδια, και υπάρχει και το μεγάλο κάδρο: η εξωτερική πολιτική της χώρας και εν προκειμένω ο τρόπος που αντιλαμβάνεται η κυβέρνηση την διαχρονική ελληνοτουρκική κρίση. Το μείζον, λοιπόν, δεν είναι (μόνο) ο υπουργός των Εξωτερικών και η συμπεριφορά του, αλλά η αντίληψη σχετικά με το τι επιδιώκει η Τουρκία έναντι της Ελλάδας.
Η κυβέρνηση θυμίζει την πανέμορφη Λένα Ολίν στην ταινία του Κάουφμαν επί της Κουντερικής “Αβάσταχτης ελαφρότητας του Είναι”. Στέκεται αυτάρεσκα μπροστά στον καθρέφτη, φαντασιώνεται και αυτοθαυμάζεται για τη “νίκη του Έβρου”, κατά τις προ μηνών προσπάθειες παραβίασης των συνόρων από τις μεταναστευτικές ροές που έφερε οργανωμένα στην πόρτα μας ο Ταγίπ Ερντογάν. Η αυταρέσκεια, όμως, μπορεί να είναι χρήσιμη για τις δημοσκοπήσεις, είναι, όμως, ιδιαιτέρως παραπλανητική και αποπροσανατολιστική όταν απουσιάζει η κατάλληλη στρατηγική. Τόσο οι δηλώσεις Δένδια, όσο και οι χειρισμοί των τελευταίων 24ώρων αποδεικνύουν πως στρατηγική δεν υπάρχει.
Ο προβληματικός συνδυασμός
Αναμφίβολα, στην δύσκολη άσκηση της εξωτερικής πολιτικής σημαντικό ρόλο παίζουν τα πρόσωπα. Σε πείσμα των φιλοκυβερνητικών “αγιογράφων”, ο συνδυασμός του Νίκου Δένδια με τον Νίκο Παναγιωτόπουλο είναι ένας προβληματικός συνδυασμός και έχει πλειστάκις αναδείξει έλλειψη συνεννόησης και συντονισμού, ενίοτε και αντιφατικές ενέργειες. Κάποιες φορές κατόρθωσε να καλύψει αυτό το πρόβλημα η παρέμβαση του Μεγάρου Μαξίμου αλλά, ως φαίνεται, ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει ιεραρχήσει την εξωτερική πολιτική στα “δυνατά χαρτιά” που θέλει να παίξει στην πρωθυπουργική του θητεία. Για λόγους που εκείνος γνωρίζει και εμείς μπορούμε να φανταστούμε.
Δύο συναντήσεις του με τον Ταγίπ Ερντογάν το περασμένο φθινόπωρο δεν έφεραν ούτε την παραμικρή βελτίωση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Τουναντίον, προκάλεσαν επικίνδυνες κλιμακώσεις και γεωπολιτικά κέρδη της Τουρκίας.
Πριν την δεύτερη συνάντηση, κι ενώ η Άγκυρα είχε αρχίσει να ξετυλίγει τον σχεδιασμό της με το τουρκολιβυκό σύμφωνο, το υπουργείο Άμυνας διοχέτευε σε στρατιωτικούς συντάκτες πως ο πρωθυπουργός θα προσέλθει στη συνάντηση με τον Τούρκο πρόεδρο για να του “τρίξει τα δόντια” και να ματαιώσει τα Μέτρα Οικοδόμησης Εμπιστοσύνης. Λίγες ώρες μετά, το Μέγαρο Μαξίμου διέψευδε το Πεντάγωνο. Σοβαρό λάθος τακτικής.
Αργότερα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος διαφήμιζε τα ΜΟΕ ως απαρχή μιας νέας φάσης που θα μπορούσε υπό προϋποθέσεις να οδηγήσει σε απευθείας διάλογο, ίσως ακόμα και μια πορεία προς το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Μέχρι και ημερίδες διοργανώθηκαν για την υποστήριξη μιας τέτοιας προοπτικής, ενώ επιστρατεύθηκαν αναλυτές και πρώην πρωθυπουργοί.
Που κατέληξαν όλα αυτά; Σε ραγδαία κλιμάκωση της τουρκικής επιθετικότητας στο Αιγαίο και στην προαναγγελία γεωτρήσεων από την Τουρκία νοτίως της Κρήτης. Ποιος δεν θυμάται το φιάσκο με το τουρκικό ωκεανογραφικό που αρχικώς το…παρέσυραν οι άνεμοι στην αμφισβητούμενη από την Τουρκία θαλάσσια περιοχή του Καστελόριζου, για να αναγκαστεί μετά η κυβέρνηση να παραδεχθεί πως επρόκειτο για συνειδητή προκλητική ενέργεια “γκριζαρίσματος”.
Το “τεστ” του Έβρου
Είναι αλήθεια πως η κυβέρνηση χειρίστηκε σωστά τον μεταναστευτικό εκβιασμό του Ερντογάν στον Έβρο. “Σφράγισε” εγκαίρως τα σύνορα, παρέταξε δυνάμεις, εμψύχωσε τον τοπικό πληθυσμό. Διέπραξε, όμως, το σοβαρό σφάλμα να εκμεταλευτεί πολιτικά και δημοσκοπικά το έλασσον και να παραβλέψει το μείζον: ό,τι, δηλαδή, ο Ερντογάν δεν στόχευε τόσο σε κάποια “εισβολή” μεταναστών, όσο στο να ανοίξει ένα ακόμα μέτωπο πίεση της Ελλάδας, αυτή τη φορά χερσαίο. Και επιβεβαιώθηκε αυτό λίγο αργότερα, όταν σημειώθηκαν οι πρώτες υπερπτήσεις τουρκικών μαχητικών πάνω από την συνοριογραμμή μετά από πολλά χρόνια.
Αυτό συμβαίνει και τώρα. Η ανακοίνωση του υπουργείου Εξωτερικών, νωρίς το πρωί της Κυριακής, αποδεικνύει πως στο νεοκλασικό της Βασιλίσσης Σοφίας κατανόησαν με μεγάλη καθυστέρηση ποιος ήταν ο πραγματικός λόγος που οι Τούρκοι έστειλαν γεωγράφους και στρατοχωροφυλακή στην νησίδα των Φερρών.
“Η συνοριακή γραμμή είναι χαραγμένη βάσει της Συνθήκης της Λωζάνης και του Πρωτοκόλλου του 1926, είναι αναγνωρισμένη και δεν υπάρχει καμία αμφισβήτηση”, τονίζουν διπλωματικές πηγές και αναμεταδίδει το ΑΠΕ. Ούτε ο φράχτης που υψώνει η ελληνική πλευρά, ούτε κάποιος στιγμιαίος “τσαμπουκάς” είναι οι ουσιαστικοί λόγοι πίσω από την τουρκική ενέργεια.
Πρόκειται για ευθεία αμφισβήτηση κυριότητας ελληνικού εδάφους και μια νέα επιχείρηση “γκριζαρίσματος”, ώστε σταδιακά να διαμορφωθούν προϋποθέσεις για την μεγάλη αμφισβήτηση, εκ μέρους της Άγκυρας, αυτήν της Συνθήκης της Λωζάννης. Κάτι που επίμονα έχουν επισημάνει τα προηγούμενα χρόνια ο πρώην Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος (σ.σ η νέα Πρόεδρος μάλλον “εκπαιδεύεται” ακόμα και αποφεύγει οιαδήποτε ανάμιξη στα εθνικά θέματα), ο Αλέξης Τσίπρας και ο Νίκος Κοτζιάς.
Η Τουρκία “τεστάρει” επίμονα πρόσωπα και αντιδράσεις.
Το έκανε, για παράδειγμα, με το μνημόνιο που συνήψε με το καθεστώς Αλ Σάρατζ στην Τρίπολη. Συστηματικά και υπομονετικά. Κέρδισε πόντους στη Διάσκεψη του Βερολίνου, από την οποία προκλητικά και απαξιωτικά αποκλείστηκε η Ελλάδα, “έσπασε” την εκεχειρία στη Λιβύη με στρατιωτικούς εξοπλισμούς και παραστρατιωτικές δυνάμεις, και επισήμως, πλέον, αναγνωρίζεται από τις ΗΠΑ, το ΝΑΤΟ και βουβά και από τους Ευρωπαίους ως παράγοντας επιβολής των συσχετισμών στη χώρα αυτή.
Ανερμάτιστα και δίχως σοβαρό σχεδιασμό η ελληνική κυβέρνηση επένδυσε στον στρατάρχη Χαφτάρ (με την θεατρική και άνευ αποτελέσματος επίσκεψη στην Αθήνα) και δεν αντέδρασε ούτε όταν έβλεπε να αλλάζουν τα γεωπολιτικά δεδομένα. Καμία σοβαρή παρέμβαση στους Ευρωπαίους, καμία προσπάθεια συνεννόησης με την Μόσχα. Δεν κατόρθωσε να καταστήσει την ακύρωση του τουρκολιβυκού μνημονίου βασική προϋπόθεση οποοιασδήποτε πολιτικής λύσης και προσκολλήθηκε αμήχανα στην αντίληψη πως αυτό “δεν παράγει νομικά αποτελέσματα”.
Τώρα, η μεν Τουρκία αναγνωρίζεται ως “Kingmaker” στη Λιβύη (New York Times), ο Αλ Σάρατζ “επιδοτείται” από τη Δύση να εξουδετερώσει τις δυνάμεις του Χαφτάρ και το μνημόνιο Τουρκίας- Λιβύης παραμένει εν ισχύ.
Η τουρκική “βεντάλια”
Από την Κυπριακή ΑΟΖ, την θαλάσσια ζώνη νοτίως της Κρήτης, το Αιγαίο –με τις υπερπτήσεις πάνω από κατοικημένα ελληνικά νησιά και τις αιτιάσεις της για την “στρατιωτικοποίηση” των Δωδεκανήσων– έως τον Έβρο, πιθανώς αύριο και στη Θράκη (με κάποιο μικρής έντασης επεισόδιο), η Άγκυρα ανοίγει την βεντάλια των διεκδικήσεων της και σκιαγραφεί τον μακρόπνοο σχεδιασμό της για την αμφισβήτηση της Συνθήκης της Λωζάννης. Και στο πλαίσιο αυτό δοκιμάζει τις ελληνικές αντιδράσεις.
Δυστυχώς (και) στην περίπτωση του περιστατικού των τελευταίων 24ώρων στις Φέρρες, η κυβέρνηση εμφανίστηκε αμήχανη προς την τουρκική πλευρά και …πολυμήχανη προς το εσωτερικό της χώρας, επιχειρώντας να συγκαλύψει επικοινωνιακά τι ακριβώς συνέβη. Ως προς το κρίσιμο ζήτημα εάν υπήρξε ή όχι παραβίαση συνόρων και είσοδος Τούρκων σε ελληνικό έδαφος, διατυπώθηκαν αντιφατικά πράγματα.
Το υπουργείο Άμυνας δήλωνε –αρχικώς μέσω πηγών, μετά με δήλωση του υπουργού– πως δεν εισήλθαν τούρκοι στρατιώτες σε ελληνικό έδαφος. Προηγουμένως, όμως, με ενημέρωσή του το υπουργείο Εξωτερικών είχε κάνει λόγο για “περίεργες κινήσεις τούρκων πολιτών και στρατιωτικών”. Η ελληνική πλευρά έκανε δύο διαβήματα, τα οποία δικαιολογούνται μόνο εάν υπήρξε είσοδος σε ελληνικό έδαφος –αλλιώς γιατί;
Το πιθανότερο, λοιπόν, είναι πως με πρόσχημα τον φράκτη που κατασκευάζει η ελληνική πλευρά και τις δεδομένες εδαφικές αλλαγές λόγω του ρου του ποταμού, η Τουρκία δοκίμασε τις ελληνικές αντιδράσεις σε μια περιοχή που η ίδια θεωρεί αμφισβητούμενη. Το γεγονός, δε, τελικά πως το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών διατύπωσε αίτημα (που υπήρχε στο τραπέζι και από την ελληνική πλευρά) για την σύγκληση τεχνικών επιτροπών, επιβεβαιώνει την πρόθεση της Άγκυρας να “γκριζάρει” την συγκεκριμένη περιοχή, όπως επιχειρεί να πράξει και σε άλλα σημεία της συνοριογραμμής.
Αναζητώντας τις “κόκκινες” γραμμές
Έναντι όλων αυτών, η κυβέρνηση επαναλαμβάνει το τελευταίο χρονικό διάστημα πως δεν επιθυμεί να “στρατικοποιήσει” την αντιπαράθεση με την Τουρκία. Γενικώς ορθό, κακό, ωστόσο, να διατυπώνεται αβίαστα και χωρίς τις δέουσες εξηγήσεις. Ο έμπειρος πρώην αρχηγος ΓΕΕΘΑ και υπουργός Άμυνας Βαγγέλης Αποστολάκης είχε δηλώσει –ερωτηθείς σχετικά– πως εάν τουρκικές δυνάμεις επιβιβαστούν σε βραχονησίδα “θα την ισοπεδώσουμε”. Δεν έκανε τυχαία αυτή τη δήλωση. Προσπάθησε να καταστήσει σαφές στον ομολόγό του Χουλουσί Ακάρ αλλά και στην εσωτερική κοινή γνώμη πως υπάρχει όρια και “κόκκινες γραμμές” που δεν μπορεί να υπερβεί η τουρκική προκλητικότητα.
Η αντίληψη σχετικά με το ποιες είναι οι “κόκκινες γραμμές”, άλλωστε, δεν είναι κάτι που πρέπει να διατυπώνεις μόνο προς τον αντίπαλό σου, αυτόν που προκαλεί και καταστρατηγεί το διεθνές δίκαιο. Είναι και κάτι που πρέπει να γνωρίζεις εσύ ο ίδιος, ως πολιτική ηγεσία, και πρέπει να γνωρίζουν και οι διπλωμάτες και οι Ένοπλες Δυνάμεις.
Την τελευταία περίοδο, η κυβέρνηση δημιουργεί την εντύπωση πως δεν έχει εκπονήσει σχεδιασμό “κόκκινων γραμμών”. Εάν συνομιλήσει κανείς με ανώτατους στρατιωτικούς αντιλαμβάνεται πως δεν έχουν σαφείς εντολές τι ακριβώς πρέπει να κάνουν ως απάντηση στις κλιμακώσεις της τουρκικής πλευράς. “Είμαστε σαν να μην υπάρχει manual”, μου είπε χαρακτηριστικά ένας από αυτούς.
Οι “κόκκινες γραμμές” τόσο σε ότι αφορά την διπλωματία, όσο και ως προς το επιχειρησιακό σκέλος, όμως, αποτελούν το ακροτελεύτιο άρθρο μιας αλληλουχίας κινήσεων που συγκροτούν αυτό που ονομάζεται “εθνική στρατηγική”.
Είναι προφανές πως στα ελληνοτουρκικά πολλά “δεδομένα” έχουν ανατραπεί τα τελευταία χρόνια μπροστά στον κλιμακούμενο αναθεωρητισμό της Τουρκίας που ενισχύεται από την “νευρικότητα” λόγω των εσωτερικών συνθηκών στη γείτονα (η πολιτική πίεση στον Ερντογάν, η κατάρρευση της οικονομίας της και ο κίνδυνος να τεθεί υπό τον έλεγχο του ΔΝΤ, το συριακό μέτωπο, το Κουρδικό κ.’α).
Θα ήταν λάθος να συνεχίσει η Ελλάδα να αντιμετωπίζει την Τουρκία με “εργαλεία” και αναλύσεις που αναφέρονται σε άλλες περιόδους και σε άλλες γεωπολιτικές στιγμές.
Εν κατακλείδι, το πρόβλημα δεν είναι η παιγνιώδης διάθεση του υπουργού Εξωτερικών, η ασυνεννοησία μεταξύ αρμοδίων υπουργών, η επικοινωνιακή διαχείριση μικρών ή μεγαλύτερων κρίσεων προς το εσωτερικό, η απόκρυψη προβλημάτων υπό το δημοσκοπικό άγχος. Το πρόβλημα είναι η απουσία στρατηγικής την οποία να καλούνται να εφαρμόσουν οι “παίκτες” του συστήματος εξωτερικής πολιτικής και άμυνας και να υπηρετεί ακλόνητα η εκάστοτε κυβέρνηση. Αλλιώς καταλήγουμε σε αυτοσχεδιασμούς και γινόμαστε “πεδία δοκιμών” για τον τουρκικό σχεδιασμό.
Όλα, όμως, πάντοτε, καταλήγουν στην κορυφή. Εν προκειμένω στον πρωθυπουργό- στον εκάστοτε πρωθυπουργό.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης οφείλει να απαιτήσει από τους ειδικούς και από τους αρμόδιους υπουργούς του να εκπονήσουν άμεσα μια τέτοια στρατηγική και να την φέρει προς συζήτηση, πρώτα στο Εθνικό Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής και μετά σε ένα Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών. Εκεί πρέπει να οριστούν οι “κόκκινες γραμμές” έναντι της Τουρκίας για τα χρόνια που έρχονται.
Το αίτημα έχει διατυπωθεί από δύο τουλάχιστον αρχηγούς. Τον Αλέξη Τσίπρα και την Φώφη Γεννηματά. Και παραμένει, απ΄ όσο ξέρω, εν ισχύ.
Θα ήταν κρίμα, άδικο και επικίνδυνο να ορίζεται η εξωτερική πολιτική της χώρας από τις “Ομάδες Αλήθειας” που αποδομούν και απαξιώνουν τον υπουργό Εξωτερικών (παρά τα αδιαμφισβήτητα λάθη του), ή να γίνονται αντικείμενο μικροκομματικής αντιπαράθεσης.
Το κοινό που “εκπαίδευσε” στην μισαλλοδοξία η Ν.Δ με τη Συμφωνία των Πρεσπών, εύκολα μπορεί να το βρει μπροστά της εάν δεν επιδιώξει γρήγορα την συνεννόηση με τις άλλες πολιτικές δυνάμεις και εάν δεν χαρτογραφήσει τις νέες γεωπολιτικές συντεταγμένες και τις επόμενες κινήσεις του εξ Ανατολών αντιπάλου.