Μετά την “καραντίνα της Στοκχόλμης”…
Τον Αύγουστο του 1973, οι Γιαν-Έρικ Όλσσον και Κλαρκ Όλοφσον εισέβαλαν στην KreditBanken της Στοκχόλμης και κράτησαν τέσσερις υπαλλήλους, επί έξι ημέρες, στο θησαυροφυλάκειο της τράπεζας. Οι ληστές συνελήφθησαν αλλά οι όμηροι αρνήθηκαν να καταθέσουν εναντίον τους και, μάλιστα, έκαναν έρανο για να εξασφαλίσουν χρήματα για τα έξοδα της δίκης τους! Η συμπεριφορά αυτή, η οποία αποδίδεται ψυχιατρικά σε ένα είδος “τραυματικής συγκόλλησης”, αποκαλείται “Σύνδρομο της Στοκχόλμης” και χαρακτηρίζει την (ακατανόητη;) σύνδεση του θύματος με τον θύτη. Η Βάση Δεδομένων Ομήρων του FBI –όπως καταγράφεται στην σχετική βιβλιογραφία– αναφέρει πως περίπου το 8% των θυμάτων σε περιπτώσεις ομηρίας εμφανίζουν αυτά τα “συμπτώματα”.
του ΣΕΡΑΦΕΙΜ ΚΟΤΡΩΤΣΟΥ
Η ψυχιατρική δεν μπορεί (και δεν πρέπει) να προβάλλεται ευθέως στην πολιτική, ωστόσο, με ισχυρή δόση αυθαιρεσίας, έχει ενδιαφέρον το γεγονός ότι εξερχόμενοι από την καραντίνα του Covid 19 οι πολίτες ταυτίζονται με εκείνους που την επέβαλαν. Ιδιαίτερα όταν είναι σαφές πως αυτό “έγινε για το καλό τους”.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κηρύσσει την λήξη του lockdown και την σταδιακή επιστροφή στην κανονικότητα με μια σημαντική δημοσκοπική, επικοινωνιακή και πολιτική παρακαταθήκη.Όπως και στην περίπτωση της τουρκικής εμπνεύσεως μεταναστευτική κρίση στον Έβρο, ο φόβος έγινε ανάγκη για ασφάλεια, και αυτό επιβραβεύεται. Το ερώτημα είναι πως θα αντιδράσουν στο μέλλον οι έγκλειστοι της κοροναϊκής καραντίνας.
Με κατοχυρωμένη την επιτυχία της πρώτης φάσης της πανδημίας η κυβέρνηση έχει τώρα να αναμετρηθεί: πρώτον, με την αποφυγή της εξάπλωσής της –είτε ως αποτέλεσμα σφαλμάτων και επιλογών, είτε ως επιδίωξη (ελπίζω όχι) για ήπια “ανοσία της αγέλης”-, και δεύτερον, με τις οικονομικές επιπτώσεις στις ζωές των ανθρώπων, των εργαζομένων, των επιχειρήσεων.
Ο άνθρωπος ξεχνάει εύκολα. Όσοι πτωχοποιηθούν το επόμενο διάστημα, χάσουν τις δουλειές τους, βρεθούν να παλεύουν με μισό μισθό αλλά με τις ίδιες υποχρεώσεις, ή δουν τις επιχειρήσεις τους να κλείνουν, δεν είναι βέβαιο πως θα θυμούνται για πολύ ακόμα …πόσο όμορφα πέρασαν στο θησαυροφυλάκειο της σουηδικής τράπεζας(…).
Σε αυτή την άποψη, άλλωστε, εδράζεται και η επιθετική σπουδή ορισμένων να εισηγούνται και να παροτρύνουν τον Κυριάκο Μητσοτάκη να προσφύγει σε πρόωρες εκλογές. Όταν κάποιοι λένε “τώρα είναι η ευκαιρία για την πολιτική “θανάτωση” του Τσίπρα”, γνωρίζουν πως η επιτυχία της ασφάλειας (άλλοτε υπαρκτή, άλλοτε καλλιεργημένη στους μιντιακούς αγρούς με μπόλικο επικοινωνιακό λίπασμα) δεν μπορεί από μόνη της να εξασφαλίσει πολιτική ηγεμονία εις το διηνεκές.
Άποψή μου είναι πως ο πρωθυπουργός θα αποφασίσει, ή δεν θα αποφασίσει μια πρόωρη προσφυγή στις κάλπες, ανάλογα με τον βαθμό αβεβαιότητας που θα του δημιουργήσουν οι εξελίξεις στην οικονομία.
Με το σενάριο Στουρνάρα για ύφεση 4%, φέτος, ή ακόμα και αυτό του Σταϊκούρα για 6-8%, οι πολιτικές επιπτώσεις είναι λιγότερο ή περισσότερο ελεγχόμενες. Με τις προβλέψεις ΔΝΤ και ΟΟΣΑ για διψήφιο ποσοστό ύφεσης, ή ακόμα χειρότερα με το ακραίο σενάριο της Morgan Stanley για μείωση του ΑΕΠ κατά 21%, τα πράγματα αλλάζουν άρδην.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης διαψεύδει τα εκλογικά σενάρια αλλά είναι προφανές πως προετοιμάζεται για μια τέτοια επιλογή εάν και εφόσον χρειαστεί. Ένα μέρος της δουλειάς την έχουν αναλάβει οι πιο ακραίοι συμπαραστάτες της κυβέρνησης που εξαγριώνουν τα πλήθη, αποσιωπούν τις σκανδαλώδεις υπόθεσεις που αναφύονται στις “πολιτικές ΜΕΘ” του κοροναϊού, και καλλιεργούν ξανά μίσος, διχασμό και αντιπαράθεση απέναντι στην αξιωματική αντιπολίτευση.
Ο Αλέξης Τσίπρας τήρησε όλο το προηγούμενο διάστημα μια στάση που δύσκολα μπορεί να την συναντήσει κανείς στην πρόσφατη πολιτική ιστορία. Ούτε καν σε άλλα ευρωπαϊκά πολιτικά συστήματα κατά την κρίση του κοροναϊού. Η συναίνεση, ωστόσο, που προσφέρθηκε, φαίνεται πως εκλήφθηκε από αρκετούς ως αδυναμία, ή, ακόμα περισσότερο, ως ευκαιρία “να τον τελειώσουμε”.
Οι ακραίοι του κυβερνητικού στρατοπέδου και οι μιντιακές αποφύσεις τους έκαναν για παράδειγμα “σημαία” τις μ@@@@ίες ενός κομματικού στελέχους στην Πάτρα για να δημιουργήσουν κλίμα εχθροπάθειας. Κι όταν –ίσως και λίγο παθητικά– ο ΣΥΡΙΖΑ έθεσε εκτός κόμματος το συγκεκριμένο στέλεχος, η Ν.Δ ζήτησε την αποπομπή Πολάκη και Κυρίτση επειδή διαφώνησαν με την απόφαση του κόμματός τους!
Την ίδια ώρα, ο Τσίπρας πρέπει να δέχεται στωϊκά τις ύβρεις του κυβερνητικού εκπροσώπου ότι είναι “όργανο του Ερντογάν” και “δούρειος ίππος” της Τουρκίας κατά των συμφερόντων της χώρας του (δηλαδή…προδότης). Να μην αντιδρά όταν αποκαλείται -από κορυφαίο υπουργό- “αλήτης” και “απατεώνας”. Να μην σκιρτά καν όταν ζητούν την “πολιτική θανάτωσή” του, τον αφανισμό του από προσώπου γης και άλλα πολλά. Αυτά δεν συνιστούν ύβρεις, οι βλακείες του πατρινού Γρηγόρη αποτελούν, όμως έγκλημα καθοσιώσεως.
Εάν όλα τα παραπάνω δεν είναι η προπαρασκευή ενός νέου τοξικού και διχαστικού πολιτικού οπλοστασίου που μπορεί να χρησιμοποιηθεί, εάν και εφόσον κριθεί απαραίτητο να πάμε σε εκλογές, τι είναι;
Και, ταυτόχρονα, εκτυλίσσεται μια καλά οργανωμένη προσπάθεια αποπροσανατολισμού από τις αποκαλύψεις για σκανδαλώδεις συμβάσεις, όργιο απευθείας αναθέσεων και, φυσικά, για το τερατούργημα των voucher Βρούτση που φαίνεται πως χτύπησε στο μαλακό υπογάστριο του Μαξίμου. Ακόμα και ο κοινοβουλευτικός έλεγχος ενοχοποιείται, σε μια Βουλή σε καραντίνα, και μια λειτουργία μόνο μέσω Πράξεων Νομοθετικού Περιεχομένου.
Ο Αλέξης Τσίπρας και οι άλλοι πολιτικοί αρχηγοί έκαναν το χρέος τους με την συναίνεση που προσέφεραν από την πρώτη στιγμή της πανδημίας. Θα αναρωτηθεί κανείς: θα μπορούσε να κάνει αλλιώς ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ; Πιθανώς όχι, αλλά, από την άλλη, θα είχε μεγαλύτερο πολιτικό κόστος –απ΄ αυτό που αναμφίβολα είχε και καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις– εάν δεν την προσέφερε; Εάν έβαζε στο στόχαστρο τον Κικίλια, τον Τσιόδρα, τον Χαρδαλιά; Αφορμές δόθηκαν.
Η έξοδος από την καραντίνα, ωστόσο, ισοδυναμεί με έξοδο και από την περίοδο της αδιαπραγμάτευτης ομοφωνίας ή της σιωπηρής αποδοχής των πάντων. Πόσο ήπια θα κινηθούν τα πράγματα εφεξής θα κριθεί από την στάση του πρωθυπουργού.
Εάν, για παράδειγμα, θεωρεί πως ο κοροναϊός μπορεί να επιστρέψει δριμύτερος και φονικότερος, και ότι η οικονομία κινδυνεύει με κατάρρευση, έχει κάθε λόγο να τείνει χείρα αποδοχής της προσφερθείσας συναίνεσης και να διεκδικήσει συγκλίσεις επί ενός πολιτικού συμβολαίου για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας. Τα πράγματα είναι ενίοτε πολύ απλά. Ένα τηλεφώνημα, μια πρόσκληση στο Μέγαρο Μαξίμου, ένα Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών.
Εφόσον, όμως, δεν το πράξει και συνεχίσει να στηρίζεται στην ασυλία της επικοινωνίας και στον απόηχο της επιτυχίας που κατέγραψε στην πρώτη φάση του κοροναϊού, είναι προφανές πως δεν θα παραμείνουν για πολύ ακόμα εν υπνώσει στην Κουμουνδούρου. Η “αστική ευγένεια”, άλλωστε, υποτίθεται πως είναι ίδιον της δικής του παράταξης…